Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ετοιμάζεται να προχωρήσει στο ξεπάγωμα εκατοντάδων ΑΦΜ φυσικών και νομικών προσώπων που είχαν τεθεί σε αναστολή τα προηγούμενα χρόνια λόγω υποθέσεων φοροδιαφυγής. Η απόφαση αυτή έρχεται ύστερα από την κρίσιμη ετυμηγορία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με την απόφαση 869/2025 έκρινε ότι η πρακτική της απενεργοποίησης ΑΦΜ παραβιάζει το Σύνταγμα.
Μέχρι σήμερα, η ΑΑΔΕ είχε τη δυνατότητα να προχωρά σε αναστολή ή και πλήρη απενεργοποίηση του ΑΦΜ ενός φορολογούμενου όταν διαπιστώνονταν σοβαρές παραβάσεις.
Η συνέπεια ήταν ιδιαίτερα αυστηρή: όποιος έχανε το ΑΦΜ του δεν μπορούσε να εκδίδει τιμολόγια, να πραγματοποιεί συναλλαγές, να προμηθεύεται προϊόντα ή να συνεχίζει τη δραστηριότητά του. Η απενεργοποίηση μπορούσε να διαρκέσει αρκετά χρόνια, με αποτέλεσμα να ισοδυναμεί με έναν ιδιότυπο «οικονομικό θάνατο».
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με πρόεδρο τον Μιχάλη Πικραμένο και εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Ελένη Σκούρα, επισήμανε ότι η αναστολή χρήσης ή η απενεργοποίηση του ΑΦΜ αποτελεί μια «βαθιά επέμβαση στην οικονομική ζωή του φορολογούμενου, φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία κατ’ ουσίαν ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας». Το δικαστήριο τόνισε ακόμη ότι ο νόμος 4174/2013, που προέβλεπε αυτή τη δυνατότητα, δεν περιλάμβανε επαρκείς εγγυήσεις ούτε σαφές πλαίσιο εφαρμογής, αφήνοντας υπερβολικά μεγάλη διακριτική ευχέρεια στον διοικητή της ΑΑΔΕ. Αυτό κρίθηκε αντίθετο με την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της αναλογικότητας.
Μετά την απόφαση του ΣτΕ, η ΑΑΔΕ υποχρεούται πλέον να προχωρήσει στο ξεπάγωμα όλων των ΑΦΜ που βρίσκονται σε αναστολή. Η εξέλιξη αυτή ανακουφίζει εκατοντάδες φορολογούμενους που είχαν βρεθεί σε καθεστώς πλήρους αποκλεισμού από την αγορά, ενώ παράλληλα ανοίγει τη συζήτηση για το πώς θα πρέπει να διαμορφωθούν στο μέλλον πιο δίκαιοι και αποτελεσματικοί μηχανισμοί καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, χωρίς να καταστρατηγείται το δικαίωμα στην οικονομική δραστηριότητα.
Η σημασία της απόφασης γίνεται πιο ξεκάθαρη μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα.
Ένας ελεύθερος επαγγελματίας, όπως ένας μηχανικός ή ένας λογιστής, που έβλεπε το ΑΦΜ του να απενεργοποιείται λόγω υποψίας φοροδιαφυγής, δεν μπορούσε πλέον να κόψει απόδειξη ή να συνάψει σύμβαση.
Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να σταματήσει να εργάζεται, ακόμη και αν η υπόθεση δεν είχε κριθεί οριστικά. Αντίστοιχα, μια εμπορική εταιρεία που είχε «παγώσει» ο ΑΦΜ της δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει εισαγωγές, να προμηθευτεί υλικά ή να πληρωθεί από συνεργάτες. Έτσι, οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια σε οικονομικό αδιέξοδο.

































