Δεκαπέντε χρόνια μετά την υιοθέτηση των στρατηγικών «έξυπνης εξειδίκευσης» η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να αναζητά απαντήσεις για το αν οι πολιτικές αυτές αποδίδουν. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η εικόνα παραμένει μικτή: ενώ η χώρα τήρησε τον κανόνα και προχώρησε στη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής και περιφερειακών στρατηγικών, τα αποτελέσματα στην πράξη απείχαν και εξακολουθούν να απέχουν από το προσδοκώμενο.
Η έξυπνη εξειδίκευση αποτέλεσε αναγκαία προϋπόθεση για την πρόσβαση στα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) κατά τις προγραμματικές περιόδους 2014–2020 και 2021–2027. Για την Ελλάδα αυτό σήμαινε την εκπόνηση στρατηγικών σε όλες τις περιφέρειες, με στόχο να αναδειχθούν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα: από τον αγροδιατροφικό τομέα στη Θεσσαλία και την Κεντρική Μακεδονία, έως τον τουρισμό και τις δημιουργικές βιομηχανίες στο Νότιο Αιγαίο.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται σε έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, η διαδικασία πάσχει από σοβαρές αδυναμίες: οι περιφερειακές προτεραιότητες δεν ευθυγραμμίζονται πάντα με τις ευρωπαϊκές στρατηγικές, όπως η παραγωγή μικροτσίπ, μπαταριών ή η προώθηση του υδρογόνου. Αυτό ισχύει και στην ελληνική περίπτωση, όπου πολλές περιφέρειες κατέληξαν σε οριζόντιες επιλογές, χωρίς σαφή εξειδίκευση, συχνά επαναλαμβάνοντας γνωστές κατευθύνσεις χωρίς πραγματική διαφοροποίηση.
Ένα ακόμη αδύναμο σημείο είναι η διαπεριφερειακή συνεργασία. Αν και θεωρητικά αποτελεί βασικό στοιχείο της έξυπνης εξειδίκευσης, στην Ελλάδα οι συνέργειες μεταξύ περιφερειών παραμένουν περιορισμένες. Την περίοδο 2014–2020, τα περισσότερα έργα είχαν καθαρά τοπικό χαρακτήρα, χωρίς να αξιοποιούνται ουσιαστικά οι δυνατότητες συνεργασίας με άλλες περιφέρειες ή χώρες.
Στην πράξη, το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης κατευθύνθηκε σε παραδοσιακούς τομείς: αγροδιατροφή, τουρισμό, πληροφορική και υγεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου το 50% των κονδυλίων του ΕΤΠΑ σε όλη την ΕΕ –συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας– απορροφήθηκε από τρεις κλάδους: αγροδιατροφικό, υγεία-βιοεπιστήμες και ΤΠΕ. Αυτό δείχνει μια τάση συγκέντρωσης σε «εύκολες» επιλογές, παρά σε πραγματικά καινοτόμες ή υψηλής τεχνολογίας επενδύσεις.
Η ελληνική εμπειρία αναδεικνύει και μια ακόμη πρόκληση: την περιορισμένη συμμετοχή της επιχειρηματικής κοινότητας στη διαδικασία. Παρά την πρόβλεψη για «τετραπλή έλικα» (κράτος, πανεπιστήμια, επιχειρήσεις, κοινωνία πολιτών), στην πράξη η διαβούλευση συχνά έμεινε τυπική, με αποτέλεσμα οι στρατηγικές να μην αντανακλούν πάντα τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς.




























