Market Maven

Τα ελληνικά «Utilities» στο ραντάρ ξένων επενδυτικών οίκων, το αναδρομικό νομοθετικό «tunning» για τις δημόσιες προτάσεις, το ενημερωτικό δελτίο του Euronext και η αύξηση των ακάλυπτων επιταγών

Τα ελληνικά «Utilities» στο ραντάρ ξένων επενδυτικών οίκων, το αναδρομικό νομοθετικό «tunning» για τις δημόσιες προτάσεις, το ενημερωτικό δελτίο του Euronext και η αύξηση των ακάλυπτων επιταγών Φωτογραφία: Aris Oikonomou / SOOC
Ενδιαφέρον για τα ελληνικά «Utilities»

Πλήθος συναντήσεων με επενδυτικούς τραπεζίτες έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία 24ωρα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης στην Ουάσιγκτον στο περιθώριο της Ετήσιας Συνόδου του ΔΝΤ. Στις συναντήσεις συνοδεύεται από τον Μιχάλη Αργυρού, τον προϊστάμενο του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού, και τον επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) Δημήτρη Τσάκωνα. BlackRock, JP Morgan, Goldman Sachs, είναι κάποιες από τις επενδυτικές φίρμες με τις οποίες συναντήθηκε ο υπουργός. Μαθαίνουμε πως οι επενδυτικοί τραπεζίτες ανέφεραν στις συναντήσεις τη λέξη «Utilities»: δηλαδή έδειξαν ενδιαφέρον για τις ελληνικές εταιρείες κοινής ωφελείας, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη διαχείριση συστημάτων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, την ύδρευση και την αποχέτευση. Οι επενδυτικοί τραπεζίτες έχουν εμπειρία από «Utilities», και ξέρουν πως υπό προϋποθέσεις προσφέρουν σταθερές ταμειακές ροές και ελκυστικές μερισματικές αποδόσεις. Το εάν αυτό το ενδιαφέρον μεταφραστεί σε συγκεκριμένες επενδυτικές κινήσεις, αναμένεται να φανεί τους επόμενους μήνες.

Διευθέτηση έως τον Απρίλιο

Εντός έξι μηνών αναμένεται να διευθετηθεί το θέμα των GDP-linked warrants στο οποίο αναφέρθηκε χθες η στήλη. Πηγές με γνώση της διαδικασίας αναφέρουν ότι έως τον Απρίλιο εκτιμάται πως η υπόθεση θα έχει τελεσφορήσει. Σε αυτό θα συμβάλει μια ανεξάρτητη πραγματογνωμοσύνη που θα προσφέρει τεχνική και οικονομική τεκμηρίωση για την αποτίμηση των τίτλων. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα συμβάλει καθοριστικά στην επίλυση των εκκρεμοτήτων και στην αξιολόγηση της νομιμότητας της επαναγοράς των τίτλων, επιταχύνοντας τη δικαστική κρίση που θα καθυστερούσε λόγω της αποχώρησης των δικηγόρων της Wilmington Trust, της εταιρείας που λειτουργεί ως διαχειριστής των τίτλων και κυρίως λόγω της απροθυμίας των επενδυτών να καλύψουν τα έξοδα εκπροσώπησης. Είναι κάτι περισσότερο από αστείο ότι οι επενδυτές, οι οποίοι αμφισβήτησαν τόσο τη νομιμότητα της διαδικασίας όσο και τον τρόπο υπολογισμού της τιμής εξαγοράς των GDP-linked warrants από το Ελληνικό Δημόσιο, δεν διέθεσαν καν χρήματα για να έχουν δικηγόρο στο βρετανικό δικαστήριο, στο οποίο προσέφυγε η Ελλάδα.

Οι αλλαγές στις δημόσιες προτάσεις

Σε μια ρηχή χρηματιστηριακή αγορά, όπως η ελληνική, όπου η εμπιστοσύνη είναι διαρκώς το ζητούμενο, κάθε νομοθετική παρέμβαση που αγγίζει τον πυρήνα της χρηματιστηριακής λειτουργίας οφείλει να σταθμίζεται με προσοχή. Το λέμε αυτό διότι οι αιφνίδιες αλλαγές που έφερε η κυβέρνηση στο θεσμικό πλαίσιο για τις δημόσιες προτάσεις και τις διαγραφές εταιρειών από το Χρηματιστήριο της Αθήνας, μέσω μιας τροπολογίας που κατατέθηκε «στα κρυφά» σε νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, χωρίς να υπάρξει διαβούλευση και κυρίως με αναδρομική ισχύ, αντί να ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας των επενδυτών, φαίνεται να κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Με απλά λόγια: μέχρι και την 1η Οκτωβρίου εκείνος που υπέβαλε πρόταση εξαγοράς μετοχών στο Χρηματιστήριο μπορούσε να βελτιώσει την προσφορά, δηλαδή να αυξήσει το τίμημα που προσφέρει ανά μετοχή, ενισχύοντας τη θέση των μικρομετόχων. Με τη νέα διατύπωση του νόμου, όμως, αποκτά τη δυνατότητα να «αναθεωρήσει» το προσφερόμενο ποσό, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί όχι μόνο να το αυξήσει, αλλά και να το μειώσει. Η φαινομενικά τεχνική αυτή αλλαγή έχει βαθιά επίπτωση: οι μικροεπενδυτές που περίμεναν μια πιθανή αναβάθμιση της προσφοράς ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με χαμηλότερο τίμημα από το αρχικό. Εξίσου ανησυχητική θεωρείται η νέα ρύθμιση που αφορά τις διαγραφές εταιρειών από το Χρηματιστήριο. Με βάση το νέο πλαίσιο, μια εισηγμένη εταιρεία μπορεί πλέον να αποχωρήσει από το ταμπλό με απλή πλειοψηφία των μετόχων, αρκεί να προσφερθούν ως αντάλλαγμα μετοχές άλλης εταιρείας εισηγμένης σε χρηματιστήριο της Ελλάδας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, μέχρι πρότινος, η διαγραφή απαιτούσε τη σύμφωνη γνώμη του 95% των μετόχων — ένα υψηλό ποσοστό που διασφάλιζε τη συναίνεση και την προστασία των μικροεπενδυτών. Η νέα διάταξη, αντίθετα, αποδυναμώνει ουσιαστικά τους μικρομετόχους, καθώς επιτρέπει σε έναν στρατηγικό επενδυτή ή μια ξένη εταιρεία να αποκτήσει πλειοψηφικό πακέτο και να οδηγήσει τη θυγατρική της εκτός Χρηματιστηρίου, προσφέροντας στους υπόλοιπους μετόχους μετοχές εισηγμένες, για παράδειγμα, στο Άμστερνταμ. Για έναν απλό επενδυτή, που τοποθέτησε τις αποταμιεύσεις του σε μια ελληνική μετοχή, οι νέες ρυθμίσεις δεν είναι απλώς ένα «τεχνικό» ή νομικό ζήτημα — έχουν άμεσες και ουσιαστικές συνέπειες στην επένδυσή του και στην αίσθηση ασφάλειας που θα έπρεπε να του προσφέρει η αγορά. Πρακτικά, ο μικρομέτοχος που πίστεψε σε μια ελληνική εισηγμένη εταιρεία μπορεί, χωρίς να το επιλέξει ο ίδιος, να βρεθεί σε λίγο καιρό κάτοχος μιας εντελώς διαφορετικής μετοχής — μιας ξένης εταιρείας, εισηγμένης σε άλλο χρηματιστήριο, με διαφορετικούς κανόνες, εποπτεία και ρίσκο. Τέλος, οι νομοθετικές αλλαγές δημιουργούν νέα δεδομένα, όχι μόνο για τους μικρομετόχους, αλλά και για τους λεγόμενους hold-out επενδυτές, δηλαδή εκείνους που επιλέγουν να μην αποδεχθούν μια δημόσια πρόταση, κρατώντας τις μετοχές τους με την προσδοκία βελτίωσης των όρων ή με στόχο τη διατήρηση συμμετοχής στην εταιρεία.

Η «σύμπτωση» με την FTSE Russell

Όταν το κράτος αλλάζει τους κανόνες εν κινήσει δίνει το λάθος παράδειγμα: ότι η αγορά είναι ένα πεδίο όπου οι κανόνες γράφονται ανάλογα με το ποιος βρίσκεται στο τιμόνι. Το ειρωνικό είναι πως η αναδρομική τροπολογία για τις δημόσιες προτάσεις κατατέθηκε στις 7 Οκτωβρίου στη Βουλή, την ίδια ημέρα δηλαδή που ο οίκος FTSE Russell ανακοίνωσε την απόφασή του να αναβαθμίσει το Χρηματιστήριο Αθηνών στις ανεπτυγμένες αγορές το 2026. Ο FTSE Russell αναγνώρισε ότι η Ελλάδα έχει πλέον «θεσμική ωριμότητα», βάθος αγοράς και κανόνες που συμβαδίζουν με τις διεθνείς πρακτικές. Η αναβάθμιση σημαίνει χαμηλότερο αντιληπτό ρίσκο, μεγαλύτερη προβολή, και ευκολότερη πρόσβαση σε κεφάλαια. Όμως, η αναδρομική νομοθετική αλλαγή που επιτρέπει να αναθεωρείται (και όχι μόνο να βελτιώνεται) το τίμημα μιας δημόσιας πρότασης, καθώς και η δυνατότητα διαγραφής εταιρειών με απλή πλειοψηφία, στέλνει το ακριβώς αντίθετο μήνυμα: ότι το θεσμικό πλαίσιο μπορεί να προσαρμόζεται ad hoc, χωρίς επαρκή διαβούλευση, με τρόπο που ενισχύει την ισχύ των μεγαλομετόχων εις βάρος της μειοψηφίας. Η εμπιστοσύνη των επενδυτών δεν χτίζεται μόνο με οικονομικούς δείκτες· χτίζεται με κανόνες σταθερούς, προβλέψιμους και ίδιους για όλους. Όταν, λοιπόν, αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο ένας επενδυτής μπορεί να προστατεύσει το κεφάλαιό του — ή όταν η συμμετοχή του σε μια εταιρεία μπορεί να μετατραπεί, χωρίς συναίνεση, σε μετοχές μιας άλλης εισηγμένης — τότε η Ελλάδα κινδυνεύει να φανεί αναξιόπιστη ακριβώς τη στιγμή που προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο. Αντί να θεσπίζονται νόμοι που αιφνιδιάζουν, η Κυβέρνηση θα έπρεπε να επιδιώξει διαφάνεια, διαβούλευση και προβλεψιμότητα. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των ανεπτυγμένων αγορών. Η ουσία δεν είναι να «φαίνεσαι ανεπτυγμένος», αλλά να λειτουργείς ως τέτοιος.

Το ενημερωτικό δελτίο

Οι προαναφερόμενες αλλαγές αφορούν αμιγώς τη δημόσια πρόταση του Euronext για την Ελληνικά Χρηματιστήρια. Χθες το ΔΣ της ΕΧΑΕ χαρακτήρισε δίκαιο και εύλογο για τους κατόχους των μετόχων το τίμημα της δημόσιας πρότασης (20 μετοχές ΕΧΑΕ έναντι 1 μετοχής της Euronext). Ωστόσο οι αναδρομικές αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο για τις δημόσιες προτάσεις κατέδειξαν πως όσοι είναι υπέρ της διαδικασίας θέλουν να την «κλειδώσουν» ανεξάρτητα της άποψης περί δίκαιου και εύλογου . Υπάρχουν απόψεις εντός της αγοράς που αναφέρουν πως η Euronext θα πρέπει να εκδώσει επικαιροποιημένο ή συμπληρωματικό ενημερωτικό δελτίο, προκειμένου να ενημερωθεί πλήρως το επενδυτικό κοινό για τις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο. Ο λόγος είναι ότι η αναδρομική ισχύς του νέου νόμου από την 1η Οκτωβρίου καθιστά το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο εγκρίθηκε στις 3 Οκτωβρίου, μη πλήρως συμβατό με το ισχύον νομικό καθεστώς. Με βάση τη νέα διάταξη, η Euronext αποκτά πλέον τη δυνατότητα να τροποποιήσει το προσφερόμενο τίμημα – είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω – έως και πέντε ημέρες πριν από τη λήξη της δημόσιας πρότασης, ακόμη και αν αυτή η δυνατότητα δεν προβλέπεται ρητά στο εγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο. Οι μέτοχοι της ΕΧΑΕ δεν είχαν ενημερωθεί επαρκώς για αυτή την αλλαγή, γεγονός που εγείρει ζητήματα διαφάνειας και πληρότητας της ενημέρωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δόθηκε βάσει του παλαιού άρθρου 18 του Ν. 3461/2006, το οποίο προέβλεπε ότι ο προτείνων μπορούσε να «βελτιώσει» – δηλαδή να αυξήσει – το τίμημα. Μετά την πρόσφατη τροποποίηση, η λέξη αντικαταστάθηκε με τον όρο «αναθεωρήσει», ο οποίος επιτρέπει και μείωση του προσφερόμενου ποσού. Συνεπώς, το ενημερωτικό δελτίο της Euronext δεν αντανακλά πιστά το νέο νομικό περιεχόμενο και ενδέχεται να παραπλανά έμμεσα τους μετόχους ως προς το εύρος των επιλογών που διαθέτει ο προτείνων. Πάντως, υπάρχουν άλλες φωνές που αναφέρουν πως λόγο της διατύπωσης της διάταξης αυτό δεν είναι απαραίτητο και πως η Euronext δεν θα υποχρεωθεί να καταθέσει επικαιροποιημένο ή συμπληρωματικό ενημερωτικό δελτίο. Σύμφωνα με πληροφορίες, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής αναμένεται να συνεδριάσει τις επόμενες ημέρες σε απαρτία, προκειμένου να αξιολογήσει την κατάσταση.

Η συνέντευξη Boujnah

Για όλα τα παραπάνω ζητήματα και ακόμη περισσότερα αναμένεται να ερωτηθεί ο Stéphane Boujnah, ο διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Euronext, στην συνέντευξη Τύπου που θα παραχωρήσει τη Δευτέρα 30 Οκτωβρίου, στις 11 το πρωί, στην Αίγλη Ζαππείου. Αυτό που ενδιαφέρει την αγορά είναι το εάν θα δώσει κάποια ένδειξη πως προτίθεται στο τέλος να βελτιώσει το τίμημα της προσφοράς ή όχι. Αν το είχε κάνει εξ αρχής από το καλοκαίρι και εάν είχε προσφέρει μετρητά και μετοχές στους μετόχους της ΕΧΑΕ, η διαδικασία θα είχε πάρει ήδη το δρόμο της και δεν θα χρειαζόταν αναδρομικό νομοθετικό «tunning» εκ μέρους της κυβέρνησης.

Οι ακάλυπτες επιταγές

Ανοδικές τάσεις παρουσίασαν τόσο οι ακάλυπτες επιταγές όσο και οι απλήρωτες συναλλαγματικές στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2025, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τειρεσίας., αποτυπώνοντας την επιδείνωση της ρευστότητας στην αγορά και τη δυσκολία των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Ειδικότερα, οι ακάλυπτες επιταγές στο εννεάμηνο του έτους ανήλθαν σε 3.208, συνολικής αξίας 57,76 εκατ. ευρώ. Τον Σεπτέμβριο σημειώθηκε αύξηση στον αριθμό των ακάλυπτων επιταγών σε σχέση με τον Αύγουστο, ενώ η αξία τους ενισχύθηκε οριακά. Σε ετήσια βάση, συγκρίνοντας τον Σεπτέμβριο του 2025 με τον αντίστοιχο μήνα του 2024, παρατηρείται ξανά άνοδος στον αριθμό των επιταγών. Αντίστοιχα, οι απλήρωτες συναλλαγματικές κατέγραψαν σημαντική άνοδο μέσα στο 2025. Στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου εκδόθηκαν συνολικά 4.573 συναλλαγματικές που δεν εξοφλήθηκαν, συνολικής αξίας 10,4 εκατ. ευρώ. Τον Σεπτέμβριο σημειώθηκε η υψηλότερη επίδοση του έτους, με 675 τεμάχια αξίας 1,59 εκατ. ευρώ, έναντι 557 συναλλαγματικών αξίας 1,32 εκατ. ευρώ τον Αύγουστο. Η αξία των απλήρωτων συναλλαγματικών αυξήθηκε έτσι κατά περίπου 21% σε μηνιαία βάση, ενώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024 η συνολική αξία τους εμφανίζει άνοδο περίπου 10%. Η ανοδική πορεία των δύο δεικτών φανερώνει τις αυξανόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζει κομμάτι της αγοράς.

Αποποίηση Ευθύνης

Το περιεχόμενο και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη στήλη Market Maven προσφέρονται προς τους επισκέπτες/τριες/χρήστες/τριες της αποκλειστικά και μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς, δεν δύνανται σε καμιά περίπτωση να εκληφθούν ως προτροπή, προσφορά, άποψη ή σύσταση της στήλης για αγορά ή πώληση οποιουδήποτε χρεογράφου και δεν συνθέτουν νομική, φορολογική, λογιστική, ή επενδυτική συμβουλή ή υπηρεσία σχετικά με την αποδοτικότητα ή καταλληλότητα οποιουδήποτε χρεογράφου ή επένδυσης. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται ουδεμία ευθύνη για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.