Μια βαθιά και διαχρονική αντίφαση συνεχίζει να χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά εργασίας, αποκαλύπτοντας σοβαρές δομικές αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Τα στοιχεία της Eurostat καταρρίπτουν εδώ και καιρό το στερεότυπο ότι οι Έλληνες εργάζονται λιγότερο, καθώς η Ελλάδα καταγράφει τις περισσότερες ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια στιγμή, όμως, η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα για την οικονομία και την κοινωνία.
Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα απασχολούνται κατά μέσο όρο σχεδόν 40 ώρες την εβδομάδα, όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο μέσος όρος διαμορφώνεται στις 36. Παρά τη μεγάλη διάρκεια εργασίας, η παραγωγικότητα ανά ώρα κινείται περίπου στο 60% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το χάσμα αυτό αποτυπώνει την αδυναμία της οικονομίας να μετατρέψει την ένταση της εργασίας σε πραγματική προστιθέμενη αξία, γεγονός που περιορίζει την ανταγωνιστικότητα και υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Η χαμηλή παραγωγικότητα αντανακλάται άμεσα στα εισοδήματα. Ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης παραμένει καθηλωμένος σε επίπεδα που αντιστοιχούν περίπου στο 45% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναγκάζοντας τους εργαζομένους να δουλεύουν περισσότερες ώρες για να διατηρήσουν ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης. Η σχέση αυτή παγιώνει έναν φαύλο κύκλο χαμηλών μισθών, εξαντλητικών ωραρίων και περιορισμένων προοπτικών βελτίωσης των συνθηκών εργασίας.
Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κλάδους χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως ο τουρισμός, η εστίαση, το λιανεμπόριο και η γεωργία. Οι δραστηριότητες αυτές χαρακτηρίζονται από εκτεταμένα ωράρια, εποχικότητα και περιορισμένη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, στοιχεία που συμπιέζουν την παραγωγικότητα και εντείνουν την εργασιακή επιβάρυνση.
Παράλληλα, το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης και η κυριαρχία της πλήρους απασχόλησης, χωρίς ευελιξία και αναβάθμιση δεξιοτήτων, ενισχύουν ένα μοντέλο βασισμένο στις πολλές ώρες εργασίας και όχι στην αποδοτικότητα. Η απουσία εκτεταμένου τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και αυτοματοποίησης επιβαρύνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, επιβραδύνει τις παραγωγικές διαδικασίες και περιορίζει τη δυνατότητα δημιουργίας καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της χαμηλής παραγωγικότητας διαδραματίζουν επίσης η υπερφορολόγηση και η γραφειοκρατία, οι οποίες αποθαρρύνουν τις επενδύσεις σε καινοτομία και σύγχρονο εξοπλισμό. Χωρίς επαρκείς επενδύσεις, η οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο εντατικής εργασίας με χαμηλή απόδοση, αδυνατώντας να ακολουθήσει τις εξελίξεις των πιο ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών.































