Το 2024 η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα παραμένει έως και 18% χαμηλότερη σε σχέση με το 2009, σύμφωνα με νέο policy brief του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ). Παρά τη μερική ανάκαμψη της τελευταίας δεκαετίας, η χώρα εξακολουθεί να καταγράφει σημαντική υστέρηση στους βασικούς δείκτες παραγωγικότητας, αποτελώντας τη μοναδική εξαίρεση μεταξύ των χωρών που επλήγησαν από την οικονομική κρίση και έχουν πλέον επανέλθει ή υπερβεί τα προ κρίσης επίπεδα.
Η μελέτη, με τίτλο «Πού βρίσκεται η παραγωγικότητα της εργασίας σήμερα σε σχέση με την αρχή της κρίσης το 2009», την οποία υπογράφουν οι Νίκος Ρώμπαπας και Κωνσταντίνος Σαραβάκος, δείχνει ότι η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας το 2024 βρίσκεται περίπου 14% κάτω από τα επίπεδα του 2009, ενώ η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο υπολείπεται ακόμη περισσότερο, κατά 18%. Οι μεγαλύτερες απώλειες εντοπίζονται στους κλάδους εμπορίου, μεταφορών, διαμονής και εστίασης με πτώση 38,5%, στις επαγγελματικές και διοικητικές υπηρεσίες με μείωση 37%, καθώς και στον τομέα ενημέρωσης και επικοινωνίας, όπου η υστέρηση φτάνει το 21%. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο οποίος εμφανίζει αύξηση παραγωγικότητας κατά 7% σε σχέση με το 2009.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η διαφοροποίηση ανά μέγεθος επιχείρησης. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, με έως εννέα εργαζόμενους, παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη υστέρηση, φτάνοντας το 15% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα. Αντίθετα, οι μεγάλες επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 250 ατόμων προσεγγίζουν τις επιδόσεις του 2009, αναδεικνύοντας το δομικό πρόβλημα της μικρής κλίμακας που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την ελληνική επιχειρηματικότητα.
Η παραγωγικότητα, σημειώνει η ανάλυση, αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την αύξηση των εισοδημάτων και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Παρότι οι πρόσφατες εκθέσεις ΕΣΥΠ και ΚΕΠΕ προβλέπουν βελτίωση τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σημαντικό έδαφος να καλύψει για να φτάσει τα ευρωπαϊκά επίπεδα.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, ο πρόεδρος του ΚΕΦΙΜ, Νίκος Ρώμπαπας, τόνισε ότι τα στοιχεία αναδεικνύουν τη βαθιά, δομική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας. «Παρά τη μερική ανάκαμψη των τελευταίων ετών, δεν έχουμε ακόμη ανακτήσει την παραγωγικότητα που είχαμε πριν από δεκαπέντε χρόνια. Η χαμηλή παραγωγικότητα, ιδιαίτερα στους κλάδους που απασχολούν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, περιορίζει τις προοπτικές για υψηλότερους μισθούς και ισχυρή ανάπτυξη. Είναι συνεπώς αναγκαίο να δοθεί σταθερή προτεραιότητα στις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία και την κλιμάκωση των επιχειρήσεων», δήλωσε.




























