Έντονο προβληματισμό προκαλεί η απόφαση για τη μακροχρόνια παραχώρηση μεγάλου μέρους του ιστορικού πυρήνα του Κτήματος Τατοΐου σε ιδιώτη, μέσω δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού που προκήρυξε το υπουργείο Πολιτισμού μέσω του Υπερταμείου. Πρόκειται για 24 από τα 56 κτίρια του κτήματος, εξαιρουμένων των μουσείων, τα περισσότερα εκ των οποίων βρίσκονται στην «καρδιά» του ιστορικού συνόλου, σε άμεση γειτνίαση με το ανάκτορο και τα κτίρια που πρόκειται να μετατραπούν σε εκθεσιακούς χώρους.
Η επιλογή της μακροχρόνιας παραχώρησης σε ιδιώτη έρχεται, τέλος, σε αντίθεση με όσα είχαν παρουσιαστεί τα προηγούμενα χρόνια για την αξιοποίηση του Τατοΐου. Το αρχικό σχέδιο για τη δημιουργία μεγάλου συνεδριακού κέντρου στον ιστορικό πυρήνα αποσύρθηκε μετά από αντιδράσεις, ωστόσο η σημερινή κατεύθυνση γεννά νέα ερωτήματα για το αν το Κτήμα Τατοΐου θα λειτουργήσει τελικά ως ανοιχτός δημόσιος χώρος πολιτισμού και αναψυχής ή ως ένα σύνολο ιστορικών κτιρίων με κυρίαρχη ιδιωτική εκμετάλλευση.
Σύμφωνα με την προκήρυξη, τα ακίνητα θα μισθωθούν μακροχρόνια με σύμβαση παραχώρησης και θα μπορούν να αξιοποιηθούν αποκλειστικά βάσει των ήδη εγκεκριμένων χρήσεων, ως ξενώνες, εστιατόρια, αναψυκτήρια και χώροι εκδηλώσεων. Τα κτίρια που περιλαμβάνονται στον διαγωνισμό έχουν επιφάνειες από 30 έως 930 τετραγωνικά μέτρα, μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο τους, γεγονός που πρακτικά οδηγεί στην εκχώρηση σχεδόν ολόκληρου του λειτουργικού ιστορικού πυρήνα του κτήματος σε έναν ιδιώτη επενδυτή.
Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια σαφή μετατόπιση από τον αρχικό σχεδιασμό για τη διαχείριση του Κτήματος Τατοΐου. Μέχρι πρόσφατα, τα συναρμόδια υπουργεία μιλούσαν για έναν κρατικό φορέα διαχείρισης, ο οποίος θα είχε τον έλεγχο της αξιοποίησης και θα προχωρούσε σε επιμέρους μισθώσεις, διασφαλίζοντας τον δημόσιο χαρακτήρα και τον ενιαίο σχεδιασμό του χώρου. Η επιλογή της ενιαίας παραχώρησης σε ιδιώτη εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο ο ιστορικός και πολιτιστικός χαρακτήρας του κτήματος μπορεί να προστατευθεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο μιας εμπορικής εκμετάλλευσης.
Η κυβέρνηση συνδέει την απόφαση με την πρόοδο των έργων υποδομής και αποκατάστασης, που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και με τη μετατροπή του ανακτόρου και ορισμένων κτιρίων σε μουσεία. Παράλληλα, με νομοθετική ρύθμιση παραχωρούνται άνευ ανταλλάγματος στο υπουργείο Πολιτισμού περίπου 17.700 στρέμματα του κτήματος από τα υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, ώστε το ΥΠΠΟ να αναλάβει τον ρόλο της αναθέτουσας αρχής για τη σύμβαση παραχώρησης.
Ωστόσο, η ίδια η προκήρυξη καθιστά σαφές ότι σκοπός της σύμβασης είναι η «αξιοποίηση και επανάχρηση» των κτιρίων, με ήπια ανάπτυξη και χωρίς αλλοιώσεις. Παρά τις διαβεβαιώσεις αυτές, το εύρος της παραχώρησης και η συγκέντρωση πολλών κρίσιμων λειτουργιών –φιλοξενία, εστίαση, εκδηλώσεις– στα χέρια ενός ιδιώτη δημιουργούν ανησυχίες για τη μετατροπή του ιστορικού πυρήνα σε έναν κατ’ ουσίαν ιδιωτικοποιημένο χώρο, με περιορισμένη πρόσβαση ή με χρήσεις που θα υπαγορεύονται πρωτίστως από την οικονομική βιωσιμότητα της επένδυσης.
Στον διαγωνισμό περιλαμβάνονται εμβληματικά κτίρια του κτήματος, όπως το πρώην ξενοδοχείο «Τατόιον», οι στρατώνες, το διευθυντήριο, κατοικίες εργατών και αξιωματικών, καθώς και αγροτοβιομηχανικά κτίρια, όπως το οινοποιείο, το γαλακτοκομείο και το ελαιοτριβείο. Οι επιτρεπόμενες χρήσεις τους έχουν καθοριστεί με αποφάσεις της υπουργού Πολιτισμού το 2022 και τροποποιήθηκαν το 2025, ωστόσο η πρακτική εφαρμογή τους από έναν ιδιώτη επενδυτή μένει να αποδειχθεί στην πράξη.
Πρόσθετο προβληματισμό προκαλεί και το γεγονός ότι στη δεύτερη φάση του διαγωνισμού «δύναται να συμπεριληφθεί» η παραχώρηση περίπου 1.200 στρεμμάτων στον ιστορικό πυρήνα, με στόχο την αναβίωση του αγροτικού χαρακτήρα του κτήματος, καθώς και η δημιουργία μεγάλου χώρου στάθμευσης 600 θέσεων. Η προοπτική αυτή ενισχύει τις ανησυχίες ότι η κλίμακα της ιδιωτικής παρέμβασης ενδέχεται να αλλοιώσει τον χαρακτήρα ενός από τα σημαντικότερα ιστορικά και φυσικά τοπία της Αττικής.



























