Σαφές μήνυμα δημοσιονομικής πειθαρχίας απέναντι στις αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες έστειλε ο επικεφαλής Δημοσιονομικών Υποθέσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Βίτορ Γκασπάρ, στο πλαίσιο της Εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ. Ο Γκασπάρ ανέδειξε ότι οι δαπάνες για ασφάλεια και άμυνα συνιστούν μία από τις σημαντικότερες πηγές πίεσης στους κρατικούς προϋπολογισμούς και προειδοποίησε πως η αύξησή τους πρέπει να γίνεται με τρόπο που να διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
«Μία από τις πιέσεις που επισημαίνουμε στις δημόσιες δαπάνες αφορά ακριβώς τις δαπάνες για ασφάλεια και άμυνα, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ενταχθεί σε ένα πλαίσιο συμβατό με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η διαδικασία για την επίτευξη αυτού του στόχου στην Ευρώπη βρίσκεται σε εξέλιξη. Η Ευρώπη διαθέτει ένα πολύ ισχυρό δημοσιονομικό πλαίσιο με κανόνες και διαδικασίες. Πιστεύουμε ότι το ευρωπαϊκό αυτό σύνολο κανόνων και διαδικασιών θα διασφαλίσει τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και θα συμβάλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο αξιωματούχος του ΔΝΤ.
Για την Ελλάδα, που βρίσκεται στο μέσον ενός από τα μεγαλύτερα εξοπλιστικά προγράμματα της τελευταίας 20ετίας, το μήνυμα του Ταμείου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Η χώρα καλείται να κινηθεί με αυστηρό σχεδιασμό, διασφαλίζοντας προβλεψιμότητα στη χρηματοδότηση και διαφάνεια στην εκτέλεση, χωρίς να εκτροχιάζονται οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα ούτε να συμπιέζονται κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες.
Ο κυβερνητικός σχεδιασμός προβλέπει αύξηση του πλαισίου αμυντικών προμηθειών για την περίοδο 2025–2036 στα περίπου 30 δισ. ευρώ (αξιοποιώντας και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE). Οι ετήσιες παραλαβές αναμένεται να ξεκινήσουν από τα 2,3 δισ. ευρώ το 2026 και να αγγίξουν τα 2,6 δισ. ευρώ μετά το 2028. Η ενίσχυση αυτή στοχεύει στη βελτίωση της αποτρεπτικής ισχύος και της επιχειρησιακής διαθεσιμότητας των Ενόπλων Δυνάμεων, ωστόσο συνοδεύεται από σημαντικές προκλήσεις που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα, την προτεραιοποίηση και την «εγχώρια προστιθέμενη αξία».
Η Ελλάδα καλείται να ιεραρχήσει με ρεαλισμό τις ανάγκες της: να αποφασίσει τι πρέπει να προχωρήσει πρώτο και τι μπορεί να αναβληθεί, να καλύψει επιχειρησιακά κενά μέσω στοχευμένων αναβαθμίσεων υπαρχόντων μέσων και να επενδύσει σε κρίσιμες τεχνολογίες. Παράλληλα, η στρατηγική πρέπει να αποσκοπεί στη μείωση των εξαρτήσεων από ξένους προμηθευτές και στη θωράκιση απέναντι σε καθυστερήσεις που προκαλούν διεθνείς πιέσεις στην παραγωγή.
Σε αυτό το σημείο ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά και η εγχώρια βιομηχανική διάσταση των εξοπλισμών. Κάθε μεγάλη προμήθεια θα πρέπει να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να μεταφέρει τεχνογνωσία και να ενισχύει τη βιωσιμότητα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας – από την ΕΑΒ και τα ναυπηγεία έως τις εταιρείες ηλεκτρονικών, drones και πυραυλικών υποσυστημάτων. Οι συμπαραγωγές, τα ουσιαστικά offsets, οι συμβάσεις υποστήριξης εντός Ελλάδας και η ενεργή συμμετοχή στη συντήρηση και το λογισμικό οφείλουν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συμφωνιών, ώστε οι επενδύσεις στην άμυνα να μεταφράζονται όχι μόνο σε στρατιωτική ισχύ αλλά και σε βιομηχανική και τεχνολογική ενδυνάμωση της χώρας.





























