Στην Ελλάδα η ακρίβεια έχει αποκτήσει ένα μόνιμο και βολικό άλλοθι: τα διεθνή σοκ. Πόλεμοι, ενέργεια, γεωπολιτικές εντάσεις. Όμως αυτή η αφήγηση δεν εξηγεί γιατί σχεδόν όλη η Ευρώπη βλέπει αποκλιμάκωση των τιμών ενώ η Ελλάδα παραμένει «κολλημένη». Η Ισπανία, η Πορτογαλία, ακόμη και η Ιταλία έχουν επιστρέψει σε επίπεδα πληθωρισμού κοντά στον στόχο της ΕΚΤ. Η Ελλάδα όχι. Η επιμονή των τιμών δεν είναι εισαγόμενο φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα μιας οικονομίας που κινείται γρήγορα σε λάθος κατεύθυνση και ενός κράτους που αργεί να δει, να μετρήσει και να παρέμβει. Η αγορά λειτουργεί σε πραγματικό χρόνο, οι θεσμοί όχι.
Η ψευδαίσθηση της ευημερίας: όταν οι δείκτες ανεβαίνουν αλλά τα πορτοφόλια αδειάζουν
Το πληθωριστικό κύμα βρήκε τα νοικοκυριά εξαντλημένα από μια δεκαετία λιτότητας και στασιμότητας μισθών. Η άνοδος του «Ακαθάριστου Διαθέσιμου Εισοδήματος» δεν αποτυπώνει το τι συμβαίνει στο ταμείο, αφού περιλαμβάνει και κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος - υγεία, παιδεία, επιδοτήσεις που δεν μετατρέπονται σε αγοραστική δύναμη. Ο πολίτης δεν πληρώνει στο σούπερ μάρκετ με την αξία της δημόσιας παιδείας αλλά με μετρητά. Την περίοδο 2019-2024 το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε ονομαστικά 27%, αλλά σε πραγματικούς όρους μόλις 12,3%. Η διαφορά - σχεδόν 15 ποσοστιαίες μονάδες - απορροφήθηκε από τον πληθωρισμό. Από το 2022 η αποταμίευση των νοικοκυριών έχει επιστρέψει σε αρνητικό πεδίο, ένδειξη ότι η κατανάλωση χρηματοδοτείται από δανεισμό ή ρευστοποίηση περιουσίας. Δεν είναι ανάπτυξη, είναι εξάντληση αποθεμάτων. Η ακρίβεια πλήττει άνισα και αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο που αγνοείται στη δημόσια συζήτηση. Τα τρόφιμα αυξήθηκαν σωρευτικά πάνω από 25%και η ενέργεια 20% την περίοδο 2022-2024. Για ένα νοικοκυριό με εισόδημα 12.000ευρώαυτό μεταφράζεται σε πάνω από 1.500 ευρώ επιπλέον δαπάνες -13,1%τουεισοδήματος. Για ένα νοικοκυριό 50.000 ευρώ, μόλις -5,4%. Ένας αντίστροφα προοδευτικός φόρος που δεν ψηφίστηκε ποτέ αλλά εισπράττεται καθημερινά. Υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα. Η ακρίβεια δημιούργησε δημοσιονομικό χώρο. Ο ΦΠΑ απέδωσε υψηλότερα έσοδα, οι κοινωνικές πιέσεις απορροφήθηκαν με επιδόματα και η μεσαία τάξη είδε φορολογικές ελαφρύνσεις χωρίς δημοσιονομικό κόστος. Παράλληλα, η άνοδος των τιμών φούσκωσε ονομαστικά το ΑΕΠ, διευκολύνοντας τη μείωση του λόγου χρέους και βελτιώνοντας την εικόνα της χώρας στους θεσμούς και στις αγορές. Αυτό δεν σημαίνει ότι επελέγη η ακρίβεια.
Σημαίνει όμως ότι το σύστημα βρήκε μια ισορροπία στην οποία η πραγματική μεταρρύθμιση δεν έμοιαζε επείγουσα. Κι ενώ η ενέργεια αποκλιμακώνεται, οι υπηρεσίες και η στέγαση συνεχίζουν ανοδικά. Σε επίπεδο Ε.Ε., όσοι αμείβονται με κατώτατο μισθό δαπανούν 34,8%τουεισοδήματός τους για στέγαση - στην Ελλάδα το ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο, ιδίως στα αστικά κέντρα όπου συγκεντρώνεται η απασχόληση. Η μελέτη της BIS, βασισμένη σε τρία δισεκατομμύρια συναλλαγές, δείχνει ότι σε ολιγοπωλιακές αγορές λίγες αποφάσεις τιμολόγησης από μεγάλες επιχειρήσεις αρκούν για να διαμορφώσουν τον συνολικό πληθωρισμό, επιβραδύνοντας την επίδραση της νομισματικής πολιτικής. Στην Ελλάδα, με υψηλή συγκέντρωση σε τρόφιμα, λιανεμπόριο και υπηρεσίες, οι αυξήσεις κόστους περνούν αμέσως στον καταναλωτή, ενώ οι μειώσεις καθυστερούν επ' αόριστον - ο γνωστός μηχανισμός «ρουκέτας και φτερού». Χωρίς real-time δεδομένα τιμών, οι εποπτικοί θεσμοί βλέπουν πάντα αργά και αντιδρούν ακόμη πιο αργά.
Το επενδυτικό κενό που δεν κλείνει και η οικονομία που μένει χωρίς παραγωγή
Η Ελλάδα επενδύει 15-17% του ΑΕΠ, έναντι 21-22% στην Ευρωζώνη. Και από αυτό το ήδη χαμηλό ποσοστό, λιγότερο από το μισό αφορά παραγωγικούς κλάδους που θα μπορούσαν να αυξήσουν την προσφορά και να συγκρατήσουν τις τιμές. Το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο αποκαλύπτει μια ανησυχητική τροχιά: μετά την ολοκλήρωση του RRF ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων πέφτει από 10,2% το 2026 στο 4,1% το 2027 και μόλις 0,8%το2029. Η επενδυτική ώθηση του Ταμείου Ανάκαμψης ήταν προσωρινή, όχι καταλυτική. Και ακόμη και όταν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια, δεν κατευθύνονται στην παραγωγή. Μερίσματα, εξαγορές ιδίων μετοχών, ακίνητα, χρυσές λίρες. Τα ιστορικά υψηλά μερίσματα των εισηγμένων και η έκρηξη της αποθησαύρισης δείχνουν μια οικονομία που αποφεύγει το επιχειρηματικό ρίσκο και προτιμά την ασφάλεια. Όταν το κεφάλαιο κινείται γύρω από την οικονομία αντί μέσα σε αυτήν, η παραγωγή μένει στάσιμη, η προσφορά περιορισμένη και οι τιμές ψηλά. Την ίδια ώρα η Γαλλία εφαρμόζει καθημερινή παρακολούθηση τιμών με ψηφιακά δεδομένα συναλλαγών από τα ταμεία των καταστημάτων, η Γερμανία αξιοποιεί realtime στατιστικά, ενώ η Ελλάδα κινείται με τον ρυθμό προηγούμενων δεκαετιών.
Το πραγματικό συμπέρασμα
Η ακρίβεια είναι το αποτέλεσμα ενός θεσμικού και παραγωγικού κενού που επιτρέπει στις τιμές να κινούνται χωρίς αντίβαρα. Όσο οι θεσμοί μένουν αργοί, όσο η παραγωγή δεν ενισχύεται και όσο οι επενδύσεις προτιμούν την ασφάλεια αντί τη δημιουργία, οι τιμές δεν θα πέσουν. Η λύση δεν βρίσκεται σε «καλάθια» ούτε σε οριζόντιες επιδοτήσεις που απλώς μετακυλίουν το κόστος. Βρίσκεται σε θεσμούς που λειτουργούν στην ώρα τους, σε παραγωγική βάση που ανανεώνεται και σε οικονομία που παράγει αξία αντί να την εισάγει. Η ακρίβεια δεν είναι απλώς πρόβλημα είναι η απόλυτη προειδοποίηση για ένα μοντέλο λειτουργίας που έχει εξαντλήσει τα περιθώριά του.
Πηγές - Editorial References
• BIS (2024), The Granular Origins of Inflation.
• Eurostat, Household Disposable Income dataset (2019-2024).
• Τραπεζική μελέτη πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος (2019-2024).
• European Commission, Medium-Term Fiscal-Structural Framework (2024-2029).
• INSEE, χρήση scanner data για τιμοληψία.
• Destatis, real-time consumer price data
(Ο Βαγγέλης Πιλάλης, είναι Οικονομολόγου)



























