Τα κορεσμένα λιπαρά είναι ένας τύπος λίπους που βρίσκεται κυρίως σε ζωικά προϊόντα, όπως το βούτυρο, το τυρί, το κόκκινο κρέας και το πλήρες γάλα, αλλά και σε ορισμένα φυτικά έλαια όπως το φοινικέλαιο και το λάδι καρύδας. Χημικά, ονομάζονται έτσι επειδή οι αλυσίδες των λιπαρών οξέων τους είναι «κορεσμένες» με άτομα υδρογόνου, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν διπλούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων άνθρακα.
Η υπερβολική κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών έχει συνδεθεί με την αύξηση της LDL χοληστερίνης στο αίμα, γνωστής και ως «κακής» χοληστερίνης, κάτι που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα. Για τον λόγο αυτό, οι περισσότερες διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν τον περιορισμό της πρόσληψής τους, προτείνοντας να αντικαθίστανται με πιο υγιεινά λιπαρά, όπως τα μονοακόρεστα και πολυακόρεστα που βρίσκουμε στο ελαιόλαδο, στα λιπαρά ψάρια και στους ξηρούς καρπούς.
Αν εξαιρέσει κανείς το ζωικό λίπος, το επεξεργασμένο κρέας (βλέπε αλλαντικά), τα τηγανητά και τις υπερ-επεξερασμένες τροφές, υπάρχουν κι επιλογές εξίσου «επικίνδυνες» που μπορεί να ξεφεύγουν από το ραντάρ σας.
Το λάδι καρύδας είναι ένα από τα προϊόντα με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά.
Μια κουταλιά της σούπας (12 γραμμάρια) περιέχει περίπου 10 γραμμάρια κορεσμένων λιπαρών.
Μια μετα-ανάλυση έδειξε ότι η κατανάλωση ελαίου καρύδας μπορεί να αυξήσει τη λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας ή την LDL («κακή») χοληστερόλη, ενώ μια άλλη μελέτη έδειξε ότι η κατανάλωση 5 γραμμαρίων παρθένου ελαίου καρύδας καθημερινά επί ένα μήνα μείωσε τα επίπεδα της LDL στο αίμα σε άτομα με καρδιακές παθήσεις. Οι διαφορές αυτές μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες όπως η υγεία των συμμετεχόντων, το μέγεθος της μελέτης και η συνολική πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών από τους συμμετέχοντες εκτός από το λάδι καρύδας.
Μια άλλη «ένοχη» ομάδα τροφίμων είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα με πλήρη λιπαρά, τα οποία ωστόσο έχουν διαφορετικές ποσότητες κορεσμένων λιπαρών. Το γάλα έχει λιγότερο από 2%, ενώ το βούτυρο έχει περίπου 45%.
Ακολουθεί η περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά ορισμένων γαλακτοκομικών προϊόντων:
- Βούτυρο: Πάνω από 45%.
- Βαριά κρέμα γάλακτος: 20%
- Τυρί τσένταρ: 19%
- Παρμεζάνα: 17%
- Τυρί φέτα: 11%
- Ρικότα: 7%
- Παγωτό: 7%
- Γιαούρτι: 2%
- Γάλα: λιγότερο από 2%
Και όλες οι σοκολάτες όμως περιέχουν κορεσμένα λιπαρά επειδή περιέχουν βούτυρο κακάο, λίπος από το γάλα (μερικές φορές) και ζάχαρη.
Ενδεικτικά, ένα κομμάτι σοκολάτας γάλακτος (7 γραμμάρια) περιέχει περίπου 1,3 γραμμάρια κορεσμένων λιπαρών.
Το κακάο στη σοκολάτα περιέχει αντιοξειδωτικές ενώσεις και μπορεί να συμβάλει στη μείωση της LDL χοληστερόλης. Ωστόσο, η περισσότερη σοκολάτα περιέχει πολλή ζάχαρη και κορεσμένα λιπαρά. Η περιεκτικότητα σε ζάχαρη μπορεί να διαφέρει σημαντικά, γι' αυτό επιλέξτε πιο σκούρα σοκολάτα με ελάχιστη πρόσθετη ζάχαρη.
Μια τελευταία κατηγορία τροφίμων που πρέπει να προσέχουμε είναι τα αρτοσκευάσματα: Γενικά παρασκευάζονται με πηγές κορεσμένων λιπαρών, όπως το βούτυρο και η μαργαρίνη. Είναι επίσης πιθανό να περιέχουν αυγά και γαλακτοκομικά προϊόντα με πλήρη λιπαρά. Ως εκ τούτου, η περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά στα αρτοσκευάσματα μπορεί να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τα συστατικά που χρησιμοποιούνται.
Ακολουθεί η γενική περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά ορισμένων κοινών αρτοσκευασμάτων:
Μία φέτα κέικ (115 γραμμάρια): 5.5 γρ.
Ένα μικρό κρουασάν: 4,9 γρ.
Μια φέτα μηλόπιτα (155 γρ.): 4.7 γρ.
Μπισκότο βρώμης (27 γρ.): 1.3 γρ.
Πηγή: health.com






























