Από τα χρόνια του Κωνσταντίνου Καραμανλή το «Ελλάς-Γαλλία συμμαχία» αποτέλεσε ένα από τα πιο δημοφιλή συνθήματα στην ελληνική κοινωνία και τον πολιτικό κόσμο. Παραδοσιακά, η Γαλλία εκτός από μεγάλη σύμμαχος, θεωρούταν και χώρα-πρότυπο για τον πολιτισμό και το βιοτικό επίπεδό της. Τώρα, με αφορμή την πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να παρουσιάσει τη Γαλλία ως παράδειγμα προς αποφυγή. Το «Ελλάς-Γαλλία συμμαχία» μετατρέπεται σε «Να μη γίνουμε Γαλλία».
Το δίλημμα και η Γαλλία
Γιατί όμως η Γαλλία; Στον πυρήνα της ρητορείας του Μαξίμου βρίσκεται το δίλημμα «Μητσοτάκης ή ακυβερνησία». Δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή δεν παρουσιάζεται μια ισχυρή εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, το Μαξίμου δεν θέτει το δίλημμα μεταξύ μιας «καλής» κυβέρνησης της Δεξιάς και μιας «επικίνδυνης» κυβέρνησης της Κεντροαριστεράς, αλλά μεταξύ μιας κυβέρνησης Μητσοτάκη και της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης. Μιας αδυναμίας η οποία θα πλήξει την οικονομία.
Στο πλαίσιο αυτής τη ρητορείας, η Γαλλία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για να φανεί το πώς η πολιτική αστάθεια μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική κρίση.
Στη ΔΕΘ
Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Στην ομιλία του στο Βελλίδειο το περασμένο Σάββατο ο Μητσοτάκης ανέφερε ότι «την 1η Σεπτεμβρίου του 2015, η πανίσχυρη Γαλλία δανειζόταν με επιτόκιο μόλις 1,16%, η αδύναμη Ελλάδα με 9,18%. Χθες το δεκαετές γαλλικό ομόλογο έκλεισε στο 3,44%, το ελληνικό στο 3,33%. Αναλογιστείτε τι προσπάθειες κρύβει αυτή η αλλαγή. Και σκεφτείτε ότι σήμερα όλοι αναρωτιούνται αν θα υπάρχει αύριο κυβέρνηση στο Παρίσι ή, ακόμα χειρότερα, αν η Γαλλία χτυπήσει την πόρτα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου».
Την επομένη, απαντώντας σε σχετική ερώτηση στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, ο Μητσοτάκης υποστήριξε ότι «προφανώς και ανησυχώ για τις εξελίξεις στη Γαλλία, η οποία έχει εγκλωβιστεί εδώ και ένα σημαντικό χρονικό διάστημα σε μία κατάσταση οιονεί ακυβερνησίας, με μία κυβέρνηση η οποία δυσκολεύεται να ψηφίσει προϋπολογισμό, έρμαια δυνάμεων και από τα δεξιά και από τα αριστερά, συχνά με στοιχεία λαϊκισμού, που εγκλωβίζουν τη Γαλλία σε ένα πολιτικό αλλά και οικονομικό αδιέξοδο».
Ο πρωθυπουργός προσέθεσε ότι «το μήνυμα της Γαλλίας είναι μια προειδοποίηση του τι συμβαίνει όταν η πολιτική δεν μπορεί να υπηρετήσει την οικονομία και την κοινωνία. Εμείς εδώ, ευτυχώς, δεν είμαστε σε αυτή την κατάσταση, αλλά ας αναλογιστούμε καλά ότι πια αυτή είναι μία πραγματικότητα, η οποία, δυστυχώς, έχει κάνει την εμφάνισή της σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Εμείς τείνουμε να είμαστε η εξαίρεση σε αυτό».
Η κινδυνολογία και η πραγματικότητα
Η Γαλλία όντως γνωρίζει τη μεγαλύτερη κυβερνητική αστάθεια των τελευταίων χρόνων. Από την επανεκλογή Μακρόν το 2022 έχουν πέσει 4 κυβερνήσεις, ενώ η καταψήφιση της κυβέρνησης Μπαϊρού στην Εθνοσυνέλευση αποτελεί πρωτοφανές γεγονός στα χρονικά της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας δεν είναι ευχάριστη, αφού το δημόσιο χρέος έχει φτάσει στο 114% του ΑΕΠ και το έλλειμμα στο 5,8%, πολύ πάνω από το όριο του 3% που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Από εκεί και πέρα, οι οποιεσδήποτε συγκρίσεις με την Ελλάδα είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά. Η Γαλλία είναι μια από τις ισχυρότερες χώρες του κόσμου με ΑΕΠ 2,9 τρισεκατομμύρια ευρώ (έναντι 237 δισεκατομμύρια της Ελλάδας), πληθυσμό 68 εκατομμύρια και 280 πυρηνικές κεφαλές. Οι οικονομικές και πολιτικές δυνατότητές της να διαχειριστεί τα δημοσιονομικά προβλήματά της είναι άλλης κλίμακας από αυτές της χρεοκοπημένης Ελλάδας του 2015. Σε ό,τι αφορά δε τις συγκρίσεις για το κόστος δανεισμού, να σημειώσουμε ότι το αμερικανικό δεκαετές είναι στο 4,1%. Φανταζόμαστε ότι δεν θα επιχειρήσει να βγάλει κανείς συμπεράσματα κάνοντας τη σύγκριση με το ελληνικό δεκαετές που ήταν την περασμένη Παρασκευή στο 3,33%.
Οι αιτίες
Αλλά φταίει όντως η κυβερνητική αστάθεια για την κακή δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας; Ασφαλώς, το να μην αντέχουν οι κυβερνήσεις περισσότερο από λίγους μήνες δεν βοηθάει την αποτελεσματική διαχείριση της οικονομίας. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα γαλλικά ελλείμματα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις αλόγιστες φοροαπαλλαγές που έδωσε ο Μακρόν στους πλούσιους. Αυτές οι φοροαπαλλαγές στέρησαν από τον γαλλικό προϋπολογισμό 50 δισεκατομμύρια. Υποτίθεται ότι τα χρήματα που θα εξοικονομούνταν από τους φόρους, θα διοχετεύονταν σε ιδιωτικές επενδύσεις, αλλά αυτό δεν συνέβη -όπως και δεν συμβαίνει γενικά. Επιπλέον, ο Μακρόν έχει προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις σε βάρος των εργαζομένων (όπως η αύξηση των ορίων ηλικίας από τα 62 στα 64) οι οποίες δεν έφεραν την επιθυμητή δημοσιονομική εξισορρόπηση.
Δεν προκάλεσε λοιπόν η πολιτική αστάθεια τα οικονομικά προβλήματα, αλλά τα οικονομικά προβλήματα και η διαχείρισή τους από τον Μακρόν έφεραν την πολιτική αστάθεια.
Οι κινήσεις Μακρόν
Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι βασικός υπεύθυνος για την όξυνση της κυβερνητικής αστάθειας είναι ο ίδιος ο Μακρόν. Ο Γάλλος Πρόεδρος είχε τη φαεινή ιδέα να προκηρύξει πρόωρες εκλογές μετά τη μεγάλη ήττα του στις ευρωεκλογές, χωρίς να έχει καμία υποχρέωση να το κάνει. Ο Μακρόν με τις πρόωρες εκλογές πίστευε ότι θα κάνει μια ναπολεόντεια κίνηση για να στριμώξει τους αντιπάλους του. Τελικά το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο: στις κάλπες υπέστη νέα μεγάλη ήττα η μακρονική παράταξ.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Γάλλος Πρόεδρος επέλεξε να μη δώσει την εντολή διακυβέρνησης στο Λαϊκό Μέτωπο που είχε κερδίσει τις εκλογές. Μια κυβέρνηση των ηττημένων στις κάλπες δεν μπορεί παρά να είναι μια αδύναμη κυβέρνηση. Με τις αποφάσεις του ο Μακρόν παρόξυνε την πολιτική αστάθεια, επικαλούμενος πάντοτε την ανάγκη πολιτικής σταθερότητας.
Με δυο λόγια, το να παρουσιάζει ο Μητσοτάκης τη Γαλλία ως… φόβητρο είναι ένα δημαγωγικό τέχνασμα που δεν έχει σοβαρά ερείσματα στην πραγματικότητα.



























