Σημαντικές απώλειες δημοσίων εσόδων, που ξεπερνούν το 1,26 δισ. ευρώ σε ορίζοντα πενταετίας, καταγράφονται εξαιτίας φοροαπαλλαγής η οποία θεσπίστηκε το 2019 και αφορά την υπεραξία από τη μεταβίβαση μετοχών νομικών προσώπων.
Πρόκειται για το άρθρο 20 του νόμου 4646/2019, με το οποίο προστέθηκε νέα διάταξη στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Σύμφωνα με αυτήν, το εισόδημα που προκύπτει από την υπεραξία μεταβίβασης τίτλων συμμετοχής απαλλάσσεται πλήρως από τη φορολογία, υπό την προϋπόθεση ότι το νομικό πρόσωπο που πωλεί τις μετοχές είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, κατέχει τουλάχιστον το 10% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας και έχει διακρατήσει τη συμμετοχή για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών. Στην πράξη, η διάταξη επιτρέπει σε επιχειρηματικούς ομίλους και επενδυτικά funds να αποκομίζουν υψηλά κέρδη από πωλήσεις συμμετοχών χωρίς καμία φορολογική επιβάρυνση.
Το δημοσιονομικό αποτύπωμα της ρύθμισης αποτυπώνεται με σαφήνεια στις Εκθέσεις Φορολογικών Δαπανών των τελευταίων ετών. Το 2020 τα μη εισπραχθέντα έσοδα ανήλθαν σε 59,4 εκατ. ευρώ, το 2021 αυξήθηκαν στα 128,6 εκατ. ευρώ, το 2022 εκτοξεύθηκαν στα 409,47 εκατ. ευρώ, το 2023 υποχώρησαν στα 65,33 εκατ. ευρώ, ενώ το 2024 ανήλθαν εκ νέου στα 597,5 εκατ. ευρώ. Αθροιστικά, για την περίοδο 2020–2024, το Δημόσιο στερήθηκε έσοδα ύψους 1,26 δισ. ευρώ από μία και μόνο κατηγορία εισοδήματος.
Η κλίμακα των απωλειών αυτών έχει πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις για την κατεύθυνση της φορολογικής πολιτικής. Κριτικές φωνές επισημαίνουν ότι πρόκειται για μια έμμεση αλλά ουσιαστική αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των ισχυρότερων οικονομικών παικτών, την ώρα που η δημοσιονομική πολιτική εμφανίζεται περιοριστική σε ζητήματα όπως η μείωση της έμμεσης φορολογίας, η αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας των μισθωτών με βάση τον πληθωρισμό ή η ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών. Όπως τονίζεται, τα χαμένα αυτά έσοδα θα μπορούσαν να είχαν κατευθυνθεί στη στήριξη του κοινωνικού κράτους, της δημόσιας υγείας, της παιδείας ή των κρίσιμων υποδομών.
Η σύγκριση με τις πρακτικές άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναδεικνύει ότι η ελληνική ρύθμιση κινείται στα όρια της πλέον γενναιόδωρης εφαρμογής. Στη Γερμανία, η υπεραξία από την πώληση μετοχών από νομικά πρόσωπα φορολογείται κατ’ αρχήν, αν και εφαρμόζεται καθεστώς μερικής απαλλαγής, καθώς το 95% του κέρδους εξαιρείται, ενώ το υπόλοιπο 5% φορολογείται έμμεσα. Αντίστοιχο μοντέλο ισχύει και στη Γαλλία, όπου φορολογείται ένα μικρό ποσοστό της υπεραξίας ως τεκμαρτό κόστος.
Στην Ιταλία, η απαλλαγή συνδέεται με αυστηρές προϋποθέσεις διακράτησης και συμμετοχής, ενώ μέρος του κέρδους παραμένει φορολογητέο, στοχεύοντας στον περιορισμό καταχρηστικών πρακτικών. Η Ισπανία έχει εγκαταλείψει την πλήρη απαλλαγή, επιβάλλοντας πλέον φορολόγηση του 5% της υπεραξίας, αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενός ελάχιστου φορολογικού αποτυπώματος.
Στην Ολλανδία, ένα από τα πιο γνωστά επενδυτικά καθεστώτα στην Ευρώπη, εφαρμόζεται participation exemption, αλλά με αυστηρά κριτήρια ουσίας, επιχειρηματικής δραστηριότητας και αντικαταχρηστικούς κανόνες. Η υπεραξία απαλλάσσεται μόνο εφόσον η συμμετοχή δεν είναι παθητικού χαρακτήρα και η δομή δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά για φοροαποφυγή.
Στη Σουηδία και στη Δανία, ισχύει απαλλαγή της υπεραξίας για εταιρικές συμμετοχές, αλλά με σαφή διάκριση μεταξύ στρατηγικών επενδύσεων και καθαρά χρηματοοικονομικών τοποθετήσεων, ενώ ενεργοποιούνται κανόνες κατά της καταχρηστικής φορολογικής πρακτικής.































