Ακούγεται σαν στερεότυπο, αλλά πράγματι οι γυναίκες ροχαλίζουν λιγότερο από τους άνδρες. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει σε δύο συγκεκριμένες περιόδους της ζωής τους.
Οι άνδρες έχουν σχεδόν τις διπλάσιες πιθανότητες να ροχαλίζουν από τις γυναίκες, δηλώνει στον Guardian ο Ράιαν Τσιν Τόου Τσέονγκ, ωτορινολαρυγγολόγος και χειρουργός για ζητήματα που σχετίζονται με τον ύπνο. Όμως, αυτή η ψαλίδα κλείνει σε δύο συγκεκριμένα σημεία στη ζωή των γυναικών. Μετά την εμμηνόπαυση, συνήθως ανάμεσα στα 45 και τα 55 και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδιαίτερα στο τρίτο τρίμηνο.
Ροχαλίζουμε όταν η ροή του αέρα μπλοκάρεται εν μέρει μέσω της ανώτερης αναπνευστικής οδού, προκαλώντας δόνηση στο πίσω μέρος της μύτης, τη μαλακή υπερώα, τον λαιμό, τη γλώσσα ή την επιγλωττίδα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι μύες της αναπνευστικής οδού χαλαρώνουν όταν κοιμόμαστε και τραβιούνται προς τα κάτω ενώ είμαστε ξαπλωμένοι. Άλλοι παράγοντες που κάνουν πιο πιθανό το ροχαλητό είναι το αλκοόλ, το επιπλέον σωματικό βάρος, οι αλλεργίες, οι ρινικοί πολύποδες, το στραβό διάφραγμα ή ένα βαρύ κρυολόγημα.
Οι γυναικείες ορμόνες, όπως τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη, φαίνεται πως διατηρούν πιο τονωμένους τους μύες των αεραγωγών, σημειώνει ο Τσέονγκ. «Για αυτό οι γυναίκες τείνουν να “φτάνουν” τους άνδρες όταν αλλάζουν αυτά τα επίπεδα, κατά την εμμηνόπαυση και την εγκυμοσύνη», συμπληρώνει. Επίσης, η αύξηση του βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης επιδεινώνει το πρόβλημα.
Δεν πρέπει να αγνοήσουμε μια αλλαγή στο μοτίβο του ροχαλητού, επισημαίνει, καθώς θα μπορούσε να αποτελεί σύμπτωμα προβλήματος υγείας. «Μπορεί να είναι ένδειξη υπνικής άπνοιας, μιας σοβαρής πάθησης στην οποία η αναπνοή σταματά επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της νύχτας».
Ανεξαρτήτως φύλου, εάν το ροχαλητό είναι αρκετά δυνατό που διαταράσσει τακτικά τον ύπνο του συντρόφου μας, αξίζει να πάμε στον γιατρό, καταλήγει.























