Τρεις εγκληματικές οργανώσεις με πεδίο δράσης την αρχαιοκαπηλία εξαρθρώθηκαν από τις αρχές. Συνολικά συνελήφθησαν 23 άτομα, τα οποία οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.
Σύμφωνα με την υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος εξαρθρώθηκαν 3 εγκληματικές οργανώσεις, τα μέλη των οποίων δραστηριοποιούνταν στην υπεξαίρεση αρχαίων μνημείων, στην αποδοχή και διάθεση μνημείων, που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος και στην παράνομη εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών, με σκοπό την πώληση, σε περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας καθώς και της Θεσσαλίας.
Οι οργανώσεις εξαρθρώθηκαν μετά από μεγάλη αστυνομική επιχείρηση την Πέμπτη 13 Μαρτίου, με τη συμμετοχή αστυνομικών της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και τη συνδρομή των Διευθύνσεων Αστυνομίας Κιλκίς, Σερρών, Ημαθίας, Χαλκιδικής, Φλώρινας, Κοζάνης, Λάρισας, Καρδίτσας, Δράμας, Αρκαδίας και του Τμήματος Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος.
Είχε προηγηθεί πολύμηνη προανακριτική έρευνα, από την οποία προέκυψε η διαρθρωτική δομή των εγκληματικών οργανώσεων και ο τρόπος δράσης τους. Οι οργανώσεις εικάζεται ότι ξεκίνησαν τη δράση τους τον Σεπτέμβριο του 2024, ενώ για την υπόθεση κατηγορούνται συνολικά 50 άτομα.
Ο τρόπος δράση των εγκληματικών οργανώσεων
Ο τρόπος δράσης τους ο οποίος για τις δύο εγκληματικές οργανώσεις ήταν πανομοιότυπος, εστίαζε σε παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, λαθρανασκαφές, υπεξαίρεση, αποδοχή και διάθεση αρχαίων μνημείων, προϊόντων εγκλήματος, και την εξαγωγή μνημείων εκτός ελληνικής επικράτειας, με σκοπό την πώληση αυτών.
Η τρίτη εγκληματική οργάνωση έκανε έρευνα για θησαυρούς, όπως λίρες και λοιπά πολύτιμα αντικείμενα.
Για να πετύχουν τον σκοπό τους, πραγματοποιούσαν αναζήτηση αρχαίων, είτε μέσω διενέργειας παράνομων αρχαιολογικών ερευνών και λαθροανασκαφών από τα ίδια τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης ή από άλλα συνεργαζόμενα πρόσωπα, είτε μέσω εντοπισμού ατόμων που τα έχουν ιδιοποιηθεί με παράνομο τρόπο ή που ήθελαν να τα πουλήσουν.
Πιο αναλυτικά, στην πρώτη εγκληματική οργάνωση, σε περίπτωση εντοπισμού τέτοιων αντικειμένων, μέλος φωτογράφιζε τα αντικείμενα και έστελνε το φωτογραφικό υλικό, στο ηγετικό στέλεχος, προκειμένου να κριθεί τυχόν περαιτέρω εκμετάλλευση και αξιοποίησή τους.
Στη συνέχεια το ηγετικό στέλεχος, το οποίο είναι σεσημασμένο για αντίστοιχα αδικήματα, εκμεταλλευόταν τις διασυνδέσεις του με αρχαιοκάπηλους από διάφορες περιοχές της επικράτειας, με σκοπό την περαιτέρω προώθηση των αρχαίων αντικειμένων, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Εφόσον υπήρχε συμφωνία για το κόστος αγοράς, καταβάλλονταν το ποσό, με σκοπό την μετέπειτα πώληση σε άλλον ενδιαφερόμενο και σε υψηλότερη αξία, από αυτή που είχαν ήδη αγοραστεί τα αντικείμενα.
Τα μέλη της οργάνωσης για να μην εντοπιστούν εφάρμοζαν τεχνικές αντιπαρακολούθησης ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν συνθηματική και κωδικοποιημένη ορολογία, όπως ενδεικτικά «μπιχλιμπίδια» για τα αρχαία νομίσματα, «μπερεκέτια» για τα ευρήματα από ανασκαφές, «μαύρα» για χάλκινα αρχαία νομίσματα τα οποία παρουσίαζαν σημάδια διάβρωσης ή «κάτι ψιλά» αν τα αρχαία είχαν μικρή εμπορική αξία.
Επίσης, όλα τα μέλη:
-συνεισέφεραν πληροφοριακά, εντοπίζοντας περιοχές με αρχαιολογικό ενδιαφέρον,
-στρατολογούσαν νέα άτομα («ψαχτήρια»), τα οποία αναλάμβαναν τη διεξαγωγή παράνομων αρχαιολογικών ερευνών, προς ανεύρεση αρχαίων μνημείων,
-αναζητούσαν έτερα πρόσωπα που είχαν στην κατοχή τους αρχαία μνημεία, αποσκοπώντας στη διαπραγμάτευση αγοράς αυτών και
-χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένο εξοπλισμό, για την ανεύρεση αρχαιοτήτων, εφάρμοζαν τεχνικές επιφανειακού σκαψίματος και εξέταζαν περιοχές με εκτεθειμένα μνημεία.
Στο πλαίσιο της έρευνας, εξιχνιάστηκε και η υπόθεση κατάσχεσης 2.465 αρχαίων μνημείων με τη σύλληψη αλλοδαπού όπου αποδείχθηκε πως μεγάλος αριθμός των αντικειμένων πωλήθηκε από τον επικεφαλής της συγκεκριμένης οργάνωσης.
Ως προς τη δεύτερη εγκληματική οργάνωση, χαρακτηριστική είναι η συμμετοχή υπαλλήλου Εφορείας Αρχαιοτήτων, ο οποίος ως ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης, καθοδηγούσε, λόγω της ενασχόλησής του με το χώρο της αρχαιολογίας, την υπόλοιπη ομάδα σε στοχευμένες έρευνες και ανασκαφές. Σε ό,τι αφορά στην τρίτη εγκληματική οργάνωση, χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές για λαθρανασκαφές στον Τύμβο Καστά και την ευρύτερη περιοχή της Αμφίπολης.
Κοινό στοιχείο και των τριών εγκληματικών οργανώσεων αποτελεί η εκτεταμένη χρήση εξειδικευμένου εξοπλισμού ανίχνευσης μετάλλων και διασκόπησης εδάφους, κάτι στο οποίο τα μέλη των οργανώσεων ήταν άριστοι χειριστές.
Συνολικά, πραγματοποιήθηκαν 40 έρευνες σε σπίτια και επαγγελματικούς χώρους, από τις οποίες κατασχέθηκε πλήθος αντικειμένων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και λοιπών αντικειμένων, που εμπίπτουν στη νομοθεσία περί πολιτιστικής κληρονομιάς και αρχαιοτήτων.
Ενδεικτικά, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
- πήλινη κεφαλή, μικρό ασημένιο άγαλμα, σταυρός, 18 δαχτυλίδια, 3 βραχιόλια, 17 κοσμήματα, 3 αγαλματίδια, επιτύμβια στήλη οθωμανικής περιόδου και 27 αγγεία,
- κράνος ιλλυρικού τύπου αρχαϊκής περιόδου,
- χιλιάδες νομίσματα (χρυσά, χάλκινα και ασημένια διαφόρων περιόδων) και μεταλλικά αντικείμενα μικρών διαστάσεων, μεταξύ άλλων, μολύβδινοι πεσσοί σφενδόνης, χάλκινες πόρπες, αιχμές βελών, τμήματα βάσεων αγγείων,
- θρησκευτικές εικόνες,
- δεκάδες συσκευές εντοπισμού και ανίχνευσης μετάλλων, καθώς και διασκόπησης εδάφους.
- όπλα (διόπτρα, περίστροφο, πιστόλι κρότου),
- Αυτοκίνητο τύπου 4Χ4,
- πλήθος κινητών τηλεφώνων και
- 2 μονόλιμπρα εκρηκτικής ύλης Τ.Ν.Τ., μικτού συνολικού 879 γραμμαρίων, αυτοσχέδια χάρτινη συσκευασία περιέχουσα Τ.Ν.Τ. βάρους 63 γραμμαρίων, τα οποία χρησιμοποιούνταν από μέλος της οργάνωσης για την πραγματοποίηση εκρήξεων, με απώτερο σκοπό τις ανασκαφές.
Τα κατασχεθέντα αρχαία μνημεία και οι εικόνες θα αποσταλούν στην αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων για φύλαξη και τελική εκτίμηση- αξιολόγηση, ενώ τα κατασχεθέντα όπλα θα αποσταλούν στις αρμόδιες Υπηρεσίες Στρατού για φύλαξη.
{https://www.youtube.com/watch?v=fflPPtxFyXo}



























