Με τον ελληνικό τουρισμό να κλείνει το 2025 σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, το 2026 προδιαγράφεται ως χρονιά κρίσιμων αποφάσεων και ανακατατάξεων, όπου η πρόκληση δεν θα είναι η ζήτηση, αλλά η αντοχή του ίδιου του συστήματος.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις που βασίζονται σε διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζα της Ελλάδος και αναλύσεις φορέων της αγοράς, οι αφίξεις το 2026 αναμένεται να κινηθούν τουλάχιστον στα επίπεδα του 2025, με ήπια περαιτέρω αύξηση, κυρίως μέσω της επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου. Οι κρατήσεις για την άνοιξη και το φθινόπωρο εμφανίζονται ενισχυμένες, στοιχείο που αποδίδεται στη στροφή ταξιδιωτών προς περιόδους χαμηλότερης συμφόρησης, αλλά και στην αυξανόμενη ζήτηση για city breaks και θεματικές μορφές τουρισμού.
Την ίδια στιγμή, το 2026 αναμένεται να αναδείξει εντονότερα τις ανισορροπίες μεταξύ δημοφιλών και λιγότερο προβεβλημένων προορισμών. Περιοχές με υψηλά επίπεδα κορεσμού, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν πιέσεις στη λειτουργία τους, με τη ζήτηση να σταθεροποιείται ή να μετατοπίζεται προς γειτονικούς ή εναλλακτικούς προορισμούς.
Αντίθετα, περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και μικρότερα νησιά αναμένεται να ωφεληθούν από τη διεθνή τάση αναζήτησης αυθεντικών εμπειριών και χαμηλότερης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης.
Το 2026, ωστόσο, αναμένεται να καταστεί ακόμη πιο εμφανές το έλλειμμα υποδομών. Ζητήματα επάρκειας νερού και ενέργειας, διαχείρισης απορριμμάτων και λυμάτων, αλλά και κυκλοφοριακής συμφόρησης εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν άμεσα την ποιότητα της εμπειρίας, ιδίως σε προορισμούς με υψηλή συγκέντρωση επισκεπτών. Η ανάγκη επιτάχυνσης επενδύσεων σε βασικές υποδομές καθίσταται επιτακτική, καθώς, παρά τη δυναμική των τουριστικών επενδύσεων, οι δημόσιες επενδύσεις παραμένουν χαμηλότερες από τα προ κρίσης επίπεδα.
Έρευνες του ΙΝΣΕΤΕ δείχνουν ότι το ελληνικό τουριστικό brand διατηρεί ισχυρά πλεονεκτήματα, όπως η φιλοξενία, η ασφάλεια και η ποιότητα των καταλυμάτων, ωστόσο το 2026 αναμένεται να δοκιμαστούν περισσότερο τα λεγόμενα «μαλακά» χαρακτηριστικά των προορισμών, όπως η καθαριότητα, η πληροφόρηση και η συνολική λειτουργικότητα. Αυτοί οι παράγοντες εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν όλο και περισσότερο την επιλογή προορισμού, ιδίως από ταξιδιώτες υψηλότερης δαπάνης.
Μελέτες της Εθνική Τράπεζα επισημαίνουν ότι το 2026 αποτελεί κομβικό σημείο για τη μετάβαση από ένα μοντέλο μεγέθυνσης σε ένα μοντέλο διατηρήσιμης αξίας. Η έμφαση μετατοπίζεται στη διαχείριση των ροών, στην ενίσχυση της μέσης δαπάνης ανά επισκέπτη και στη στήριξη προορισμών που μπορούν να απορροφήσουν ζήτηση χωρίς να υποβαθμίζουν το περιβάλλον και την καθημερινότητα των κατοίκων.
Παράλληλα, η κλιματική κρίση αναμένεται να επηρεάσει πιο άμεσα τον σχεδιασμό του 2026, με ακραία καιρικά φαινόμενα, αυξημένες θερμοκρασίες και πιέσεις στους φυσικούς πόρους να ενσωματώνονται πλέον στους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς. Η προσαρμογή των προορισμών και η ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους αναδεικνύονται σε βασικούς παράγοντες ανταγωνιστικότητας.

























