Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα αντιμετωπίζει προκλήσεις, καθώς οι αποτιμήσεις πολλών περιουσιακών στοιχείων παραμένουν υψηλές και οι αγορές κρατικών ομολόγων δέχονται πιέσεις, σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης οικονομικής αβεβαιότητας. Σύμφωνα με τη νέα Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (GFSR) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που παρουσιάστηκε σήμερα στην Ουάσιγκτον από τον Tobias Adrian, τον Αθανάσιο Βαμβακίδη και τον Jason Wu, ανώτερα στελέχη του Τμήματος Νομισματικών και Κεφαλαιαγορών του ΔΝΤ, οι αυξημένες προκλήσεις συνδέονται και με τη ραγδαία ανάπτυξη των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (nonbanks), τα οποία αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη σημασία στις διεθνείς αγορές.
Οι μη τράπεζες - όπως ασφαλιστικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία και επενδυτικά κεφάλαια - δεν δέχονται καταθέσεις, ωστόσο παίζουν ολοένα πιο κρίσιμο ρόλο στη διαμεσολάβηση κεφαλαίων, στη χορήγηση πίστωσης και στη διαχείριση ρευστότητας. Πλέον, κατέχουν περίπου το 50% των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι τράπεζες έχουν έκθεση προς αυτές μεγαλύτερη από το βασικό τους κεφάλαιο (Tier 1).
Η έκθεση του ΔΝΤ τονίζει ότι η διαφοροποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου - από αυστηρή εποπτεία στις ασφαλιστικές μέχρι περιορισμένη ή ελλιπή εποπτεία για άλλες κατηγορίες - δημιουργεί σημαντικά κενά. Η περιορισμένη διαφάνεια ως προς τα στοιχεία ενεργητικού, τη μόχλευση και τη ρευστότητα καθιστά δύσκολη την έγκαιρη ανίχνευση συστημικών κινδύνων.
Σύμφωνα με τεστ αντοχής (stress tests) του ΔΝΤ, οι κίνδυνοι που απορρέουν από τις μη τράπεζες μπορούν να μεταδοθούν ταχύτατα στον τραπεζικό τομέα, ενισχύοντας τις αναταράξεις. Σε σενάριο στασιμοπληθωρισμού - με ύφεση, αυξημένο πληθωρισμό και υψηλότερες αποδόσεις κρατικών ομολόγων - περίπου το 18% των τραπεζών παγκοσμίως θα έβλεπαν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) να πέφτουν κάτω από το 7%. Ειδικά αν οι μη τράπεζες ενεργοποιούσαν πλήρως τις πιστωτικές τους γραμμές, οι κεφαλαιακοί δείκτες θα υποχωρούσαν πάνω από 100 μονάδες βάσης για το 10% των αμερικανικών και το 30% των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Αυτή η διασύνδεση μεταξύ τραπεζών και μη τραπεζών αναδεικνύει την ανάγκη για νέα, πιο ολοκληρωμένα εργαλεία εποπτείας, με συστημικές δοκιμές και καλύτερο συντονισμό μεταξύ των αρχών.
Ένα ακόμη κανάλι μετάδοσης κινδύνων είναι οι βασικές αγορές κρατικών ομολόγων, όπου τα μη τραπεζικά ιδρύματα έχουν αυξήσει τη συμμετοχή τους. Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι η ανισορροπία ρευστότητας σε ανοιχτά επενδυτικά κεφάλαια - όπου οι επενδυτές μπορούν να ρευστοποιούν άμεσα, αλλά τα υποκείμενα ομόλογα χρειάζονται χρόνο για πώληση - μπορεί να οδηγήσει σε μαζικές αναγκαστικές ρευστοποιήσεις. Σε περίπτωση ανόδου επιτοκίων κατά 80 μονάδες βάσης, οι πωλήσεις ομολόγων θα μπορούσαν να φτάσουν τα 200 δισ. δολάρια, με τα τρία τέταρτα να αφορούν τίτλους του αμερικανικού Δημοσίου.
Στις αναδυόμενες οικονομίες, η αυξανόμενη συμμετοχή των εγχώριων μη τραπεζών - όπως ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων - έχει ενισχύσει τη ρευστότητα των τοπικών αγορών και μείωσε την εξάρτηση από το τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, οι ξένες μη τράπεζες εξακολουθούν να κατέχουν σημαντικό μερίδιο, γεγονός που εντείνει την ευπάθεια όταν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές επιδεινώνονται.
Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα εξαρτάται από υγιείς μακροοικονομικές πολιτικές, ισχυρά κεφαλαιακά μαξιλάρια και αποτελεσματικούς μηχανισμούς στήριξης ρευστότητας. Η πλήρης εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ, η ενίσχυση των πλαισίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και η εντατικοποίηση της εποπτείας των μη τραπεζών είναι κρίσιμες.
Τέλος, το Ταμείο εφιστά την προσοχή στους ιδιωτικούς πιστωτικούς φορείς, που αναπτύσσονται ραγδαία και λειτουργούν με περιορισμένη διαφάνεια.






























