Ο Ντονάλντ Τραμπ κήρυξε τον εμπορικό πόλεμο (σχεδόν) σε όλο τον κόσμο - και την Ευρώπη, την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος έχει χαρακτηρίσει ως τον «χειρότερο παραβάτη». Αφού έπληξε τον ευρωπαϊκό χάλυβα, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα, αυτή την εβδομάδα ο Τραμπ ανακοίνωσε σαρωτικούς δασμούς 20% σχεδόν σε όλες τις εισαγωγές της ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι το έβλεπαν αυτό να έρχεται, εδώ και πολύ καιρό. Πολύ πριν από την επανεκλογή του, αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες εκπόνησαν σχέδια για το πώς η ΕΕ θα μπορούσε να απαντήσει στον Τραμπ και σε έναν πιθανό διατλαντικό εμπορικό πόλεμο.
Ποιες μπορεί να είναι οι πολιτικές επιπτώσεις στην Ευρώπη; Τα καλά νέα είναι ότι ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ φέρνει τις φιλικές προς εκείνον ακροδεξιές ευρωπαϊκές δυνάμεις σε τρομερά δυσάρεστη θέση. Είναι άλλο πράγμα για την ευρωπαϊκή ακροδεξιά να υποστηρίζει τις θέσεις του Τραμπ όσον αφορά την Ουκρανία, τον Καναδά, το Μεξικό ή τη Γάζα και άλλο να υπερασπίζεται τον Αμερικανό πρόεδρο και τις πολιτικές του όταν τα θύματα είναι χώρες που εκπροσωπούν ακροδεξιοί ηγέτες.
Τι στάση κρατούν οι ακροδεξιοί της Ευρώπης
Οι ακροδεξιοί ηγέτες στην Ευρώπη έχουν υιοθετήσει δύο προσεγγίσεις. Οι πιο λαϊκιστές, παραμένουν το ίδιο... υποτακτικοί. Ο Ματέο Σαλβίνι, ο ηγέτης του κόμματος Λέγκα στην Ιταλία, υποστήριξε ότι οι δασμοί του Τραμπ αποτελούν «ευκαιρία» για τις ιταλικές επιχειρήσεις, χωρίς να εξηγήσει το γιατί και να διευκρινίσει το πώς. Και αν αυτή η ευκαιρία δεν αξιοποιηθεί, αυτό θα οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στα «σοβαρά λάθη» των Βρυξελλών, όπως δήλωσε ο Ούγγρος υπουργός Εξωτερικών, Πίτερ Σίγιαρτο.
Οι περισσότεροι άλλοι ακροδεξιοί ηγέτες, ωστόσο, βρίσκονται σε επιφυλακή, γνωρίζοντας ότι είναι καταδικασμένοι αν μιλήσουν υπέρ του Τραμπ, αλλά και αν δεν μιλήσουν.
Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, είναι σαφές ότι αισθάνεται άβολα. Ναι μεν χαρακτήρισε «λανθασμένη» την απόφαση Τραμπ, ωστόσο προσπάθησε να κρατήσει ήπιους τόνους, λέγοντας πως «πρέπει να ξεκινήσει μια ειλικρινής συζήτηση με τους Αμερικανούς, με στόχο την κατάργηση και όχι τον πολλαπλασιασμό των δασμών».
Οι Ευρωπαίοι πολίτες στρέφονται ξανά προς την ΕΕ
Ένα άλλο πολιτικό πλεονέκτημα του διατλαντικού εμπορικού πολέμου του Τραμπ κατά της Ευρώπης είναι ότι θα μπορούσε να ενισχύσει την ενότητα. Τα πρώτα σημάδια είναι ήδη ορατά.
Στριμωγμένοι ανάμεσα στον πόλεμο της Ρωσίας και την προδοσία των ΗΠΑ, ενισχύεται η υποστήριξη των Ευρωπαίων πολιτών προς την ΕΕ.
Το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο αποκάλυψε ότι το 74% των Ευρωπαίων πιστεύει ότι η συμμετοχή της χώρας τους στην ΕΕ είναι κάτι θετικό - το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 42 ετών. Διαισθητικά, οι πολίτες καταλαβαίνουν ότι η ΕΕ, μένοντας ενωμένη, μπορεί να υπερασπιστεί καλύτερα τα συμφέροντά τους. Και αυτό δεν ισχύει πουθενά περισσότερο από ό,τι στον τομέα του εμπορίου, που αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ.
Αυτό σημαίνει ότι η Ένωση μπορεί να αναπτύξει μια συνεκτική αντιστρατηγική στον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ, η οποία να αντιπροσωπεύει το μπλοκ στο σύνολό του. Όσον αφορά το εμπόριο και την οικονομία, οι ΗΠΑ μπορούν να βλάψουν πολύ την ΕΕ, ωστόσο ισχύει και το αντίστροφο.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έδωσε μια πρόγευση της απάντησης της ΕΕ. Αν και συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις με την Ουάσινγκτον, δεδομένου ότι η αποφυγή ενός εμπορικού πολέμου παραμένει ο πρωταρχικός στόχος, η ΕΕ προετοιμάζεται να προβεί σε αντίποινα, να διαφοροποιήσει τις εμπορικές της σχέσεις και να εμβαθύνει την ενιαία αγορά.
Διεργασίες στην ΕΕ
Είναι ενδιαφέρον ότι η φον ντερ Λάιεν απάντησε στην «ημέρα απελευθέρωσης» του Τραμπ από τη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν, όπου πραγματοποιείται η πρώτη σύνοδος κορυφής ΕΕ-Κεντρικής Ασίας. Στο ίδιο πνεύμα, ολόκληρο το σώμα των επιτρόπων ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ινδία τον Φεβρουάριο για να διερευνήσει την εμβάθυνση των ευρωπαϊκών δεσμών με το Δελχί. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, σε δηλώσεις του επίσης από το Ουζμπεκιστάν, τόνισε πως «πως «τώρα είναι η ώρα να προχωρήσουμε με τις συμφωνίες με τη Mercosur, το Μεξικό και να προχωρήσουμε αποφασιστικά στις διαπραγματεύσεις με την Ινδία και άλλους βασικούς εταίρους».
Τα αντίποινα προς τις ΗΠΑ μπορεί να περιλαμβάνουν δασμούς που θα μπορούσαν να κλιμακωθούν με την πάροδο του χρόνου. Πιο συγκεκριμένα, η ΕΕ εξετάζει το ενδεχόμενο λήψης αντίμετρων στις υπηρεσίες, όπου, σε αντίθεση με τα αγαθά, οι ΗΠΑ απολαμβάνουν ετήσιο πλεόνασμα άνω των 100 δισ. ευρώ (84 δισ. στερλίνες). Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει μέτρα όπως η αναστολή των δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας και ο αποκλεισμός αμερικανικών εταιρειών από ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς δημοσίων συμβάσεων.
Εάν η κλιμάκωση των ΗΠΑ συνεχιστεί, απαιτώντας για παράδειγμα από την ΕΕ να μειώσει τον ΦΠΑ, να καταργήσει τους ψηφιακούς φόρους ή να χαλαρώσει τις πράξεις για τις ψηφιακές υπηρεσίες και αγορές, τα αντίποινα της ΕΕ θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν το κορυφαίο της «όπλο»: το Anti-Coercion Instrument (ACI) - μέσο αποτροπής μέτρων εξαναγκασμού. Αυτό θα περιόριζε σοβαρά την πρόσβαση των αμερικανικών εταιρειών παροχής υπηρεσιών στην ενιαία αγορά της ΕΕ.
Με πληροφορίες από Guardian































