Μέρισμα 846 εκατ. ευρώ ζήτησαν να μοιράσουν στους μετόχους τους οι τέσσερις συστημικές τράπεζες για τα καθαρά κέρδη του 2023, τα οποία έφτασαν τα 3,6 δις ευρώ.
Κέρδη που δεν προέκυψαν από κάποια δυναμική πιστωτική επέκταση, αλλά κυρίως λόγω του «πληθωρισμού τραπεζικής απληστίας», όπως χαρακτηριστικά τονίζει σε ανάλυσή του το ΚΕΠΕ. Μια οδυνηρή πραγματικότητα που βιώνουν και πιστοποιούν χιλιάδες επαγγελματίες και δανειολήπτες.
Και όπου πληθωρισμός τραπεζικής απληστίας, το επιτοκιακό περιθώριο στην Ελλάδα (διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων-καταθέσεων) που βρίσκεται σχεδόν στο 6%, πολύ υψηλότερο από την μέση τιμή της Ευρωζώνης, με τις ελληνικές τράπεζες να δίνουν το χαμηλότερο επιτόκιο καταθέσεων στα νοικοκυριά.
Επιτοκιακό περιθώριο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών που θα όφειλαν να διερευνήσουν η κυβέρνηση και η Επιτροπή Ανταγωνισμού, σύμφωνα και με τα λεγόμενα της κ. Λαγκαρντ κατά την τελευταία της επίσκεψη στην Τράπεζα της Ελλάδος. Κάτι που δεν έγινε μέχρι στιγμής, με τις επιβαρύνσεις να αυξάνονται, όπως και ο κίνδυνος δημιουργίας νέων ‘’κόκκινων’’ δανείων, κυρίως από μικρομεσαίους δανειολήπτες που δεν αντέχουν τα υψηλά επιτόκια.
Τα νούμερα είναι ενδεικτικά για την πολιτική και τον ρόλο των τραπεζών: 51% αυξήθηκαν το 2023 τα έσοδα από τόκους, ενώ τα δάνεια στους ελεύθερους επαγγελματίες μειώθηκαν την ίδια χρονιά. Επίσης, για το 2023 1,8 δις είναι τα έσοδα από προμήθειες (αυξημένα 7% σε σχέση με το 2022) , αλλά τα δάνεια στους ιδιώτες μειώθηκαν με αποκορύφωμα τα στεγαστικά δάνεια, όπου η Ελλάδα καταγράφει σταθερά τις χειρότερες επιδόσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τα τελευταία χρόνια. Το πηλίκο, δε, του συνόλου των δανείων προς τις καταθέσεις βαίνει μειούμενο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και είναι πολύ χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (61% έναντι 105%)
Ακόμα και η όποια αύξηση στη χορήγηση επιχειρηματικών δανείων συνδέεται με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, αφού κυριάρχησαν οι αποπληρωμές δανείων από τις επιχειρήσεις με μεγάλη ρευστότητα και η επανατοποθέτηση στα φθηνότερα δάνεια του Ταμείου, χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Άρα, οι τράπεζες βγάζουν υπερέσοδα όχι γιατί δίνουν περισσότερα δάνεια στις μικρές επιχειρήσεις, αλλά κυρίως λόγω των υψηλών επιτοκίων στα υφιστάμενα δάνεια και των καταχρηστικών προμηθειών που επεκτείνονται διαρκώς, παρά την παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και τις συστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Συμπερασματικά, λοιπόν, οι ελληνικές τράπεζες:
- Αποκομίζουν υπερέσοδα, λόγω υψηλών επιτοκίων και προμηθειών, για τα οποία δε φορολογούνται επαρκώς
- Έχουν χαμηλή ποιότητα εποπτικών κεφαλαίων και μακράν το υψηλότερο ποσοστό αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαιά τους (58% του CET1) ενώ σε καμία ευρωπαϊκή τράπεζα δεν ξεπερνά το 10%
- Χορηγούν ολοένα και λιγότερα δάνεια, με την όποια πιστωτική επέκταση να εξαντλείται στα δάνεια που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης
- Επιζητούν μέρισμα 25% επί των «εσόδων» τους για το οποίο θα φορολογηθούν με 5%
Απέναντι στη στρατηγική αυτή των τραπεζών, από την οποία αποκλείεται πάνω από το 90% των ελληνικών επιχειρήσεων και το 95% των ενεργών επαγγελματικών ΑΦΜ – συμβάλλοντας καταλυτικά στη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων - η ελληνική κυβέρνηση παραμένει αδρανής, αδύναμη, ανίκανη να παρέμβει και να ρυθμίσει.
Έχει εκχωρήσει την αρμοδιότητα χάραξης της επιχειρηματικής πολιτικής στις τράπεζες, οι οποίες, ενώ ανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα και των Ελλήνων πολιτών, χρησιμοποιούν πρακτικές μονοπωλίου, χωρίς να λογοδοτούν, χωρίς να επιτελούν τον πραγματικό τους ρόλο που είναι η χρηματοδότηση της εγχώριας οικονομίας.
Η άνευ όρων παράδοση της κυβέρνησης στην αδιέξοδη πολιτική των τραπεζών εγκυμονεί κινδύνους για τις επιχειρήσεις, τους δανειολήπτες, την ελληνική οικονομία και την κοινωνική συνοχή. Κάποιος πρέπει, επιτέλους, να βάλει ένα φραγμό. Αν όχι το πολιτικό σύστημα, ποιος;
(Ο Μιχάλης Κατρίνης είναι Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το "Βήμα" της Κυριακής)