Καταλύτη για μια βαθιά αναθεώρηση της δημοσιονομικής φιλοσοφίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αποτέλεσε η ελληνική κρίση χρέους, σύμφωνα με έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης (IEO) του ΔΝΤ, η οποία δόθηκε χθες στη δημοσιότητα και εξετάζει τις συστάσεις του Ταμείου στο σκέλος της δημοσιονομικής πολιτικής την περίοδο 2008–2023.
Η εμπειρία των διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής στην Ελλάδα, με τις παρατεταμένες υφεσιακές επιπτώσεις, την εκτίναξη της ανεργίας και τη δυσκολία επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης παρά τις εκτεταμένες περικοπές, ανέδειξε τα όρια μιας μονοδιάστατης προσέγγισης που έδινε προτεραιότητα στη δημοσιονομική εξυγίανση. Όπως σημειώνεται στην αξιολόγηση, η ελληνική περίπτωση συνέβαλε καθοριστικά στον εσωτερικό αναστοχασμό του ΔΝΤ για το κόστος της πρόωρης και υπερβολικής δημοσιονομικής σύσφιξης, την υποεκτίμηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών και την ανάγκη καλύτερης ισορροπίας μεταξύ σταθερότητας και ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη και τις κοινωνικές επιπτώσεις της προσαρμογής.
Τα διδάγματα ήταν κρίσιμα και για την ευρωζώνη συνολικά. Η κρίση ανέδειξε τους κινδύνους της συγχρονισμένης δημοσιονομικής σύσφιξης σε ένα περιβάλλον ασθενικής ζήτησης και περιορισμένων δυνατοτήτων νομισματικής πολιτικής, ενισχύοντας τη συνειδητοποίηση ότι η μακροοικονομική σταθερότητα δεν μπορεί να αποκοπεί από την ανάπτυξη. Σύμφωνα με την έκθεση, η εμπειρία αυτή συνέβαλε στη σταδιακή μετατόπιση του ΔΝΤ προς μια πιο ευέλικτη και ρεαλιστική δημοσιονομική προσέγγιση, με μεγαλύτερη έμφαση στον οικονομικό κύκλο, στον ρυθμό και στη σύνθεση της προσαρμογής, καθώς και στη διατήρηση κρίσιμων κοινωνικών δαπανών.
Η αξιολόγηση καταγράφει ότι το ΔΝΤ διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών τόσο κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης όσο και στην πανδημία COVID-19, υποστηρίζοντας την ανάγκη ισχυρής δημοσιονομικής παρέμβασης όταν η νομισματική πολιτική είχε περιορισμένα περιθώρια δράσης. Παράλληλα, το Ταμείο επιχείρησε να ισορροπήσει τη στήριξη της ανάπτυξης με τη διατήρηση της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής αξιοπιστίας, ζητώντας σταδιακή και αξιόπιστη προσαρμογή μετά το πέρας των κρίσεων.
Στο επίπεδο των εργαλείων, η έκθεση αναγνωρίζει πρόοδο, ιδίως μέσω των αναβαθμισμένων αναλύσεων βιωσιμότητας χρέους και της αυξημένης προσοχής στους κινδύνους ρευστότητας. Ωστόσο, επισημαίνει και αδυναμίες, καθώς σε πολλές χώρες –κυρίως αναδυόμενες και χαμηλού εισοδήματος– οι συστάσεις παρέμειναν πιο αυστηρές, με έμφαση στη δημοσιονομική σύσφιξη, ενώ η ανάλυση των επιπτώσεων στην ανάπτυξη και στις κοινωνικές ανισότητες δεν ήταν πάντα επαρκής ή ποσοτικοποιημένη. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη σταδιακή ενσωμάτωση θεμάτων όπως η κοινωνική δαπάνη, η κλιματική αλλαγή και η ισότητα των φύλων στη δημοσιονομική επιτήρηση του Ταμείου. Παρότι οι τομείς αυτοί αναγνωρίζονται πλέον ως μακροοικονομικά κρίσιμοι, η έκθεση σημειώνει ότι συχνά δεν αποτιμάται με σαφήνεια ο τρόπος με τον οποίο οι σχετικές πολιτικές επηρεάζουν τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Το IEO καταλήγει σε τέσσερις βασικές συστάσεις που αντανακλούν τη μετατόπιση του ΔΝΤ από μια στενή λογική λιτότητας προς μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση μεταξύ σταθερότητας, ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Κεντρική σύσταση είναι η ανάγκη το Ταμείο να διατυπώνει σαφή και συγκεκριμένη καθοδήγηση για τη δημοσιονομική στάση κάθε χώρας, ιδίως σε περιόδους κρίσης, ώστε να αποφεύγονται πολιτικές υπερβολές όπως εκείνες που παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Παράλληλα, ζητείται πιο συστηματική αξιοποίηση και περαιτέρω ενίσχυση των αναλυτικών εργαλείων, με μεγαλύτερη έμφαση στους κινδύνους ρευστότητας, στη ρεαλιστικότητα των μακροοικονομικών προβολών και στην ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής στην ανάπτυξη. Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης τη σημασία της έγκαιρης και προληπτικής καθοδήγησης για τη διαχείριση του χρέους και των δημοσιονομικών κινδύνων, ώστε να αποφεύγονται απότομες και κοινωνικά επώδυνες προσαρμογές.
Τέλος, το IEO καλεί το ΔΝΤ να αναδεικνύει πιο ξεκάθαρα τα ανταλλάγματα μεταξύ μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και δημοσιονομικής σταθερότητας, ενσωματώνοντας συστηματικά στις αναλύσεις του τις ανάγκες για κοινωνικές δαπάνες, δημόσιες επενδύσεις, κλιματική πολιτική και ισότητα. Όπως επισημαίνεται, όταν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί είναι δεσμευτικοί, το Ταμείο οφείλει να προτείνει ρεαλιστικές επιλογές για τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου, αντί για γενικές εκκλήσεις προσαρμογής.



































