Η ενεργειακή επίδοση των επιχειρήσεων και των κτιρίων εξελίσσεται πλέον σε βασικό παράγοντα για την πρόσβαση σε χρηματοδότηση στην ευρωζώνη, σύμφωνα με νέα ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι τράπεζες δηλώνουν ότι ενσωματώνουν συστηματικά τους κλιματικούς κινδύνους στα κριτήρια αξιολόγησης δανείων, μια εξέλιξη που αναμένεται να επηρεάσει άμεσα την ελληνική οικονομία και ειδικά την αγορά ακινήτων, όπου κυριαρχεί ένα γερασμένο και ενεργειακά ανεπαρκές κτιριακό απόθεμα.
Σύμφωνα με την έρευνα δανειοδοτικών πρακτικών της ΕΚΤ, οι επιχειρήσεις με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα ή με σαφές σχέδιο πράσινης μετάβασης αντιμετωπίζονται πλέον ευνοϊκότερα. Οι τράπεζες θεωρούν ότι αυτές οι εταιρείες είναι λιγότερο εκτεθειμένες σε μελλοντικούς κινδύνους, είτε αυτοί αφορούν ρυθμιστικές αλλαγές είτε φυσικές καταστροφές που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη λειτουργία τους. Το αποτέλεσμα είναι καλύτεροι όροι δανεισμού, συχνά χαμηλότερα επιτόκια και ταχύτερη διαδικασία έγκρισης. Αντίθετα, κλάδοι με υψηλές εκπομπές ή χωρίς ουσιαστική πρόοδο στην πράσινη μετάβαση αντιμετωπίζουν πλέον αυστηρότερες προϋποθέσεις και μεγαλύτερους περιορισμούς, καθώς θεωρούνται πιο επικίνδυνοι για τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια.
Η τάση αυτή αποτυπώνεται και στη ζήτηση δανείων. Επιχειρήσεις που επιδιώκουν να επενδύσουν σε καθαρές τεχνολογίες παρουσιάζουν αυξανόμενες ανάγκες χρηματοδότησης. Από την άλλη πλευρά, εταιρείες που εκπέμπουν υψηλές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα εμφανίζουν μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα στο να δανειστούν, κυρίως λόγω αβεβαιότητας για τις μελλοντικές απαιτήσεις συμμόρφωσης και το κόστος τους. Η ΕΚΤ σημειώνει ότι αυτή η διχοτόμηση διαμορφώνει έναν νέο χάρτη εταιρικής χρηματοδότησης στην Ευρώπη, στον οποίο η περιβαλλοντική επίδοση μετατρέπεται σε οικονομικό κριτήριο πρώτης γραμμής.
Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και στη στεγαστική πίστη, όπου η ενεργειακή απόδοση ενός κτιρίου λαμβάνεται πλέον σοβαρά υπόψη. Τα νέα ή πρόσφατα ανακαινισμένα ακίνητα, με υψηλές ενεργειακές προδιαγραφές, εξασφαλίζουν ευνοϊκότερους όρους δανεισμού. Αντίθετα, τα παλαιά και ενεργειακά «κουρασμένα» ακίνητα αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη προσοχή, υψηλότερα επιτόκια και συχνά πιο δύσκολη πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Οι τράπεζες εξετάζουν όχι μόνο την ενεργειακή κατανάλωση, αλλά και τον κλιματικό κίνδυνο της κάθε περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας πλημμύρας, καύσωνα ή άλλων ακραίων φαινομένων που μπορεί να πλήξουν την αξία και τη βιωσιμότητα του ακινήτου.
Στην Ελλάδα, αυτή η προσέγγιση αναμένεται να έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο
Στην Ελλάδα, αυτή η προσέγγιση αναμένεται να έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο. Τα στοιχεία για το οικιστικό απόθεμα αποκαλύπτουν μια σαφή αναντιστοιχία μεταξύ των νέων τραπεζικών κριτηρίων και της πραγματικότητας της αγοράς: η συντριπτική πλειονότητα των κατοικιών έχει κατασκευαστεί μεταξύ 1970 και 2009, προτού θεσπιστούν σύγχρονα ενεργειακά πρότυπα. Συνολικά, μόλις περίπου 8% των κατοικιών είναι νεόδμητες μετά το 2010, δηλαδή συμβατές με τις απαιτήσεις υψηλής ενεργειακής απόδοσης που εξετάζουν οι τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές θα στραφούν αναγκαστικά σε παλαιότερα ακίνητα, τα οποία όμως αξιολογούνται πλέον ως υψηλότερου κινδύνου και επομένως συνδέονται με αυξημένο κόστος χρηματοδότησης.
Η πίεση εντείνεται από τη μειωμένη οικοδομική δραστηριότητα της τελευταίας δεκαετίας, η οποία έχει περιορίσει δραστικά τη διαθεσιμότητα νέων κατοικιών. Τα λίγα ενεργειακά αποδοτικά ακίνητα που υπάρχουν στην αγορά συγκεντρώνουν αυξανόμενη ζήτηση, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές και καθιστώντας ακόμη δυσκολότερη την απόκτησή τους μέσω δανείου. Την ίδια στιγμή, τα παλαιά ακίνητα εμφανίζουν όχι μόνο ενεργειακή υστέρηση, αλλά και μεγαλύτερη έκθεση στον κίνδυνο φυσικών καταστροφών, γεγονός που επιβαρύνει περαιτέρω την τραπεζική αξιολόγηση.































