Η δημόσια συζήτηση για τον χρόνο εργασίας δεν είναι τεχνικό θέμα· είναι ζήτημα βαθιά πολιτικό, γιατί αγγίζει τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται και κατανέμεται ο πλούτος, οργανώνεται η οικονομία και η κοινωνία και καθορίζεται το μέλλον της χώρας. Αφορά τη θεμελιώδη σχέση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο, ανάμεσα στο δικαίωμα του πολίτη για αξιοπρέπεια και στην επιδίωξη επιχειρηματικών συμφερόντων για βραχυπρόθεσμο κέρδος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η 13ωρη εργασία που θέλει να θεσμοθετήσει η κυβέρνηση δεν είναι μια ουδέτερη ρύθμιση. Είναι το πιο καθαρό πολιτικό στίγμα μιας κυβέρνησης που βλέπει τον εργαζόμενο ως αναλώσιμο, που αντιλαμβάνεται την ανάπτυξη όχι ως βελτίωση της ζωής για όλους, αλλά ως συσσώρευση προνομίων για μια μειοψηφία. Πρόκειται για στρατηγική επιλογή: να θυσιαστεί η υγεία, η οικογενειακή ζωή και η κοινωνική συνοχή στον βωμό μιας μη βιώσιμης «ανταγωνιστικότητας» και μιας κοντόφθαλμης και παρασιτικής κερδοφορίας.
Είναι η συνειδητή απόφαση να γυρίσουμε πίσω, να ξαναζήσουμε ένα καθεστώς εργασιακού μεσαίωνα, όπου η ζωή των πολλών μετριέται σε ώρες εξάντλησης και όχι σε ποιότητα. Αυτό το πολιτικό σχέδιο δεν είναι απλώς λανθασμένο· είναι επικίνδυνο. Γιατί θεσμοθετεί την ανισότητα ως κανόνα, τη φθορά του εργαζομένου ως κανονικότητα και την υπερεκμετάλλευση ως πρόοδο.
Η υπερεργασία δεν είναι εργαλείο ευημερίας. Είναι η πιο σκληρή μορφή αναχρονισμού, ένα θεσμικό πισωγύρισμα που παρουσιάζεται με το προσωπείο της ευκαιρίας. Διαφημίζεται ως πρόσβαση σε επιπλέον αμοιβή, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί μια παγίδα που αναπαράγει τη φτώχεια και την ανασφάλεια. Κρατώντας τους μισθούς καθηλωμένους, το σύστημα εξαναγκάζει τους εργαζομένους να πουλήσουν και τον ελεύθερο χρόνο τους και να θυσιάσουν την υγεία τους προκειμένου απλώς να επιβιώσουν.
Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η πολιτική αυτή επιλογή της κυβέρνησης δεν είναι τυχαία· είναι συνειδητή επιλογή στήριξης ενός αναπτυξιακού υποδείγματος και επιχειρηματικών πρακτικών που εδώ και δεκαετίες στηρίζονται στη φθηνή εργασία και στην εντατικοποίηση, αντί να προωθούν τη γνώση, την καινοτομία και την ποιοτική παραγωγή. Η υπερεργασία είναι το «εύκολο» εργαλείο ενός οικονομικού υποδείγματος που αδυνατεί να δημιουργήσει βιώσιμο και διατηρήσιμο πλούτο με νέες επενδύσεις και καινοτομία, με γνώση και με ποιοτική εργασία και επιλέγει την υπερεκμετάλλευση του εργαζομένου. Ένα υπόδειγμα που στηρίζεται στην παρασιτική επιχειρηματικότητα: εκείνη που δεν αναλαμβάνει το κόστος της καινοτομίας, που δεν επενδύει σε νέες οργανωτικές ρουτίνες, σε έρευνα και δεξιότητες, αλλά προτιμά τον βραχυπρόθεσμο δρόμο της συμπίεσης του κόστους εργασίας.
Οι συνέπειες της υπερεργασίας είναι πολλές και ορατές παντού. Στο επίπεδο της υγείας, η υπερεργασία συνδέεται με αυξημένα ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων, ψυχικών διαταραχών, επαγγελματικής εξουθένωσης και εργατικών ατυχημάτων. Στο επίπεδο της οικογένειας, αποστερεί πολύτιμο χρόνο από τη φροντίδα των παιδιών, από τη δυνατότητα δημιουργίας ισχυρών δεσμών, από την ίδια τη λειτουργία της οικογενειακής ζωής ως θεμέλιου κοινωνικής σταθερότητας.
Στο κοινωνικό επίπεδο, περιορίζει την ενασχόληση με τον πολιτισμό, την ενεργό παρουσία στον δημόσιο χώρο· παράγει έναν πολίτη-εργαζόμενο που ζει μονίμως κουρασμένος και αποτραβηγμένος από τα κοινά. Και ενώ η επιλογή της κυβέρνησης θα οξύνει τα φαινόμενα αυτά, κροκοδείλια δάκρυα βλέπουμε να χύνονται για τη δημογραφική συρρίκνωση του ελληνισμού.
Αλλά οι συνέπειες δεν σταματούν εδώ. Η υπερεργασία δεν καταστρέφει μόνο το άτομο και τις κοινωνικές του σχέσεις· υπονομεύει και το ίδιο το συλλογικό συμφέρον. Μια κοινωνία εξαντλημένων εργαζομένων δεν μπορεί να είναι ούτε δημιουργική ούτε παραγωγική. Αντί να αυξάνει την ανταγωνιστικότητα, η υπερεργασία τη μειώνει, γιατί αναπαράγει χαμηλή παραγωγικότητα, ενισχύει τη μετανάστευση νέων και εξειδικευμένων εργαζομένων, που εγκαταλείπουν τη χώρα αναζητώντας στο εξωτερικό συνθήκες αξιοπρεπούς εργασίας και αναγνώρισης των δεξιοτήτων τους. Η υπερεργασία εγκλωβίζει την οικονομία σε ένα καθεστώς εξάρτησης από φθηνή εργασία και σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής παραγωγικότητας.
Η υπερεργασία διασπά την αγορά εργασίας σε δύο κόσμους. Από τη μια πλευρά, οι εργαζόμενοι που γίνονται αντικείμενο υπερεκμετάλλευσης με εξοντωτικά ωράρια και διαρκή ανασφάλεια· από την άλλη, οι άνεργοι ή οι υποαπασχολούμενοι, εγκλωβισμένοι σε καθεστώς περιθωριοποίησης. Αυτός ο κατακερματισμός δεν αποτελεί μόνο οικονομικό πρόβλημα· είναι κοινωνική πληγή. Διαβρώνει τη συνοχή, ενισχύει την αίσθηση αδικίας, καλλιεργεί την αποξένωση και την αδυναμία συλλογικής δράσης.
Και, το πιο ανησυχητικό, η υπερεργασία αλλοιώνει τις ίδιες τις αξίες της κοινωνίας. Καθιστά «κανονικότητα» την εξάντληση, νομιμοποιεί την απορρύθμιση, εμπεδώνει την ιδέα ότι ο ελεύθερος χρόνος είναι πολυτέλεια και όχι δικαίωμα. Στην πράξη, πρόκειται για έναν μηχανισμό κοινωνικής αποδόμησης που διαβρώνει τον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατίας: γιατί μια κοινωνία που είναι διαρκώς κουρασμένη, κατακερματισμένη, επισφαλής και ανασφαλής, δυσκολεύεται να διεκδικήσει δικαιώματα, να αντισταθεί σε καταχρηστικές πολιτικές και να χαράξει ένα διαφορετικό μέλλον.
Η υπερεργασία, επομένως, δεν είναι μόνο ζήτημα ατομικής υγείας ή οικογενειακής ισορροπίας· είναι ένας δομικός μηχανισμός που διατηρεί τη χώρα σε αναπτυξιακή καθυστέρηση και σε κοινωνική αδυναμία. Αντί να λειτουργεί ως μέσο προόδου, γίνεται τροχοπέδη. Όμως, υπάρχει άλλος δρόμος. Ο δρόμος της βιώσιμης ευημερίας, ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα που στηρίζεται στη δημιουργική επιχειρηματικότητα, στη γνώση, στην καινοτομία, στην τεχνολογία και στην αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, και όχι στην εξάντληση και στη φθηνή εργασία. Μια οικονομία που μετρά την πρόοδο όχι με τις ώρες εξουθένωσης, αλλά με το επίπεδο υγείας των πολιτών της· όχι με την πειθαρχία που επιβάλλεται στους εργαζομένους, αλλά με την ελευθερία και την αξιοπρέπεια που τους προσφέρεται.
Η βιώσιμη ευημερία σημαίνει να επενδύεις σε παραγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, στη δημόσια εκπαίδευση, στην έρευνα και στην κοινωνική προστασία και να οικοδομείς θεσμούς συλλογικής διαπραγμάτευσης, δικαιώματα που προστατεύουν τον ελεύθερο χρόνο και την ποιότητα της ζωής, ώστε η ανάπτυξη να μην αποτελεί προνόμιο των λίγων, αλλά κοινό αγαθό. Σημαίνει να αντιμετωπίζεις την εργασία όχι ως κόστος προς συμπίεση, αλλά ως δημιουργικότητα και συλλογικό πλούτο προς ενίσχυση. Σημαίνει, τέλος, να αποτιμάς την πρόοδο με δείκτες ποιότητας ζωής, κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, αντί να περιορίζεσαι στις ποσοστιαίες αυξήσεις του ΑΕΠ.
Η πραγματική αντίθεση, λοιπόν, δεν είναι «περισσότερες ώρες εργασίας για περισσότερα χρήματα», όπως υποκριτικά παρουσιάζεται. Είναι «υπερεργασία και αναπτυξιακή καθυστέρηση» από τη μια και «ποιοτική εργασία και βιώσιμη ευημερία» από την άλλη. Η κυβέρνηση επέλεξε το πρώτο. Η κοινωνία όμως έχει κάθε λόγο να διεκδικήσει το δεύτερο. Γιατί η πραγματική ανάπτυξη δεν χτίζεται πάνω σε εξαντλημένους ανθρώπους· χτίζεται όταν εξασφαλίζονται συνθήκες αξιοπρέπειας, δημιουργικότητας και δικαιοσύνης.
(Ο Γιώργος Αργείτης είναι Καθηγητής, ΕΚΠΑ και Επιστημονικός Διευθυντής ΙΝΕ ΓΣΕΕ)



























