Η ικανότητα να ανακαλούμε νοερά την εικόνα ενός τοπίου, ενός ατόμου ή ενός αντικειμένου που δεν το βλέπουμε διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο. Μερικοί άνθρωποι μπορούν να θυμηθούν με λεπτομέρειες τον χάρτη μιας πόλης και να περπατήσουν σε κάθε δρόμο της σαν να παρακολουθούν ταινία, ενώ άλλοι, στη σκέψη ενός αγαπημένου τους προσώπου, ίσα που θυμούνται τη σιλουέτα ή το χρώμα των μαλλιών του.
Είναι ενδιαφέρον ότι περίπου το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού φαίνεται εντελώς ανίκανο να οπτικοποιήσει μια σκηνή την ώρα που το θέλει. Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως αφαντασία και περιγράφει μια γνωστική ιδιαιτερότητα που παρατηρήθηκε από επιστήμονες σχεδόν πριν από έναν αιώνα, αλλά μελετήθηκε μόλις πρόσφατα.
Μελέτες υποδηλώνουν ότι τα άτομα γεννιούνται με αφαντασία, η οποία συχνά εκδηλώνεται σε αρκετά μέλη της ίδιας οικογένειας. Αν και δεν θεωρείται διαταραχή, συχνά σχετίζεται με ασθενέστερη από τον μέσο όρο αυτοβιογραφική μνήμη, με δυσκολία στην αναγνώριση προσώπων ή ακόμα και με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού. Ωστόσο, αυτές οι συσχετίσεις παραμένουν αβέβαιες και δύσκολο να εξηγηθούν.
Μια ομάδα ερευνητών από το Ινστιτούτο Εγκεφάλου του Παρισιού και το NeuroSpin, το κέντρο νευροαπεικόνισης του CEA, στο Παρίσι, για να κατανοήσει τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει την αφαντασία σε επίπεδο εγκεφάλου, μελέτησε τους νευρωνικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στην οπτική απεικόνιση και την αντίληψη, αξιοποιώντας την fMRI 7-Tesla (μια εξελιγμένη μαγνητική τομογραφία), η οποία επιτρέπει την παρατήρηση της εγκεφαλικής δραστηριότητας σε εξαιρετικά υψηλή ανάλυση.
Οι περισσότερες προηγούμενες μελέτες για την αφαντασία βασίζονταν σε υποκειμενικά τεστ αυτοαξιολόγησης της ικανότητας οπτικοποίησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν αυτά τα τεστ αξιολογούν στην πραγματικότητα τη νοητική απεικόνιση ή αντικατοπτρίζουν τη μεταγνώση, δηλαδή την ικανότητα ενός ατόμου να περιγράφει τις δικές του νοητικές διεργασίες.
Τώρα η ομάδα των ερευνητών προσπάθησαν να εξετάσουν τα χαρακτηριστικά των αφαντασιακών ατόμων με πιο αντικειμενικό τρόπο, προσδιορίζοντας τα ακριβή νευρωνικά κυκλώματα που εμπλέκονται στη νοητική απεικόνιση και την οπτική αντίληψη. Ο στόχος ήταν να κατανοήσουν πώς οι οπτικές πληροφορίες υφίστανται επεξεργασία στον εγκέφαλο απουσία οπτικών ερεθισμάτων.
Η οπτικοποίηση μιας σκηνής με το «μάτι του μυαλού» είναι γνωστικά μια πολύπλοκη διαδικασία που περιλαμβάνει την εμπειρία των οπτικών ιδιοτήτων ενός αντικειμένου χωρίς αυτό να είναι ορατό. Αυτή η διαδικασία όχι μόνο εμπλέκει εγκεφαλικά κυκλώματα που συνδέονται με την αισθητηριακή εμπειρία, αλλά βασίζεται επίσης στη γλώσσα και τη μνήμη.
Για να αναλύσουν αυτή τη διεργασία οι ερευνητές, στρατολόγησαν 10 άτομα με αφαντασία και 10 άτομα με ικανότητα «τυπικής» νοητικής απεικόνισης. Όλα τα άτομα υποβλήθηκαν σε λειτουργική μαγνητική τομογραφία εξαιρετικά υψηλού πεδίου, ενώ παράλληλα απαντούσαν, από μνήμης, σε ερωτήσεις σχετικά με τα οπτικά χαρακτηριστικά οικείων αντικειμένων, λέξεων, προσώπων και τοποθεσιών.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι η προσπάθεια νοητικής απεικόνισης ενεργοποιεί τα μετωπο-βρεγματικά νευρωνικά δίκτυα, τα οποία είναι σημαντικά για την προσοχή, την μάθηση και τη μνήμη, καθώς και την αριστερή ατρακτοειδή έλικα, που βρίσκεται στην κάτω πλευρά του κροταφικού λοβού και σχετίζεται με την εξοικείωση με χώρους και αντικείμενα. Ενεργοποιεί επίσης περιοχές του κροταφικού φλοιού που εμπλέκονται στην αναγνώριση γραμμάτων, την αντίληψη προσώπων και την επεξεργασία χρωμάτων.
Μεταξύ των αφαντασιακών ατόμων —ακόμα κι αν αυτά δεν αναφέρουν καμία εμπειρία νοητικής απεικόνισης— οι ίδιες αυτές περιοχές ενεργοποιούνται επίσης, αλλά με μειωμένη λειτουργική συνδεσιμότητα. Με άλλα λόγια, αυτές οι περιοχές επικοινωνούν λιγότερο αποτελεσματικά από ό,τι σε άτομα με τυπική νοητική απεικόνιση.
Αυτά τα προκαταρκτικά ευρήματα υποστηρίζουν μια υπόθεση που έχει ήδη εξεταστεί από τους ερευνητές, ότι η ποιότητα της οπτικής εμπειρίας, είτε βασίζεται στην αντίληψη είτε στη φαντασία, εξαρτάται από το πόσο καλά ενσωματώνονται οι πληροφορίες μεταξύ των μετωπο-βρεγματικών δικτύων και των δικτύων οπτικής αντίληψης. Ο αριστερός προμετωπιαίος φλοιός μπορεί να παίζει αιτιώδη ρόλο στην επίγνωση αυτών των οπτικών εμπειριών.
«Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι με αφαντασία διατηρούν ακόμη ακριβή οπτική γνώση των αντικειμένων. Για παράδειγμα, θυμούνται ξεκάθαρα ότι το σπανάκι έχει πιο σκούρο πράσινο χρώμα από το μαρούλι», σημειώνουν οι επιστήμονες.
Μελλοντικές μελέτες θα βοηθήσουν να προσδιοριστεί εάν η αφαντασία εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα άτομα ή εάν υπάρχουν υποτύποι που συνδέονται με διαφορετικές αιτίες.
Εκτός από την ανάδειξη της ακραίας μεταβλητότητας στον τρόπο που βιώνουμε τον κόσμο, η έρευνα για την αφαντασία δείχνει ότι η νοητική απεικόνιση δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη συλλογιστική, τη φαντασία, την εννοιολογική σύλληψη ή τη δημιουργικότητα. Τελικά, αυτές οι μελέτες μπορούν να φωτίσουν τις σχέσεις μεταξύ της νοητικής απεικόνισης, της αντίληψης, της μνήμης και της νευροανάπτυξης.
Η μελέτη εμφανίζεται στο επιστημονικό περιοδικό Cortex.






























