Σχεδόν δύο αιώνες έχουν περάσει από εκείνο το πρωινό της 27ης Σεπτέμβρη 1831 όταν, στην είσοδο του ναού του Άγιου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, ο Κωσταντίνος κι ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης δολοφονούσαν τον Ιωάννη Καποδίστρια. Τα σημάδια από τα βόλια, που υπάρχουν ακόμη στην είσοδο του ναού, μοιάζουν με τα ανεξίτηλα σημάδια που άφησε η δολοφονία του στη συλλογική μνήμη, την πολιτική ζωή αλλά και τον ιστορικό προβληματισμό που τον χαρακτήριζε αμηχανία, από όποια πλευρά του λόφου κι αν στεκόταν.
Το επίσημο, κρατικό ιστορικό αφήγημα τον αντιμετώπισε ως «Μεγάλο Έλληνα», έναν «πατερούλη» που θυσίασε τα πάντα για την «Πατρίδα». Όμως, σύμφωνα με το ίδιο αφήγημα, κι αυτοί που τον δολοφόνησαν «Μεγάλοι Έλληνες» ήταν όπως και οι πολιτικοί μέντορές τους ενώ και οι «Μεγάλοι Σύμμαχοι», η Αγγλία και η Γαλλία, ήταν – αποδεδειγμένα ενορχηστρωτές. Δύσκολη εξίσωση οπότε η εύκολη λύση ήταν η καταφυγή στη μεταφυσική: Το «γονίδιο της διχόνοιας» που έχουμε στο DNA μας, μια παγκόσμια βιολογική πρωτοτυπία, είναι η εξήγηση! Όχι και τόσο πειστική…
O Σπύρος Αλεξίου
Δεν ήταν μικρότερη η αμηχανία και όσων αμφισβήτησαν το επίσημο αφήγημα. Οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας ήταν από τους «απέναντι», εύκολος στόχος, αλλά ο Καποδίστριας; Η κοινωνική καταγωγή, η πολιτική συγκρότηση και διαδρομή, η πρακτική ως κυβερνήτης στην εσωτερική πολιτική ζωή πόρρω απείχαν από τα στερεότυπα του «λαικού αγωνιστή» ή του «δημοκράτη». Η κοινωνική του όμως πολιτική, η αντίσταση στις δυτικές, αποικιοκρατικές δυνάμεις έδιναν μια άλλη διάσταση που δύσκολα χωρούσε στα στερεότυπα.
«Το ιστορικό πρόβλημα «Ι. Καποδίστριας» παραμένει . Άλλοι τον λογαριάζουν για μεγάλο κυβερνήτη που έβαλε τα θεμέλια κι οι άλλοι για δικτάτορα που γύρευε να κάνει την Ελλάδα ρωσικό προτεκτοράτο. Ποιοι έχουν δίκιο; Δε καρτεράς βέβαια να σου απαντήσω μονολεκτικά. Οι παρόμοιες κρίσεις, με το λιβανιστήρι από τη μια και το τσεκούρι από την άλλη βρίσκουνται μακριά από την αλήθεια».
Αυτό το απλό μάθημα διαλεκτικής γράφεται το 1960 και είναι η εισαγωγή του Δ. Φωτιάδη στο, σχετικό με τον Καποδίστρια, κεφάλαιο της μονογραφίας «Κανάρης». Το πρώτο, εύκολο συμπέρασμα, είναι πως η συζήτηση αυτή είναι πολύ παλιά. Τη διαδρομή της την παρουσιάζει σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο, που δημοσίευσε στα «Τετράδια Μαρξισμού» το 2018, ο Κ. Παλούκης.
Αναζωπυρώθηκε η συζήτηση με αφορμή την συμπλήρωση 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης. Ήταν η περίοδος που το «αναθεωρητικό ρεύμα», με ναυαρχίδα την επιτροπή «Ελλάδα 2021» και πρόεδρο την κ. Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη, επιχείρησε να υπερβεί από νεοφιλελεύθερη σκοπιά το «εθνικό αφήγημα». Έγραφε σε μια ανάρτησή του ο κ. Αριστείδης Χατζής, καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Ε.Κ.Π.Α., μέλους της επιτροπής «Ελλάδα 2021» και Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών:
«Για τον Καποδίστρια, τα πρώτα δημοκρατικά και φιλελεύθερα συντάγματα αποτελούν “ξυράφι στα χέρια μικρού παιδιού»… θεωρεί ιδιαίτερα επικίνδυνο ξυράφι το Σύνταγμα, το αναστέλλει & κηρύσσει ουσιαστικά δικτατορία. Αυτό είναι το τέλος της Πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Όμως οι δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι Έλληνες δεν το έβαλαν κάτω. Συνέχισαν να αγωνίζονται για δημοκρατία και δικαιώματα».
Η ανάρτηση προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, έφτασε να ζητηθεί ως και η παραίτηση της κ. Αγγελοπούλου, υπήρξαν ανταπαντήσεις, περίσσεψε η «εθνική αγανάκτηση», έλειψε η νηφαλιότητα. Κυρίως ξεχάσθηκε πως κάθε πρόσωπο ή κατάσταση κρίνεται στον ιστορικό χώρο και χρόνο.
Ο Καποδίστριας δεν άφησε ποτέ περιθώριο να αμφισβητηθούν οι πολιτικές του πεποιθήσεις: Τη «Φωτισμένη Δεσποτεία» υποστήριζε και υπηρέτησε. Γενικότερα, είναι βαθιά αντιεπιστημονικό και αντιστορικό να χρησιμοποιεί κανείς όρους που προσιδιάζουν σε σύγχρονες μορφές διακυβέρνησης και πολιτικά φαινόμενα , όπως «δικτατορία», σε ιστορικά προγενέστερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Είναι ακόμα και επικίνδυνη αυτή η γενίκευση καθώς και η προβολή στο παρελθόν κατηγοριοποιήσεων του παρόντος.
Κατά συνέπεια το ερώτημα δεν είναι αν ήταν «δικτάτορας». Το ζητούμενο είναι να εκτιμηθεί η παρουσία του στην καθοριστική ιστορική στιγμή από τη σκοπιά της προόδου, με τη σημασία που ο διαλεκτικός υλισμός δίνει στην λέξη, η συμβολή στην πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με την κατάκτηση της ανεξαρτησίας, η διεύρυνση του ελεύθερου εδάφους και ο βαθμός ικανοποίησης των κοινωνικών και πολιτικών αιτημάτων.
Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, όσο γίνεται πιο νηφάλια και όσο επιτρέπει ο χρόνος, το ιστορικό αυτό πρόβλημα.
Ο «αντιδραστικός» Καποδίστριας
Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Το 1803 διορίστηκε γραμματέας της επικράτειας της Ιονίου Πολιτείας. Αργότερα εντάχθηκε στη Ρωσική διπλωματική υπηρεσία και αναδείχτηκε σε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας. Πρωταγωνίστησε στο Συνέδριο της Βιέννης (1815) που γέννησε την «Ιερά Συμμαχία». Με τον αυστριακό ομόλογό του Φον Γκεντς θεωρούνται οι αρχιτέκτονες της. Όταν ο Εμμ. Ξάνθος του πρότεινε την αρχηγία της Φιλικής απάντησε αρνητικά:
«ν’ αποτραπούν διά παντός τρόπου οι Έλληνες από των ολεθρίων τούτων βουλευμάτων». Προσπάθησε να αποτρέψει και τον Αλ. Υψηλάντη: « «ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον οι ελεεινοί… προφυλαχθήτε από τοιούτους άνδρας». Τάχθηκε εναντίον της Επανάστασης, χαρακτήρισε τις προκηρύξεις του Υψηλάντη «ανόητες και ενισχύουσες τον Ιακωβινισμόν».
Στις 30 Μαρτίου 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εκλέχθηκε Κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Απαίτησε την αναστολή του Συντάγματος της Επιδαύρου και τη διάλυση της Βουλής. Στη θέση της δημιούργησε το «Πανελλήνιον», γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ τη διακυβέρνηση ανέλαβε μια Κεντρική Γραμματεία. Δεν ήταν ανεκτικός προς τον τύπο. Οι εφημερίδες «Ανεξάρτητος», «Ηώς» και «Απόλλων» είτε έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων είτε οι εκδότες τους διώχθηκαν.
Αν στη ζυγαριά μπουν μόνο αυτά οδηγούμαστε στο «προφανές συμπέρασμα», στο οποίο καταλήγει ο κ. Χατζής: Ο Καποδίστριας ήταν ένας «δικτάτορας» και οι αντίπαλοί του ήταν «δημοκράτες».
Ήταν ο Καποδίστριας «κατά της Φιλικής Εταιρείας»;
Πριν δούμε όσα υποστηρίζουν οι υποστηριχτές του, ας σταθούμε σε μια πλευρά που ελάχιστα φωτίζεται: Μία από τις βασικές κατηγορίες εναντίον του ήταν πως δεν υποστήριξε τη Φιλική Εταιρεία και, κατά προέκταση την Επανάσταση. Όλες οι επίσημες τοποθετήσεις του συγκλίνουν σε αυτό, όμως συχνά τα φαινόμενα απατούν. Ας δούμε ορισμένα ιστορικά δεδομένα που διαφοροποιούν την εκτίμηση αυτή.
Το 1817 ο Καποδίστριας ήταν υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας όταν έφτασε στην Πετρούπολη ο Νικόλαος Γαλάτης, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο που είχε αναρριχηθεί στην ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Συναντήθηκε με τον Καποδίστρια, ο οποίος αμέσως ενημέρωσε τον Τσάρο και πήρε εντολή να συνεχίσει τις επαφές.
Στα Απομνημονεύματά του αναφέρεται απαξιωτικά για τον Γαλάτη και τονίζει πως τον απέπεμψε:
« η εμφάνισίς του, οι τρόποι του και οι πρώτοι του λόγοι με έκαμαν κατ’ αρχάς να νομίσω ότι ο νέος ούτος ήτο τυχοδιώκτης».
Ο Γαλάτης δεν τηρούσε κανέναν συνωμοτικό κανόνα και οι κινήσεις του έγιναν αντιληπτές από τους πράκτορες του Άγγλου πρεσβευτή Κάθκαρτ. Η ρωσική ηγεσία, λοιπόν, προέβη σε μια κίνηση αντιπερισπασμού. Συνέλαβε τόσο τον Γαλάτη όσο και άλλα δύο μέλη της Εταιρείας, τον Δημήτριο Αργυρόπουλο και τον Χριστόφορο Περραιβό. Τις ανακρίσεις διενήργησε – με εντολή του Καποδίστρια - προσωπικά ο αρχηγός της αστυνομίας της Πετρούπολης, ο ελληνικής καταγωγής στρατηγός Ιωάννης Γοργόλης.
Παραδόξως οι συλληφθέντες αφέθηκαν την άλλη ημέρα, παίρνοντας μάλιστα και αποζημίωση 80 δουκάτα, ωστόσο πολύτιμο υλικό της Εταιρείας, ουσιαστικά το Αρχείο της, είχε περιέλθει στα χέρια της ρωσικής ηγεσίας, η οποία γνώριζε πλέον τα πάντα. Ο Γαλάτης απελάθηκε. Με ρωσικό διαβατήριο και με το όνομα Κωνσταντίνος Αλεξιανός οδηγήθηκε στη Μολδαβία. Εκεί συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο Πίνη, πρόξενο της Ρωσίας στο Ιάσιο, και τον γραμματέα του Γεώργιο Λεβέντη, οι οποίοι του παρέδωσαν επιστολή του Καποδίστρια και 5.000 γρόσια!
Το 1820 φτάνει στην Πετρούπολη ο Κυριάκος Καμαρηνός, έμπορος και μέλος της Φιλικής, στην οποία μυήθηκε το καλοκαίρι του 1818 από τον Παπαφλέσσα. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Π. Μαυρομιχάλη, ο οποίος, όντας άπληστος και αρχομανής, επιδίωξε επαφή με τον Καποδίστρια. Στόχος του ήταν η απόσπαση χρημάτων, παρότι είχε ήδη εισπράξει 32.000 γρόσια, αλλά και η εξακρίβωση της περιβόητης «Αόρατης Αρχής». Αυτήν την αποστολή ανέλαβε ο Καμαρηνός. Τυπικά μετέφερε επιστολές του Μαυρομιχάλη με τις οποίες ζητούνταν η συνδρομή του Καποδίστρια στην ίδρυση Ελληνομουσείου στη Μάνη.
Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, φυσικά, κάθε σχέση με τη Φιλική, και απάντησε στον Μαυρομιχάλη:
«Περί των ανθρώπων και των ενεργειών των οποίων με γράφεις, δεν ημπόρουν να έχω ουδεμίαν ιδέαν».
Ζήτησε από τον Καμαρηνό να μεταφέρει προφορικές συμβουλές στον Μαυρομιχάλη, ενώ έδωσε εντολή στον Ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Γκριγκόρι Στρογκανόφ, να ικανοποιήσει το οικονομικό αίτημα για το Ελληνομουσείο. Τα γεγονότα αυτά έχουν σημασία, αν μη τι άλλο δείχνουν πως ο Καποδίστριας, αλλά και ο Τσάρος, γνώριζαν τα πάντα για τη Φιλική και δεν στάθηκαν εχθρικά απέναντί της, τουλάχιστον.
Υπάρχουν και απόψεις συγχρόνων του που έχουν μάλλον υποτιμηθεί: ο Αμβρόσιος Φραντζής, θεωρεί ως εμπνευστή της τον «φιραρή» Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, (συγγενή του πολιτικού του 1821) ο οποίος συνέταξε τον οργανισμό και τον έδειξε το 1812 στον Καποδίστρια:
«Ο δε Ι. Καποδίστριας με πολλάς και διαφόρους προσθαφαιρέσεις υπεστήριξε μεν ως βάσιν τον περί ου ο λόγος οργανισμόν, τρέφων εν εαυτώ και ούτος την περί τούτου υπεράσπισιν και την πραγματικήν ενέργειαν ».
Ο Φιλικός και ιερολοχίτης Παναγιώτης Καλεβράς γράφει:
«Έπρεπε βέβαια να μένωσιν αρκεταί πράξεις του Καποδιστρίου μυστικαί και διά τούτο εφυλάχθησαν μυστικά πάντα τόσα έτη, με πίστην και αφοσίωσιν, δοθείσης παραγγελίας από τον Καποδίστριαν εις την επιτροπήν των Φιλικών ότι η αρχή της εταιρείας να είναι άγνωστος εις όλους, ίνα μη ακουσθεί περί τούτου τίποτε, ούτε ότι έχει είδησιν ο Αυτοκράτωρ και ο Καποδίστριας και ότι ενεργούν ταύτα».
Σε υπόμνημα που γράφτηκε το 1852 από ανώνυμο και βρέθηκε στο αρχείο του Γεωργίου Τερτσέτη μνημονεύονται οι συναντήσεις του Καποδίστρια στην Κέρκυρα το 1819, ιδιαίτερα με τον Κολοκοτρώνη και τον δάσκαλο Θ. Δημάδη. Ο άγνωστος συντάκτης θεωρούσε τον Καποδίστρια θεμελιωτή της Φιλικής.
Με τις επιφυλάξεις της χρονικής απόστασης και, κυρίως, των ανεπαρκών και αντιφατικών πληροφοριών, μπορούμε να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις: είναι προφανές πως ο Καποδίστριας δεν ήταν ο «Α.Α.», η Αόρατος Αρχή, όπως αναγραφόταν στον συνωμοτικό κώδικα. Θα ήταν πολύ αφελές από την πλευρά του και, φυσικά, δεν θα μπορούσε να μη γίνει αντιληπτό από τις πανίσχυρες μυστικές υπηρεσίες της Αυστρίας ή της Αγγλίας.
Εξίσου προφανές είναι πως η Ρωσία, αν και συμμετείχε στην Ιερά Συμμαχία και τασσόταν εναντίον κάθε επαναστατικού κινήματος, έβλεπε με θετικό μάτι τις κινήσεις των υπόδουλων λαών που έθεταν σε αμφισβήτηση την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολλά από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν δείχνουν την ευνοϊκή διάθεσή της απέναντι στη Φιλική. Γνώριζε τα πάντα και, αν πραγματικά ήθελε, θα μπορούσε να εξοντώσει τα στελέχη της, πολιτικά και φυσικά. Είναι φανερό πως δεν ήθελε, αντίθετα ανέχτηκε ή και διευκόλυνε τη δράση τους.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τον ρόλο του Καποδίστρια, ξεκαθαρίζοντας πως είναι εντελώς ανιστόρητη η θεωρία πως δρούσε αυτόνομα. Ο υπουργός Εξωτερικών μιας υπερδύναμης προφανώς και δεν δρα αυτόνομα. Όπως φάνηκε και στην υπόθεση Γαλάτη, ο Καποδίστριας ενημέρωνε τον τσάρο ακόμη και για μια συνάντησή του με έναν νεαρό Έλληνα. Στο πλαίσιο της ρωσικής πολιτικής στην περιοχή, καταδίκαζε σε κάθε ευκαιρία τα επαναστατικά καλέσματα, ενώ στην πράξη διευκόλυνε και προστάτευε, όσο μπορούσε, τις προσπάθειες των Φιλικών.
Υπήρχαν βαθύτεροι οργανωτικοί δεσμοί; Δεν υπάρχουν στοιχεία για να στηριχτεί με βεβαιότητα μια τέτοια εικασία. Πάντως, πρόσωπα όπως ο «φιραρής» Μαυροκορδάτος ή ο αδερφός του Βιάρος Καποδίστριας, δύσκολα θα συμμετείχαν σε μια συνωμοτική οργάνωση απέναντι στην οποία ο ίδιος ο Καποδίστριας ή η Ρωσία θα ήταν εχθρική.
Ο «Μπαρμπα – Γιάννης, ο πατερούλης του λαού»
Ας σταχυολογήσουμε από τα επιχειρήματα των υποστηρικτών του:
Όταν φτάνει στο Ναύπλιο δεν υπάρχει «Ελλάδα», ως αναγνωρισμένο διεθνώς κράτος. Στο εσωτερικό επικρατεί χάος: Δεν υπήρχε οικονομία, κρατική δομή, συγκοινωνίες. Κυριαρχούσαν κοτζαμπάσηδες και οι οπλαρχηγοί. Πείνα και εξαθλίωση , ληστεία και πειρατεία. Ο αναλφαβητισμός στο 95 %, η θρησκοληψία κυρίαρχη. Οι «Εθνοσυνελεύσεις», τα «Συντάγματα» και οι κυβερνήσεις; Ουσιαστικά, υποστηρίζουν οι υπερασπιστές του, αποτελούσαν συγκρούσεις φατριών καθώς δεν υπήρχαν δημοκρατικές διαδικασίες εκλογής.
Αυτή η σύντομη καταγραφή οδηγεί στο προφανές συμπέρασμα των «εθνοφυλάκων»: Η μόνη λύση ήταν μια ισχυρή, συγκεντρωτική εξουσία καθώς σε αυτήν την φάση οι συνταγματικές ελευθερίες θα ήταν «ξυράφι στα χέρια μικρού παιδιού». Τα μικρά παιδιά χρειάζονται έναν καλό πατερούλη, έναν «Μπαρμπαγιάννη», όπως ονόμαζε ο λαός τον Καποδίστρια, και οι αντίπαλοί του ήταν αιθεροβάμονες ή συμφεροντολόγοι.
Ιδρύεται κράτος με το όνομα Ελλάδα
Ας δούμε αναλυτικά την πολιτική του παρουσία κι ας βγάλει ο αναγνώστης τα συμπεράσματά του. Όταν εκλέγεται κυβερνήτης οι διπλωματικές εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Η αντίσταση των Ελλήνων, το ευνοϊκό κλίμα στη διεθνή κοινή γνώμη και οι αντιθέσεις των Δυνάμεων οδηγούν στη Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827: Ελλάδα αυτόνομη, υποτελής στον Σουλτάνο, σύνορα ως τη Λαμία. Οι όροι γίνονται επαχθέστεροι με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 18ης Νοεμβρίου 1828: Μόνο Πελοπόννησος και Κυκλάδες υπό «Προστασία», το όνειρο της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής: Ένα μικρό προτεκτοράτο, βάση για τις φρεγάτες της και εμπόδιο στην Ρωσία.
Στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, στις 14 Απριλίου 1827, εξελέγη κυβερνήτης της Ελλάδας. Αποτελεί πολιτική ανορθογραφία η Εθνοσυνέλευση, που ελεγχόταν από το Αγγλικό κόμμα, να εκλέγει κυβερνήτη έναν πολιτικό αντιπαθή στην Αγγλία και με την ταμπέλα του «ρωσόφιλου». Το παρασκηνιακό πολιτικό παιχνίδι έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Νικόλαος Δραγούμης γράφει:
«Αλλά τις πρώτος συνέλαβεν την ιδέαν της αναγορεύσεως του Καποδίστρια και τις υπεκίνησε την πρόσκλησιν; Καθ’ όσον γνωρίζω ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης αποφάσισαν να τον καλέσωσι»
Η Αγγλία δεν δέχεται την εκλογή και το καθιστά σαφές στον Καποδίστρια: Το πλοίο «Warspite», που θα τον έφερνε από την Αγκόνα στην Ελλάδα, καθυστέρησε 49 (!) μέρες. Αντί για την Ελλάδα τον οδήγησε στη Μάλτα όπου ο ναύαρχος Κόδριγκτον απαίτησε δέσμευση πως δεν θα προβάλλει καμία άλλη αξίωση πέραν των συνθηκών, αλλιώς θα θεωρούσε τον κυβερνήτη «όργανο της Ρωσίας». Ο Καποδίστριας απέφυγε να δεσμευτεί.
14 μήνες μετά, στις 3 Φλεβάρη του 1830 υπογραφόταν το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας . Ήταν η πρώτη διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, το οποίο θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. Είχε συμβάλει ο Καποδίστριας οξύνοντας τις αντιθέσεις των Δυνάμεων και συνεχίζοντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα , δημιουργώντας εδαφικά τετελεσμένα.
Όταν λοιπόν οι στρατιές του Ρώσου στρατηγού Ντίβιτς πλησίαζαν στην Κωνσταντινούπολη η Αγγλία αναγκάστηκε να υποχωρήσει, κάτω από την απειλή να λύσει μόνη της η Ρωσία το Ανατολικό Ζήτημα. Η εξωτερική πολιτική του Καποδίστρια είχε αποτέλεσμα.
Σημαντική η μαρτυρία του ιστορικού – και υπαρχηγού του Αγγλικού κόμματος- Σπ. Τρικούπη: Ως πρεσβευτής στο Λονδίνο συναντάται με τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Άμπερτιν. Στην ερώτηση αν ο Καποδίστριας ήταν όργανο των Ρώσων ο Τρικούπης απαντά με τη φράση που έμεινε ιστορική: «Προσπαθούσε η Ρωσία να υπηρετεί την Ελλάδα, όχι η Ελλάδα την Ρωσία» για να συμφωνήσει ο Άμπερτιν: «Και εγώ την ίδια γνώμη έχω και λυπάμαι που με την πρόληψη του ρωσισμού του τον βλάψαμε».
Το εσωτερικό μέτωπο
Στις 12 Γενάρη του 1828 έγινε η επίσημη υποδοχή του στην Αίγινα. Μετά τη Δοξολογία πήρε τον λόγο ο προοδευτικός φιλόσοφος Θ. Καΐρης. Η ομιλία του προκάλεσε την αντίδραση των κοτζαμπάσηδων και ολοκληρώθηκε με την παρέμβαση του Καποδίστρια. Το ίδιο βράδυ, 40 προύχοντες επιδίωξαν να συναντηθούν μαζί του. Αρνήθηκε να τους δεχτεί, προκαλώντας τον ενθουσιασμό του συγκεντρωμένου πλήθους.
Η σύγκρουση του Καποδίστρια με τους κοτζαμπάσηδες ήταν σύγκρουση της συγκεντρωτικής κεντρικής εξουσίας, που επεδίωκε να δημιουργήσει, με τους τοπάρχες. Χαρακτηριστική της νοοτροπίας τους η περίπτωση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Όταν ο Καποδίστριας κατήργησε τον τίτλο του Οθωμανού Μπέη και τα προνόμιά του, ο Πετρόμπεης ζήτησε να του παραχωρηθεί η Εύβοια (!) ώστε «να απολάψω τα εισοδήματά της και να ζήσω αξιοπρεπώς»! Το αίτημα του δεν έγινε φυσικά δεκτό και η Μάνη θα γίνει το εκτελεστικό όργανο των Αγγλογάλλων και της Αντιπολίτευσης.
Ο δεύτερος πόλος αντιπολίτευσης ήταν οι μεγάλοι πλοιοκτήτες, κυρίως της Ύδρας, με πυρήνα την πανίσχυρη εφοπλιστική οικογένεια των Κουντουριώτηδων. Εκτός από συμμετοχή στην εξουσία οι εφοπλιστές απαιτούσαν την άμεση αποζημίωσή τους για τις ζημιές που είχαν υποστεί τα πλοία τους στην Επανάσταση. Ο Καποδίστριας δέχτηκε το αίτημα, το συνέδεσε όμως με την πορεία των οικονομικών του κράτους. Η απάντηση αυτή θεωρήθηκε casus belli από τους εφοπλιστές.
Στην Ύδρα θα καταφύγει κι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εμφανιζόμενος ως ο εκφραστής του αιτήματος τήρησης των Συνταγμάτων του Αγώνα και αναθεώρησής τους στην κατεύθυνση της διεύρυνσής. Ενδεικτικό της αντιφατικότητας της πολιτικής σκηνής είναι η παρουσία, στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης, ανθρώπων όπως ο Αν. Πολυζωίδης, ο ποιητής Αλ. Σούτσος αλλά και ο Αδ. Κοραής.
Στο πλευρό του Καποδίστρια ήταν αγωνιστές όπως ο Κανάρης, ο Νικηταράς, ο Κασομούλης και φυσικά ο Κολοκοτρώνης. Το στοιχείο της αντίφασης εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Δ. Υψηλάντης. Ζούσε αυτοεξόριστος στο Άργος διαφωνώντας με την αυταρχική διακυβέρνηση του Καποδίστρια. Όταν δέχεται κρούση της Αντιπολίτευσης για συμμετοχή στον αγώνα κατά του «τυράννου», απαντά:
«Ο Καποδίστριας δεν είναι τύραννος, αν ήταν με τα χέρια μου θα τον σκότωνα».
Τα μεγάλα εσωτερικά θέματα
Από την αρχή της επανάστασης η «καυτή πατάτα» ήταν οι «Εθνικές γαίες». Η διανομή τους ήταν το όνειρο των αγωνιστών ώστε να πάψουν να είναι ακτήμονες και, από την άλλη, ο μεγάλος στόχος των κοτζαμπάσηδων. Στα μέσα Ιουλίου του 1831 ο Καποδίστριας συγκαλεί σύσκεψη γερουσιαστών. Όπως γράφει ο Ι. Τερτσέτης, τους διαβάζει ένα άρθρο για τον Μπολιβάρ από μια ξένη εφημερίδα και τους κατηγορεί:
«Οκνεύετε εις το νομοσχέδιον περί διανομής γης διότι δεν θέλετε την διανομήν, δεν αγαπάτε την ισότητα. Θέλετε η διανομή να κατεβαίνει από τους μεγάλους εις τους μικρούς ενώ το σχέδιό μου αποβλέπει εις τους μικρούς».
Η διανομή των Εθνικών κτημάτων απαιτούσε συνέχιση της Επανάστασης στο κοινωνικό πεδίο, απαιτούσε ο Καποδίστριας να ήταν … Μπολιβάρ! Δεν ήταν, προφανώς, και η διανομή δεν προχώρησε.
Προσπάθησε να συγκροτήσει τις κρατικές δομές, καταπολέμησε την πειρατεία και τη ληστεία. Αποσιωπάται η «λεπτομέρεια» πως σε αυτές τις δραστηριότητες επιδίδονταν κυρίως Έλληνες, είτε από ανέχεια είτε γιατί αυτή ήταν και πριν την Επανάσταση βασική ασχολία τους, όπως στην περίπτωση της Μάνης. Επιχείρησε να εντάξει τα οπλισμένα πλοία και τους ένοπλους άτακτους σε ένα πλαίσιο «Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων», σχέδιο που υπηρετούσε τη σταθερή του επιδίωξη να αποδυναμώσει τους προύχοντες και τους οπλαρχηγούς.
Έχει ενδιαφέρον η αντιπαράθεση για το θέμα της Εκπαίδευσης. Κατηγορήθηκε ως «φωτοσβέστης» λόγω της άρνησής του να προχωρήσει στην ίδρυση Πανεπιστημίου. Η κοινή λογική τον δικαιώνει: Σε ένα κράτος με ανύπαρκτη οικονομία και 95% αναλφαβητισμό η διάθεση των ελάχιστων πόρων για ίδρυση Πανεπιστημίου θα είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή μιας μικρής κάστας λογίων, προερχόμενων από την ανώτερη τάξη. Οι ελάχιστοι πόροι έπρεπε να κατευθυνθούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και, ιδιαίτερα, στην Τεχνική εκπαίδευση, όπως και επιδίωξε.
Το πολιτικό ζήτημα κι οι «Καποδιστριακοί»
Οι υπερασπιστές του Καποδίστρια προβάλλουν τη συγκυρία ως δικαιολογία για την αναίρεση δημοκρατικών κατακτήσεων και τον συγκεντρωτισμό σε συνδυασμό με το επιχείρημα της «ανωριμότητας» του αναλφάβητου Ελληνικού λαού, του «400 χρόνια υπόδουλου». Στην πραγματικότητα είχε δεσμευθεί για τη διενέργεια εκλογών τον Απρίλιο του 1828. Επικαλέστηκε τη χαώδη κατάσταση και τις ανέβαλε για το καλοκαίρι του 1829. Διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία και, κυρίως για αξιοποίηση του δημόσιου ταμείου. Η Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους (12/7/1829) που προέκυψε ήταν φυσικά ελεγχόμενη από αυτόν.
Μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1831 δεν υπήρξε προσπάθεια φιλελευθεροποίησης, το αντίθετο. Το καθεστώς γινόταν όλο και πιο συγκεντρωτικό, ο αντιπολιτευόμενος τύπος τέθηκε εκτός νόμου, υπήρξαν φυλακίσεις. Ενισχύθηκε ο νεποτισμός, διόρισε τα αδέρφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο, σε θέσεις κλειδιά. Οι κατηγορίες λοιπόν για αυταρχική διακυβέρνηση είναι ορθές. Το γεγονός πως πίσω από αυτές «κρύφτηκαν» κοτζαμπάσηδες, εφοπλιστές ή τυχοδιώκτες δεν μειώνει την αλήθεια τους. Δεν ήταν θέμα συγκυριών, ο Καποδίστριας κυβέρνησε αυταρχικά γιατί ήταν αυτή η πολιτική του φιλοσοφία.
Οι «δημοκράτες» … ποιοι ήταν;
Από την άλλη μεριά «φιλελεύθεροι» ιστορικοί αποδομούν το αφήγημα του «Μπαρμπαγιάννη». Δικαιώνουν όμως συλλήβδην την Αντιπολίτευση σε επίπεδο κοινωνικών δυνάμεων και προσώπων, στην εξάρτησή της από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά και στην αντίθεσή της με τον «λαϊκισμό» του Καποδίστρια.
Υπερασπιστές των «Συνταγματικών Ελευθεριών» εμφανίζονται οι μπέηδες της Μάνης που ζητούσαν την Εύβοια για τσιφλίκι, οι καραβοκύρηδες της Ύδρας και οι κοτζαμπάσηδες του Μοριά που δεν δίστασαν να δολοφονήσουν πρωτεργάτες της Επανάστασης όπως τον Οικονόμου, τον Γκίκα, τον Καρατζά ή να φυλακίσουν τον Λογοθέτη και αυτόν τον ίδιον το Κολοκοτρώνη.
Στους «δημοκράτες» πρέπει να προστεθούν και οι πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας! Όταν ο Μιαούλης, ηγετική μορφή της Αντιπολίτευσης, θα ανατινάξει τα δύο καλύτερα πολεμικά πλοία του Ελληνικού στόλου (1 Αυγούστου 1831), δεν το κάνει ασυλλόγιστα. Ο Δ. Χοϊδάς, σε επιστολή του προς τον Αυγ. Καποδίστρια (10 Αυγούστου 1831), ενημερώνει πως «οι Υδραίοι την φρεγάδαν «Ελλάς» την έκαυσαν δι’ αδείας του πρέσβεως της Αγγλίας, όστις τους υπεσχέθη ότι τους δίδει άλλην».
Μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα…
Στις 27 Σεπτέμβρη του 1831 ο Κωνσταντίνος κι ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης θα δολοφονήσουν τον Καποδίστρια στην πόρτα του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Η εκδοχή πως ο αδερφός κι ο γιος του Πετρόμπεη τον δολοφόνησαν για «λόγους τιμής» δεν έγινε ποτέ πιστευτή.
Πρώτος φρόντισε να τη διαψεύσει ο ίδιος ο Γεώργιος, ζητώντας πολιτικό άσυλο στο σπίτι του πρεσβευτή της Γαλλίας, βαρόνου Ρουάν : «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Εμπιστεύομαι τα άρματά μου στην τιμή της Γαλλίας» ήταν η, ξεκάθαρα, πολιτική δήλωσή του. Ο Ρουάν προσέφερε, αρχικά, άσυλο. Όταν το εξαγριωμένο πλήθος, που είχε ήδη αποτελειώσει τον τραυματισμένο Κωσταντίνο Μαυρομιχάλη, απείλησε με εισβολή αναγκάστηκε να παραδώσει τον Γεώργιο στις αρχές, δικάστηκε και εκτελέστηκε λίγες μέρες αργότερα.
Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ιστορικός που να αμφισβητεί την ανάμιξη της Γαλλίας, πρωτίστως, και της Αγγλίας, δευτερευόντως, στη δολοφονία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια στα αρχεία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών παρέμενε ως το 2015 απόρρητος. Ο ιστορικός Β. Κρεμμυδάς, μετά τη μελέτη του αρχειακού υλικού, υποστηρίζει πως στον σχεδιασμό της συνομωσίας πρωτοστάτησε ο Γάλλος στρατηγός Gerard, διοικητής τότε του τακτικού στρατού.
Η δολοφονία του Καποδίστρια προκάλεσε βαθιά θλίψη στα λαϊκά στρώματα και αντίθετα μεγάλο ενθουσιασμό στους κύκλους των κοτζαμπάσηδων και, κυρίως, στην Ύδρα. Με μεγάλο ενθουσιασμό δέχτηκαν την είδηση προοδευτικοί λόγιοι όπως ο Αλ. Σούτσος, ο μεγάλος ενθουσιασμός οδήγησε και σε παραλληλισμούς των Μαυρομιχάληδων με τους αρχαίους τυραννοκτόνους Αρμόδιο κι Αριστογείτονα. Παραλληλισμούς αποτυχημένους, από όποια πλευρά κι αν το εξετάσει κανείς. Και από την αρχαία εκδοχή…
Το τέλος για τον άνθρωπο Καποδίστρια ήταν τραγικό. Για τον πολιτικό Καποδίστρια και την υστεροφημία του ίσως να ήταν η καλύτερη εξέλιξη, όσο σκληρό κι αν ακούγεται. Δεν είναι τυχαίες οι διαδόσεις πως ο Καποδίστριας επεδίωξε αυτό το τέλος, η παροιμία που για δεκαετίες ακουγόταν «το φιλότιμο έφαγε τον κυβερνήτη». Στον περίφημο ζωγραφικό πίνακα του Τσόκου (1850) πολλοί είδαν (ή θέλησαν να δουν) ανακούφιση στο πρόσωπο του ετοιμοθάνατου.
Τελικά ήταν «δικτάτορας» ο Καποδίστριας;
Δεν υπάρχει μονολεκτική απάντηση.
Η διακυβέρνησή του ήταν καθοριστική για την κατάκτηση της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους, στοιχείο που αποτελούσε τον διακαή πόθο όσων πολέμησαν. Συνέβαλε ώστε το κράτος αυτό να αποκτήσει στοιχειώδη έκταση, να μην είναι άλλος ένας αγγλικός βράχος στη Μεσόγειο. Δημιούργησε υποτυπώδεις κρατικές δομές και βοήθησε να αντιμετωπιστούν ζωτικά προβλήματα όπως η πείνα, η ασφάλεια, η στοιχειώδης εκπαίδευση.
Από την άλλη η διακυβέρνησή του είχε τη σφραγίδα ενός αντιδραστικού πολιτικού. Αποτέλεσε πισωγύρισμα στην προσπάθεια συγκρότησης δημοκρατικού κράτους, αίτημα που μέσα από τεράστιες αντιφάσεις ιχνηλατούσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Ακριβώς λόγω αυτού του χαρακτήρα της διακυβέρνησής του δεν μπόρεσε να κάνει τις πραγματικές τομές που θα δικαίωναν την κοινωνική πλευρά της Επανάστασης, δεν υπήρξε αναμορφωτής.
Η Αντιπολίτευση ήταν πολυσυλλεκτική στη συγκρότησή της και αντιφατική στις επιδιώξεις της. Παρά την αναμφισβήτητη παρουσία προοδευτικών αγωνιστών, φορέων προοδευτικών ιδεών και αιτημάτων αστικής και δημοκρατικής συγκρότησης, το στίγμα καθορίστηκε από τις βαθιά ταξικές και αντιδραστικές επιδιώξεις των γαιοκτημόνων και των πλοιοκτητών σε αγαστή συνεργασία με τις «προστάτιδες» δυνάμεις».
Μπορούν όλα αυτά να συνυπάρξουν σε μια εποχή, σε έναν τόπο, σε έναν άνθρωπο; Η «Μαμά η Διαλεκτική», για να θυμηθούμε τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλη, λέει πως μπορούν. Το σίγουρο είναι πως όσοι ακολούθησαν… δεν ήταν καλύτεροι!





























