Αυξητική πορεία εξακολουθούν να καταγράφουν οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του Δημοσίου, αναδεικνύοντας τις διαρθρωτικές δυσκολίες του συστήματος είσπραξης και τη συνεχιζόμενη συσσώρευση παλαιών και νέων οφειλών. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος Οκτωβρίου 2025 διαμορφώθηκε στα 112,5 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά περίπου 4,05 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει ότι, παρά τις παρεμβάσεις και τις ρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια, το πρόβλημα παραμένει ιδιαίτερα έντονο και συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες οφειλών και οφειλετών.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι σχεδόν το ένα τέταρτο του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό 24,28% ή περίπου 27,3 δισ. ευρώ, αφορά οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Πρόκειται για χρέη τα οποία, βάσει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, θεωρείται αντικειμενικά αδύνατο να εισπραχθούν, είτε λόγω οικονομικής αδυναμίας των οφειλετών είτε επειδή έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης. Παρά ταύτα, ακόμη και αν αφαιρεθεί αυτό το ποσό, το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο εξακολουθεί να υπερβαίνει τα 85 δισ. ευρώ, καταγράφοντας σημαντική αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η ανάλυση της προέλευσης των οφειλών δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου προέρχεται από φορολογικές υποχρεώσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε ποσοστό περίπου 61%. Στο πλαίσιο αυτό, κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν οι οφειλές από ΦΠΑ και φόρο εισοδήματος, ενώ σαφώς μικρότερη συμμετοχή έχουν οι φόροι στην περιουσία. Σημαντικό μερίδιο καταλαμβάνουν επίσης τα πρόστιμα, φορολογικά και μη, καθώς και οι μη φορολογικές οφειλές, όπως δάνεια, δικαστικά έξοδα και καταλογισμοί.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η έντονη συγκέντρωση του χρέους σε περιορισμένο αριθμό οφειλετών. Παρότι σχεδόν το 90% των οφειλετών έχει χρέη έως 10.000 ευρώ, το συνολικό ποσό που τους αναλογεί δεν ξεπερνά το 3,5% του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Αντίθετα, οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ συγκεντρώνουν περίπου τα τρία τέταρτα του συνολικού χρέους, παρά το γεγονός ότι αφορούν λιγότερο από το 0,3% των οφειλετών. Η εικόνα αυτή καταδεικνύει ότι η ουσιαστική βελτίωση των δημοσίων εσόδων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αντιμετώπιση των μεγάλων οφειλών.
Παράλληλα, διακριτή είναι η διαφοροποίηση μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων. Τα φυσικά πρόσωπα κυριαρχούν στις χαμηλές κατηγορίες οφειλής, ενώ στις υψηλές κατηγορίες, και ιδίως πάνω από το 1 εκατ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους προέρχεται από νομικά πρόσωπα. Η εξέλιξη αυτή εντείνει τον προβληματισμό για την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών ελέγχου και είσπραξης σε μεγάλες επιχειρηματικές οφειλές.
Τέλος, χαμηλή παραμένει η συμμετοχή των ρυθμισμένων οφειλών στο συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, καθώς μόλις το 4% περίπου των πραγματικών ληξιπρόθεσμων χρεών βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει ότι οι υφιστάμενες ρυθμίσεις είτε δεν κρίνονται επαρκώς ελκυστικές είτε δεν ανταποκρίνονται στις οικονομικές δυνατότητες σημαντικού μέρους των οφειλετών.































