Ένα από τα σημεία που προκάλεσαν προβληματισμό γύρω από τα αποτελέσματα των Βάσεων 2025 είναι η καταβαράθρωση των βάσεων εισαγωγής σε πολλές Φιλολογικές Σχολές δείχνοντας ότι οι υποψήφιοι του 1ου Επιστημονικού Πεδίου «γυρίζουν ηχηρά την πλάτη» στα αντίστοιχα τμήματα.
Οι αριθμοί λένε την αλήθεια
Η πτώση στα μόρια εισαγωγής είναι εντυπωσιακή: Στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ η βάση έπεσε στα 11.304 μόρια, με πτώση 1.356 μορίων από πέρυσι. Στο ΑΠΘ η βάση διαμορφώθηκε στα 11.127 μόρια, στα Ιωάννινα η βάση βρέθηκε κάτω από τα 10.000 μόρια (9.451), στο Ρέθυμνο έμειναν κενές πάνω από 100 θέσεις. Η μείωση αυτή δεν είναι απλώς στατιστικό γεγονός αλλά ο καθρέφτης μιας εκπαιδευτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας που πρέπει να προσεχθεί από το αρμόδιο Υπουργείο πριν είναι πολύ αργά.
Όπως δηλώνει στο Dnews η φιλόλογος Τίνα Γιαννούλη σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να σπεύσουμε να ρίξουμε την ευθύνη στους υποψηφίους καθώς όπως αποδεικνύεται το ίδιο το σύστημα έχει απαξιώσει το ρόλο των εκπαιδευτικών και εν γένει του σχολείου με έμφαση στα Φιλολογικά Μαθήματα. «Γιατί ολοένα και λιγότεροι υποψήφιοι της ομάδας προσανατολισμού ανθρωπιστικών σπουδών δηλώνουν ως πρώτη προτίμηση τη Φιλολογία; Γιατί η εισαγωγή στο εν λόγω τμήμα συχνά αποτελεί λύση ανάγκης, επειδή δεν κατάφερε ο/η υποψήφιος/α, να εισαχθεί σε κάποια άλλη Σχολή του πεδίου; (στα μηχανογραφικά των υποψηφίων ΟΠΑΣ του Λυκείου, όπου εργάζομαι, ούτε ένας μαθητής δε δήλωσε Σχολές Φιλολογίας -όχι ως πρώτη προτίμηση, αλλά ούτε ως εναλλακτική-). Στο «γιατί» η εύκολη απάντηση, αλλά -νομίζω- και ικανοποιητική, είναι ότι οι πτυχιούχοι της Φιλολογίας δε βρίσκουν δουλειά ή, αν βρουν, οι αποδοχές είναι πολύ μικρές και οι όροι εργασίας στα όρια της εκμετάλλευσης... Να θυμηθούμε δέκα χρόνια πίσω σε τι ύψη είχαν φτάσει οι βάσεις των Παιδαγωγικών τμημάτων ή τμημάτων Νηπιαγωγών, όταν θεσμοθετήθηκαν τα ολοήμερα και διορίζονταν άμεσα οι πτυχιούχοι των εν λόγω τμημάτων; Ας μην ξεχνάμε ότι η Σχολή Φιλολογίας είναι κατεξοχήν καθηγητική σχολή (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν άλλες επαγγελματικές διέξοδοι), ως εκ τούτου, οι εισακτέοι έχουν ως πρώτη σκέψη για την επαγγελματική τους καριέρα τη διδασκαλία.»
Το σχολείο δεν εμπνέει – και η Φιλολογία δεν εξαιρείται
«Περαιτέρω, οι συνθήκες στα σχολεία τα τελευταία χρόνια αποτρέπουν τους μαθητές από μια καριέρα στη διδασκαλία: “Σιγά μην τραβάω εγώ αυτά που βλέπω να τραβάνε οι καθηγητές μου!”, “Πώς αντέχετε;” Αυτά είναι τα λόγια που ακούγονται από τους ίδιους τους μαθητές. Έτσι, κατά την κρίσιμη στιγμή της επιλογής επαγγέλματος, ακόμη κι αν τα τεστ επαγγελματκού προσανατολισμού, στα οποία ολοένα και συχνότερα υποβάλλονται, τους υποδείξουν ως ταιριαστό επάγγελμα τη διδασκαλία, την απορρίπτουν. Τέλος, το ίδιο το πρόγραμμα σπουδών των φιλολογικών μαθημάτων στο Λύκειο είναι κατά την ομολογία των μαθητών βαρετό και εναπόκειται στην έμπνευση και το μεράκι του δασκάλου να δημιουργήσει τις συνθήκες ανταπόκρισης στο μάθημα ή ενεργεί ως “καμουτσίκι” ο τρόμος της Τράπεζας Θεμάτων... Συνεπώς, εμάς τους μάχιμους εδώ και 30 χρόνια φιλολόγους δε μας εκπλήσσει καθόλου η «βουτιά» των βάσεων στην αρχαιότερη Σχολή του ΕΚΠΑ. Αν θέλουμε μαθητές με κριτική σκέψη, που θα είναι εις θέση να ελέγχουν την αξιοπιστία των πηγών τους (από τα social έως το chatgpt και το claude) χρειάζεται αναβάθμιση της σχολικής πραγματικότητας.»
Οι Βάσεις 2025 μας δείχνουν την ανάγκη επανανοηματοδότησης της εκπαίδευσης
Σύμφωνα με την κα Γιαννούλη είναι επιτακτική ανάγκη όχι να «ρίξουμε τον πήχη», αλλά να μετακινήσουμε το επίκεντρο στο πραγματικό νόημα της εκπαίδευσης και να δώσουμε νέα πνοή στο πρόγραμμα σπουδών. «Δε χρειάζεται να διδάσκονται τα αρχαία για παράδειγμα από το πρωτότυπο. Γιατί να μην απολαμβάνουν οι μαθητές μας τα νοήματα των αρχαίων συγγραφέων από μετάφραση, γιατί να μην βλέπουν σε μια λογική “συγκριτικής φιλολογίας” τη σχέση του εμφυλίου στην Κέρκυρα με την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων του 20ού αι. στον εμφύλιο στο Βιετνάμ ή την επιβολή του καθεστώτος των Τριάκοντα εν σχέσει με διδκατατορίες του 20ού αι ή σύγχρονα ολοκληρωτικά καθεστώτα; Προσωπικώς έχω δώσει τέτοιες εργασίες στους μαθητές της Α' Λυκείου (στο πλαίσιο των δημιουργικών εργασιών που λειτουργούσαν πριν από κάποια χρόνια) και τα παιδιά δεν ήθελαν να χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα! Επίσης, εγώ, που έγινα φιλόλογος και αγαπώ την αρχαία ελληνική γλώσσα πάρα πολύ, σε όλο το Γυμνάσιο δε τη διδάχτηκα στο πρωτότυπο. Εκείνα τα χρόνια μόνο στο Λύκειο διδασκόμαστε αρχαία. Δε μου στοίχισε σε τίποτα, όπως δε θα στοιχίσει, κατά τη γνώμη μου σε τίποτα, αν αντικατασταθεί η εξοντωτική διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού με ετυμολογία και μπει η αρχαία ελληνική γλώσσα ως ειδικό μάθημα με υψηλό συντελεστή σε όσους θέλουν να εισαχθούν στις σχολές Φιλολογίας, όπως το σχέδιο για την Αρχιτεκτονική ή η ξένη γλώσσα για τις ξενόγλωσσες Φιλολογίες.»
Τονίζει την ανάγκη για καλύτερες αμοιβές στους εκπαιδευτικούς. «Αν η κοινωνία θεωρεί ότι για 5 ώρες εργασία και τόσες μέρες τον χρόνο διακοπές και πολλά παίρνουμε, ας βρεθεί ένας σοβαρός υπουργός Παιδείας να πει μεγαλόφωνα τι σημαίνει 5 ώρες διδασκαλίας, πώς διεθνείς έρευνες έχουν δείξει ότι μία ώρα διδασκαλίας ισούται με πολλές ώρες εργασίας σε άλλα επαγγέλματα. Κι αν πάλι η κοινωνία απαντήσει με παρρησία ότι ελάχιστοι δάσκαλοι εργάζονται και οι περισσότεροι λειτουργούν διεκπεραιωτικά ή χωρίς να τιμούν και τα λίγα χρήματα που παίρνουν, ας φροντίσουν να υπάρξει μια δίκαιη και ουσιαστική αξιολόγηση, ώστε να κλείσει και αυτά τα στόματα.)»
Παράλληλα θίγει και το ζήτημα των ψυχομετρικών τεστ όσων επιθυμούν να εργαστούν σε σχολεία και υποχρεωτική μετεκπαίδευση πάνω σε θέματα παιδαγωγικής. «Δεν είναι όλοι οι πτυχιούχοι καθηγητικών σχολών με στόφα δασκάλο. Όπως γίνονται ψυχομετρικά τεστ για άλλα “ευαίσθητα επαγγέλματα”, έτσι θα πρέπει να διασφαλίζεται, όσο γίνεται, και το ποιος μπαίνει να πλάσει ό,τι πολυτιμότερο έχουμε ως κοινωνία, τα παιδιά μας. Επίσης, τα νέα παιδιά που μπαίνουν στο λειτούργημα να έχουν δίπλα τους έναν “μέντορα” και να ασκούνται στην παιδαγωγική (ίσως είναι πολυτιμότερη της διδακτικής), ώστε να μαθαίνουν από εμπειρότερους πώς να χειριστούν τους εφήβους μαθητές τους αποτελεσματικότερα. Στο πλαίσιο αυτό σημαντική κρίνεται και η παιδαγωγική στην εκπαίδευση από το Νηπιαγωγείο σε συνδυασμό με υποχρεωτική φοίτηση των γονέων σε “Σχολές Γονέων”. Η εμπειρία μου ως δασκάλας -παλιότερα στο Γυμνάσιο και τώρα στο Λύκειο- είναι ότι συχνά η παιδαγωγική των οικογενειών συνοψίζεται σε ατάκες του τύπου «το δικό μου το παιδί!;», «εγώ το ξέρω το παιδί μου», σε διαρκή επιβράβευση χωρίς αντίστοιχα αποτελέσματα, σε βαθμοθηρία μόνο και μόνο, για να “κοιμόμαστε ήσυχοι” · έτσι, έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα απαξίωσης του δασκάλου και των μηχανισμών παιδαγωγικής του Σχολείου. Αυτά, σε συνδυασμό με την γενικότερη και ειδικότερη ατιμωρησία, διαμορφώνουν μια καθημερινότητα, που, πράγματι, κατά την ομολογία των ίδιων των μαθητών συνιστά ένα αποτρεπτικό περιβάλλον εργασίας.»
Η θέση της κας Γιαννούλη σίγουρα αποτελεί τροφή σκέψη καθώς φέρνει στο προσκήνιο μια σειρά ζητημάτων που είναι γνωστά στην εκπαιδευτική κοινότητα όμως δεν τυγχάνουν προβολής. Οι προτάσεις της απηχούν τις ανάγκες της Παιδείας και σίγουρα ο προβληματισμός ότι «αν δεν επενδύσουμε στην Παιδεία, ας μην απορούμε για την κατάρρευσή της» είναι εύλογος. Ο διάλογος για την κρίση των Φιλολογικών Τμημάτων έχει ξεκινήσει και ήδη οι πρώτες φωνές που τονίζουν ότι η απαξίωση της Φιλολογίας δεν είναι ηθική ή γνωστική – είναι πολιτική πληθαίνουν. Χαρακτηριστική είναι η άποψη εκπαιδευτικού που μας ανέφερε ότι «η θεαματική πτώση στις Φιλολογικές Σχολές είναι μόνο η αρχή και θα ακολουθήσουν και οι λοιπές παραδοσιακές σχολές καθώς πλέον η κοινωνία υποτιμά τον στοχασμό.»
































