Συνολικά 39 συλλήψεις σε διάφορες περιοχές της χώρας πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο εξάρθρωσης υπόθεσης αρχαιοκαπηλίας.
Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, στο πλαίσιο διεθνικής αστυνομικής επιχείρησης από τους αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Πατρών, με την συνδρομή των κατά τόπο αστυνομικών δυνάμεων στο Μόναχο και στη Θεσσαλονίκη, στη Ρόδο, στο Αγρίνιο, στη Βόνιτσα, στο Μεσολόγγι, στην Πρέβεζα, στη Καρδίτσα, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στη Λαμία, στη Λειβαδιά, στον Πολύγυρο Χαλκιδικής, στην Ιερισσό Χαλκιδικής, στη Καβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα και στην Αλεξανδρούπολη με την συνδρομή των κατά τόπο αστυνομικών δυνάμεων συνελήφθησαν συνολικά 39 άτομα.
Σύμφωνα με την αστυνομία σε βάρος των συλληφθέντων σχηματίσθηκαν δικογραφίες «για τα κατά περίπτωση αδικήματα της συγκρότησης, της ένταξης ως μέλη σε δομημένη με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα, που επεδίωκαν την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων, που προβλέπονται και τιμωρούνται από την νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, τον Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, υπεξαίρεση αρχαίων μνημείων κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και συνήθεια, κατά μόνας και από κοινού, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος με αντικείμενο αρχαίο μνημείο που ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και από κοινού, τετελεσμένη και σε απόπειρα, παράνομη αρχαιολογική ανασκαφή κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια από κοινού και κατά μόνας, παράνομη αρχαιολογική έρευνα με την χρήση μηχανημάτων διασκόπησης εδάφους από κοινού και κατά μονάς, χρήση ανιχνευτή μετάλλων χωρίς άδεια κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, πρόληψη και καταστολή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και παράβαση του νόμου περί όπλων.
Η πρώτη εγκληματική οργάνωση
Η πρώτη εγκληματική οργάνωση μετρούσε συνολικά 36 μέλη και εκ των οποίων συνελήφθησαν τα 32 στην Ελλάδα ενώ αναζητούνται ακόμα 4 σε Γερμανία και Ελλάδα. Τα στοιχεία των 4 έχουν ταυτοποιηθεί πλήρως.
Στο πλαίσιο της έρευνας ταυτοποιήθηκαν τα πλήρη στοιχεία ακόμη 11 κατηγορούμενων σε βάρος των οποίων σχηματίσθηκαν δικογραφίες για κατά περίπτωση αδικήματα της παραβίασης του Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, της υπεξαίρεσης αρχαίων μνημείων κατά μόνας και από κοινού, της αποδοχή και της διάθεση προϊόντων εγκλήματος με αντικείμενο αρχαίο μνημείο που ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου από κοινού, τετελεσμένη και σε απόπειρα.
Σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα από το 2022, οι κατηγορούμενοι δραστηριοποιήθηκαν πανελλαδικά, συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε εγκληματική οργάνωση με διεθνικό χαρακτήρα, ιεραρχική δομή, εσωτερική διάρθρωση, διαρκή δραστηριότητα και συγκεκριμένη μεθοδολογία. Παράλληλα, ταυτοποιήθηκε ο διεθνικός χαρακτήρας του εγκληματικού κυκλώματος καθώς τα αρχαία μνημεία και αντικείμενα κατέληξαν στο εξωτερικό, είτε σε συνεργούς τους είτε σε γνωστούς οίκους δημοπρασιών που δραστηριοποιούνται στην Γερμανία και στις Η.Π.Α.
Στο πλαίσιο της προανάκριση και μετά από αίτημα για την παροχή δικαστικής συνδρομής στις Η.Π.Α., αίτημα Ευρωπαϊκής Εντολής Ερευνάς στην Γερμανία και άρση τραπεζικού απορρήτου, προέκυψε ότι τα μέλη της πρώτης εγκληματικής οργάνωσης διέπραξαν τουλάχιστον 130 αξιόποινες πράξεις σε βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Πώς δρούσαν οι αρχαιοκάπηλοι
Στο κατώτερο στάδιο ιεραρχίας του κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας, βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι, που είτε μεμονωμένα είτε οργανωμένα σε υποομάδες, με την χρήση κατάλληλων μηχανημάτων ανίχνευσης υπεδάφους και σκαπτικών εργαλείων έκαναν παράνομες ανασκαφές και έρευνες με σκοπό την αποκάλυψη και κλοπή αρχαιολογικών ευρημάτων. Με την χρήση των ανιχνευτών μετάλλων που κατείχαν οι κατηγορούμενοι, πραγματοποιούσαν έρευνες κατά τις οποίες αποκάλυπταν και αφαιρούσαν μεταλλικά αρχαία αντικείμενα κυρίως αρχαία νομίσματα.
Στο επόμενο σκαλί της ιεραρχίας βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι στους οποίους επιδεικνύονται αρχικά τα παράνομα αρχαιολογικά ευρήματα είτε δια ζώσης είτε σε φωτογραφίες. Αυτοί στη συνέχεια όριζαν την αρχική εκτίμηση της αξίας τους και μετά προχωρούσαν στη διάθεση και πώλησή τους. Οι μεσάζοντες έχοντας εκτιμήσει την αξία των αρχαίων αντικειμένων, έρχονταν σε επαφή με τον υποψήφιο αγοραστή με τον οποίο συνεργάζονταν, του περιέγραφαν κωδικοποιημένα τις αρχαιότητες ή του έστελναν φωτογραφίες αυτών μέσω διαδικτυακών εφαρμογών επικοινωνίας και αν οι δύο πλευρές συμφωνούσαν στην προσφερόμενη τιμή, ολοκλήρωναν την αγοραπωλησία.
Στο υψηλότερο στάδιο ιεραρχίας, βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι που αγόραζαν τις αρχαιότητες τις οποίες αφού συγκέντρωναν, τις εξήγαγαν από την Ελλάδα και τις παρέδιδαν σε οίκους δημοπρασιών ή σε συνεργούς τους με σκοπό την διάθεσή τους. Αυτοί οι κατηγορούμενοι είχαν αποκτήσει εξειδικευμένες αρχαιολογικές γνώσεις σχετικά με την χρονολόγηση τους, τους τύπους των παραστάσεων που φέρουν μερικά από αυτά και την αξία αντίστοιχων αντικειμένων που έχουν διακινηθεί στο παρελθόν ως σημείο αναφορά. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχαιοτήτων που αγόραζαν, ήταν αρχαία νομίσματα και γενικά μικρά αντικείμενα, τα οποία πωλούνταν στο εξωτερικό κυρίως σε οίκους δημοπρασίας.
Η επικοινωνία μεταξύ των μελών πραγματοποιούνταν κυρίως μέσω συναντήσεων σε προκαθορισμένα σημεία, ενώ σε τηλεφωνικές συνομιλίες χρησιμοποιούσαν κωδικοποιημένες εκφράσεις και ορολογία.
Σε έναν οίκο δημοπρασίας εξωτερικού διαπιστώθηκε να εργάζεται Έλληνας, ο οποίος έχει συλληφθεί κατά το παρελθόν στην Ελλάδα για αρχαιοκαπηλία και μέσω αυτού διακινούνται τα αρχαία νομίσματα.
Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση
Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση αποτελείται συνολικά από 10 μέλη. Από αυτά συνελήφθησαν τα 7 στην Ελλάδα και αναζητούνται ακόμη 3 μέλη της, τα πλήρη στοιχεία των οποίων έχουν ταυτοποιηθεί. Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση δραστηριοποιούνταν από το Δεκέμβριο του 2023 σε περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης και μερικά από τα μέλη της, είχαν απασχολήσει και στο παρελθόν γα αντίστοιχα εγκλήματα.
Οι αρχαιοκάπηλοι συγκέντρωναν αρχαία αντικείμενα από την Ελλάδα και στη συνέχεια τα διέθεταν στο εξωτερικό. Όλα τα αρχαία συγκεντρώνονταν από τον αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης και στη συνέχεια διατίθεντο στο εξωτερικό. Στην υπόθεση αυτή διαπιστώθηκε η εμπλοκή δύο οίκων δημοπρασιών.
Στο πλαίσιο της προανάκρισης προέκυψε ότι τα μέλη της Β’ Εγκληματικής Οργάνωσης, διέπραξαν τουλάχιστον 49 πράξεις σε βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Από τις έρευνες συνολικά κατασχέθηκαν:
-1.800 αρχαιολογικά ευρήματα, στα οποία περιέχονται πλήθος νομισμάτων διάφορων περιόδων και εκδόσεων, ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα ειδώλια, καθώς και διάφορα αντικείμενα υπό μορφή αρχαίων προσωπείων και περικεφαλαίων. Τα 800 εντοπίστηκαν σε έρευνες στη Γερμανία.
-8 όπλα (πιστόλια, περίστροφο, πολεμικό όπλο, κυνηγετικό),
-1.300 φυσίγγια διαφόρων διαμετρημάτων,
- 80.000 ευρώ μετρητά,
- 135.000 ευρώ δεσμεύτηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμού
-1 τραπεζική θυρίδα,
- 46- συσκευές ανίχνευσης μεταλλικών αντικειμένων,
-10 οχήματα.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα βρίσκονται υπό μακροσκοπική εξέταση από υπαλλήλους της αρμόδιας Εφορίας Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, οι οποίοι θα αποφανθούν σε μεταγενέστερο χρόνο για την ακριβή αρχαιολογική τους αξία.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.





























