Η πολιτική σκοπιμότητα και η ενδεχόμενη ιδιοτέλεια στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης να καταθέσει σχέδιο νέου εκλογικού νόμου είναι προφανείς, αλλά ταυτόχρονα είναι αδιάφορες. Το ισχύον εκλογικό σύστημα, με το τερατώδες bonus των 50 εδρών (που αντιστοιχούν στο 16,5% των εγκύρων ψηφοδελτίων!) στο πρώτο κόμμα ανεξαρτήτως του ποσοστού του, εκτός από ληστρικό είναι και εντελώς αναντίστοιχο με τη νέα πραγματικότητα του πολιτικού συστήματος: τα μνημόνια δρομολόγησαν ως υπόρρητη «μεταρρύθμιση» την αποσύνθεση του άλλοτε κραταιού δικομματισμού, τον κατακερματισμό και ρευστοποίηση του κομματικού συστήματος, την εξαφάνιση παλαιών σχημάτων, την εμφάνιση νέων και τη σταθερή αδυναμία των σημερινών μεγάλων κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ.) να ανασυστήσουν τον ισχυρό διπολισμό των προηγούμενων δεκαετιών, ή οτιδήποτε πλησιέστερο σ’ αυτόν.
Τόσο οι εκλογικές αναμετρήσεις των μνημονιακών χρόνων, όσο και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι είναι απίθανο τα επόμενα χρόνια ο νέος ατελής διπολισμός να φτάσει τα αθροίσματα του 75% -85% που καταγράφονταν μέχρι το 2009. Η μνημονιακή διακυβέρνηση, η μακρόχρονη επιτήρηση της χώρας από τους δανειστές και η κατάρρευση της πολιτικής εμπιστοσύνης της κοινωνίας φαίνεται ότι καθιστούν μονόδρομο για το υπαρκτό κομματικό σύστημα τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Απ’ αυτή την άποψη, η διατήρηση του bonus των 50 εδρών, ή ακόμη και ενός μικρότερου, εκτός από πολιτικός σολοικισμός είναι και μια περιττή εκλογική ληστεία. Οι χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ καθιστούν απλησίαστη την αυτοδυναμία ακόμη και με το bonus.
Το ταμπού το bonus και το «ευρωπαϊκό τόξο»
Οι ηγεσίες των κομμάτων έχουν προ πολλού συμβιβαστεί με την ιδέα αυτή. Η κατάργηση του bonus των 50 εδρών ήταν μια από τις ιδέες που συζητήθηκαν από τους εταίρους των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Ο Φ. Κουβέλης είχε εισηγηθεί αναλογικό μοίρασμα του bonus στα κόμματα που δεσμεύονταν για συνεργασία(!), το ΠΑΣΟΚ είχε προτείνει κάτι πολύ κοντά στην πρόταση που παρουσιάζει τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ενώ ακόμη και ο Σαμαράς, λίγο πριν πέσει η κυβέρνησή του, εξέταζε το ενδεχόμενο κατάργησης του ορίου 3% για την είσοδο στη Βουλή, προκειμένου να διευκολυνθούν συμμαχίες με τα μικρότερα φιλικά κόμματα (Ένωση Κεντρώων, Τζήμερος κ.λπ).
Βεβαίως, η απλή αριθμητική των εκλογικών συστημάτων είναι αδύνατο να λύσει το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών. Αυτό το έλυσε σε ένα βαθμό η εκβιαστική τακτική των δανειστών, που ανάγκασε τα κόμματα να διαταχθούν γύρω από το δίλημμα «μέσα ή έξω από το ευρώ», με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του ευρύτατου «ευρωπαϊκού τόξου» που εκπροσωπείται στη σημερινή Βουλή και υπερψήφισε το τρίτο Μνημόνιο. Θεωρητικά, εντός του τόξου αυτού υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις συμμαχικής διακυβέρνησης, με επαρκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Όταν το «πρώτο κόμμα» μένει εκτός Βουλής
Επομένως, η κυβερνητική πρόταση για το εκλογικό σύστημα είναι μια αναπόφευκτη προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα του κομματικού συστήματος. Ωστόσο, όπως ισχύει το «όταν λέμε όχι, εννοούμε όχι» (κι αυτό αφορά το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου), έτσι κι «όταν λέμε απλή αναλογική εννοούμε απλή αναλογική».
Η κυβερνητική πρόταση, όμως, δεν είναι η απλή αναλογική, το «πάγιο αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ και κάθε αριστερής, προοδευτικής δύναμης», όπως αναφέρει στη διθυραμβική ανακοίνωσή του το κυβερνών κόμμα. Είναι ένα απλώς αναλογικότερο σύστημα που, με τη διατήρηση του ορίου 3% για είσοδο στη Βουλή, περιορίζει τη «ληστεία» της λαϊκής ψήφου στα εκτός Βουλής «υπόλοιπα», δηλαδή στο άθροισμα των σχηματισμών που δεν φτάνουν το όριο εισόδου.
Το άθροισμα των εκτός Βουλής κομμάτων μπορεί να είναι πολύ μικρό, αλλά μπορεί να είναι και τεράστιο. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 ήταν 6,4% και αντιστοιχούσε σε 19 έδρες, στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 ήταν 8,62% και αντιστοιχούσε σε 25 έδρες και, μεσοσταθμικά κατά την τελευταία εικοσαετία ήταν μεταξύ 4% και 5% (μεταξύ 12 και 15 εδρών). Όμως, τον Μάιο του 2012 έφτασε στο ιλιγγιώδες 19,02% και αντιστοιχούσε σε 57 έδρες.
Σε εκείνες τις εκλογές, που αποτέλεσαν σημείο καμπής, το μεγαλύτερο κόμμα ήταν αυτό των μη εκπροσωπούμενων στη Βουλή ψηφοφόρων (η ΝΔ με 18,85% ήταν το τυπικά πρώτο κόμμα, ακολουθούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ με 16,78%). Χάρη στο bonus, η ΝΔ πήρε 108 έδρες, έναντι περίπου 56 που θα της αντιστοιχούσαν με απλή αναλογική, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα μοιράστηκαν αναλογικά τις υπόλοιπες 198 έδρες. Με το «αναλογικότερο» σύστημα που προτείνει η κυβέρνηση οι 57 αδιάθετες έδρες θα μοιράζονταν αναλογικά σε όλα τα κόμματα που θα περνούσαν το κατώφλι του 3%. Από άποψη πολιτικής κουλτούρας το μόνο που αλλάζει είναι ότι η «ληστεία» των εδρών από ατομική (για το πρώτο κόμμα) γίνεται συλλογική (για όλα τα εντός Βουλής κόμματα).
Οριακά κοντά στην πλειοψηφία των 2/3
Είναι γνωστό ότι η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να καταθέσει αυτόν τον εκλογικό νόμο τώρα ελήφθη με τη φιλοδοξία να εξασφαλίσει την υπερψήφισή του από 200 βουλευτές, ώστε να μπορεί να ισχύσει από τις προσεχείς εκλογές, όποτε κι αν γίνουν. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα η κυβέρνηση προσεγγίζει οριακά τον στόχο της πλειοψηφίας των 2/3, για να είναι άμεσης ισχύος το νέο εκλογικό σύστημα. Είναι απίθανο να συναινέσει το ΚΚΕ που τοποθετείται σταθερά υπέρ της καθαρής απλής αναλογικής, η ΝΔ πήρε εξ αρχής πολεμική στάση ακόμη και στην ψήφο στα 17, αντίστοιχα εχθρική ήταν η αντίδραση του Ποταμιού, το ΠΑΣΟΚ, η ΧΑ, η Ένωση Κεντρώων έχουν ισχυρά κίνητρα να στηρίξουν, ενώ η τελική έκβαση της ψηφοφορίας θα κριθεί από τη στάση 4 ανεξάρτητων βουλευτών (Παναγούλης, Θεοχάρης, Νικολόπουλος, Γρηγοράκος) και ενδεχόμενες διαρροές από το Ποτάμι.
Εφόσον ψηφιστεί η κυβερνητική πρόταση, από άποψη εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος θα έχει γίνει ένα βήμα εναρμόνισής του με τη νέα πραγματικότητα, στην οποία δεν χωράει πλέον το επιχείρημα των «ισχυρών και γενναία προικοδοτημένων κυβερνήσεων». Από την άποψη του βαθύτερου εκδημοκρατισμού του, όμως, θα έχει χαθεί μια ιστορική ευκαιρία να εκπληρωθεί ένα αίτημα δεκαετιών, να αποκατασταθεί η ισονομία των πολιτών και να απελευθερωθεί η πολιτική τους έκφραση από την «τυραννία της διακυβέρνησης».