«Οι πανελλήνιες δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο στην μαθησιακή διαδικασία, δημιουργούν ένα τεράστιο άγχος στους υποψηφίους, εντάσεις στις οικογένειες και το μόνο που κάνουν είναι να κατανέμουν τους υποψηφίους στα διαφορετικά Τμήματα», δηλώνει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο Dnews ο Κώστας Γαβρόγλου, τονίζοντας μεταξύ άλλων:
- Με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, αφήνουν έναν μεγάλο αριθμό υποψηφίων εκτός πανεπιστημίων, με άλλοθι ότι οι χαμηλόβαθμοι δεν δικαιούνται να σπουδάσουν στα δημόσια πανεπιστήμια ενώ με νόμο της κυβέρνησης μπορούν να εγγραφούν στα ιδιωτικά πανεπιστήμια!
-Οι οικογένειες για όλη αυτήν την ταλαιπωρία πληρώνουν αδρά την προετοιμασία, μιας και για κάθε φουρνιά υποψηφίων στην (υποτιθέμενη) δωρεάν και δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση δαπανώνται πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ!
-Πολλοί καθηγητές των πανεπιστημίων διαπιστώνουν πως μετά το πρώτο εξάμηνο διδασκαλίας των νεοεισερχόμενων φοιτητών από όλη αυτήν την προετοιμασία για εισαγωγή στα πανεπιστήμια δεν τους μένει τίποτα μετά τις Πανελλήνιες.
Ο πρώην υπουργός Παιδείας αναφέρεται λεπτομερειακά στο Εθνικό Απολυτήριο με το οποίο η κυβέρνηση άφησε να διαρρεύσει πως θα αντικαταστήσει τις Πανελλήνιες και επικεντρώνει στον τρόπο εισαγωγής στα «μη κρατικά» Πανεπιστήμια και πού αυτός διαφέρει από τον τρόπο εισαγωγής στα δημόσια Πανεπιστήμια. Υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη αύξησης των καθηγητών στα δημόσια Πανεπιστήμια, ενώ καταθέτει και εναλλακτική πρόταση για την αντικατάσταση των Πανελληνίων.
Ήρθε ξανά η περίοδος των Πανελληνίων εξετάσεων. Υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες για φέτος;
Καμία ιδιαιτερότητα φέτος, εκτός από το ό,τι ακόμη περισσότεροι πολίτες θα συνειδητοποιήσουν μία πραγματικότητα την οποία μόνον η κυβέρνηση δεν θέλει να παραδεχτεί: ότι οι πανελλήνιες δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο στην μαθησιακή διαδικασία, δημιουργούν ένα τεράστιο άγχος στους υποψηφίους, εντάσεις στις οικογένειες και το μόνο που κάνουν είναι να κατανέμουν τους υποψηφίους στα διαφορετικά Τμήματα. Βέβαια, μαζί και με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, αφήνουν έναν μεγάλο αριθμό υποψηφίων εκτός πανεπιστημίων, με άλλοθι ότι οι χαμηλόβαθμοι δεν δικαιούνται να σπουδάσουν στα δημόσια πανεπιστήμια ενώ με νόμο της κυβέρνησης μπορούν να εγγραφούν στα ιδιωτικά πανεπιστήμια! Το δε ακόμη πιο παράλογο είναι πως οι οικογένειες για όλη αυτήν την ταλαιπωρία πληρώνουν αδρά την προετοιμασία, μιας και για κάθε φουρνιά υποψηφίων στην (υποτιθέμενη) δωρεάν και δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση δαπανώνται πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ!
Δεν μπορείτε, όμως, να αμφισβητήσετε ότι οι Πανελλήνιες είναι αδιάβλητες.
Προφανώς. Με μία διαφορά, όμως. Σε μία χώρα όπου ελάχιστα πράγματα είναι αδιάβλητα, το αδιάβλητο σύστημα των Πανελληνίων εξετάσεων έχει εγγραφεί στη συνείδηση της κοινωνίας πως είναι και ακαδημαϊκά αξιόπιστες, ενώ όλες οι μελέτες δείχνουν πως δεν είναι. Η τελική κατάσταση συνοψίζεται με αυτό που διαπιστώνουν πολλοί καθηγητές των πανεπιστημίων, μετά το πρώτο εξάμηνο διδασκαλίας των νεοεισερχόμενων φοιτητών: από όλη αυτήν την προετοιμασία για εισαγωγή στα πανεπιστήμια δεν τους μένει τίποτα μετά τις Πανελλήνιες.
Δηλαδή, θεωρείτε πως έκλεισε ο κύκλος τους;
Οπωσδήποτε. Ο κύκλος τους έκλεισε εδώ και πολλά χρόνια, και τώρα είμαστε στο στάδιο του εκφυλισμού: εξεζητημένα θέματα, ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην παπαγαλία, μιας και η διαφορετική από το βιβλίο διατύπωση μπορεί να αφαιρέσει εκείνες τις μονάδες στη βαθμολογία που θα είναι καθοριστικές ως προς την πόλη που θα σπουδάσει ο υποψήφιος, η προοπτική της “εύκολης” λύσης του ιδιωτικού πανεπιστημίου, η συνεχώς διευρυνόμενη παραπαιδεία, η ταυτόχρονη απαξίωση του δημόσιου σχολείου και ακύρωση του Λυκείου, κληρικοί που ευλογούν τα στιλό με τα οποία θα γράψουν εξετάσεις οι υποψήφιοι, ειδικές λειτουργίες στις εκκλησίες για να “πάνε καλά τα παιδιά” και άλλα πολλά. Αν όλα αυτά δεν δείχνουν ότι ο θεσμός των Πανελληνίων έχει κλείσει τον κύκλο του, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορεί να πείσει τους πολίτες.
Μήπως το Εθνικό Απολυτήριο το οποίο άφησε να διαρρεύσει η κυβέρνηση, λύνει πολλά από αυτά τα προβλήματα;
Αυτά τουλάχιστον που έχει διαρρεύσει η κυβέρνηση αποτελούν μία από τις πιο εντυπωσιακές αλλά και υπονομευτικές για το εκπαιδευτικό σύστημα ταχυδακτυλουργίες του Υπουργείου Παιδείας. Εξηγούμαι: όταν πριν λίγους μήνες η κυβέρνηση παραβιάζοντας το Σύνταγμα νομοθέτησε την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, τέθηκε το πρόβλημα του τρόπου εγγραφής των φοιτητών σε αυτά. Στην αρχή υιοθετήθηκε η λύση ότι η εγγραφή θα μπορούσε να γίνει με απλή αίτηση. Αυτό, όμως, ήταν ιδιαίτερα προβληματικό: πώς δικαιολογείται να εισάγονται οι υποψήφιοι στα δημόσια πανεπιστήμια μετά από εξετάσεις αλλά να εγγράφονται με μία απλή ατηση στα ιδιωτικά, όταν ο νόμος θεσμοθετεί την ισοτιμία των πτυχίων που λαμβάνονται από τα δημόσια και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια; Στη συνέχεια το Υπουργείο Παιδείας σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει την κατακραυγή που ξεσήκωσε αυτή η ρύθμιση ακόμη και ανάμεσα σε όσους ήταν υπέρ της ίδρυσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων, σκαρφίστηκε το εξής τέχνασμα: θα δίνουν όλοι Πανελλήνιες, αλλά η εγγραφή σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο θα γίνεται με έναν “ειδικό υπολογισμό” των βαθμών που θα λαμβάνει κάποιος υποψήφιος στις Πανελλήνιες. Αποτέλεσμα: εισάγεται κανείς σε Ιατρική Σχολή ιδιωτικού πανεπιστημίου με κάτω από 9.300 μόρια, ενώ στην Ιατρική Σχολή Αθηνών απαιτούνται 19.000 μόρια. Για τη Νομική Αθηνών η βάση είναι 18.125 μόρια, ενώ την εγγραφή σε μία ιδιωτική νομική στην Αθήνα, χρειάζονται λιγότερο από 9.380 μόρια! Για μηχανικός σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Αθήνα θα χρειάζονται 9.830 μόρια ενώ για το Πολυτεχνείο απαιτούνται 18.820 μόρια. Με άλλα λόγια, δίνουν όλοι τις ίδιες εξετάσεις, σύμφωνα με τον νόμο, τα ιδιωτικά θα απονέμουν ισότιμα πτυχία με τα δημόσια, αλλά θα μπορεί κανείς να εγγραφεί στα ιδιωτικά κάνοντας χρήση μιας εξαιρετικά ευνοϊκής ρύθμισης ως προς τον υπολογισμό των μορίων. Όπως έλεγε ο Όργουελ: “όλοι είναι ίσοι, αλλά κάποιοι είναι πιο ίσοι από τους άλλους”.
Παρά τα τεράστια νομικά και, προφανώς, κοινωνικά προβλήματα, η κυβέρνηση νομοθέτησε αυτή την ρύθμιση, ελπίζοντας πως μέχρι το μεθεπόμενο ακαδημαϊκό έτος 2025-26, όταν θα αρχίσουν να λειτουργούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα αλλάξει το σύστημα. Προτείνεται, λοιπόν, το Εθνικό Απολυτήριο: Ο τελικός βαθμός αποφοίτησης από το Λύκειο θα υπολογίζεται με βάση τους βαθμούς κάθε τάξης του Λυκείου, θα υπάρχει τράπεζα θεμάτων σε κάθε τάξη, θα υπάρχουν απολυτήριες εξετάσεις όπως και πανελλήνιες. Με άλλα λόγια το σχολείο μετατρέπεται σε έναν χώρο συνεχών εξετάσεων και βέβαια, το νέο σύστημα θα είναι η χαρά των φροντιστηρίων, θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο τα “ιδιαίτερα” και θα εκτιναχθούν οι εγγραφές στα ιδιωτικά σχολεία, μιας και γνωρίζουμε πως οι βαθμοί που δίνονται στα ιδιωτικά σχολεία είναι υψηλότεροι από τα δημόσια. Επιπλέον για την εγγραφή στα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα συνυπολογίζονται και παράμετροι που θα υπάρχουν στους κανονισμούς αυτών των ιδρυμάτων, όπως η συνέντευξη, τα εξωσχολικά ενδιαφέροντα και η εν γένει προσωπικότητα.
Τι σχεδιάζει, λοιπόν, η κυβέρνηση; Την ακόμη πιο κοστοβόρα πρόσβαση στα δημόσια πανεπιστήμια, την ενίσχυση της παραπαιδείας και την μετατροπή του σχολείου σε εξετασιοκεντρικό θεσμό. Και στο τέλος, θα μπορεί κάποιος με αδύναμη επίδοση στο σχολείο και στις εξετάσεις, να μπορεί να εγγραφεί στα ιδιωτικά πανεπιστήμια με βάση την γοητευτική προσωπικότητα και τα εξοσχολικά του ενδιαφέροντα!
Μπορεί να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση;
Βεβαίως, με δύο, όμως, προϋποθέσεις.
Η πρώτη προϋπόθεση είναι να συμφωνήσουν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις, ότι οι Πανελλήνιες έχουν κλείσει τον κύκλο τους και έτσι όπως έχει καθιερωθεί ο τρόπος προετοιμασίας, υπονομεύει το δημόσιο σχολείο. Η Γ Λυκείου είναι σαν να μην υπάρχει σήμερα. Πολίτες όλων των ιδεολογικών πεποιθήσεων και πολιτικών προτιμήσεων, θα πρέπει να δουν κατάματα αυτήν την πραγματικότητα και να πειστούν ότι μας έχει μείνει ελάχιστος χρόνος για να μην είναι τα πράγματα μη αντιστρέψημα. Μία κοινωνία στην οποία απαξιώνεται το δημόσιο σχολείο, σε βάρος της παραπαιδείας και των ιδιωτικών θεσμών, είναι μία κοινωνία σε πλήρη αδιέξοδο. Πόσο μάλλον, που ιστορικά μέχρι ακόμη και τις μέρες μας η κοινωνία μας έχει καταφέρει ότι έχει καταφέρει λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η σοβαρή αύξηση του αριθμού καθηγητών στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Σήμερα είμαστε τελευταίοι (και με διαφορά από τις άλλες χώρες που είναι στο τέλος της λίστας) ως προς την αναλογία καθηγητών προς φοιτητές. Σε εμάς είναι 1 προς 45, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1 προς 15. Δεν αναφέρω την χρηματοδότηση στην οποία είμαστε πάλι τελευταίοι όπως και το διοικητικό προσωπικό, τις υποδομές για φοιτητές κτλ. Πάντως χωρίς καθηγητές δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν τα ελληνικά πανεπιστήμια να είναι στο καλύτερο 10% των πανεπιστημίων παγκοσμίως. Αν συνεχίσουμε με μόνον αυτό το προσωπικό, σε λίγα χρόνια θα κατρακυλήσουμε και σε αυτούς τους δείκτες. Είναι ντροπή να έχει η χώρα μία κυβέρνηση που αρνείται να δημιουργήσει νέες θέσεις, όταν έχουμε τόσους πολλούς και εξαιρετικής ποιότητας νέους ερευνητές, και στους οποίους δεν δίδεται καμία προοπτική μιας αξιοπρεπούς επαγγελματικής πορείας.
Οι δικοί μας υπολογισμοί δείχνουν πως για να διπλασιαστεί ο αριθμός καθηγητών στα πανεπιστήμια και να διπλασιαστεί η χρηματοδότηση τους, σε, πχ., τρία χρόνια, θα χρειαστούν συνολικά να εγγραφούν στον κρατικό προϋολογισμό λιγότερα από 250 εκατομμύρια ευρώ. Είναι αλήθεια τόσο μεγάλο το ποσό αυτό;
Υπάρχει εναλλακτική πρόταση που θα αντικαταστήσει τις Πανελλήνιες εξετάσεις;
Ας έρθουμε στην εναλλακτική πρόταση.
Γιατί δεν μπορούν οι υποψήφιοι να εισάγονται χωρίς εξετάσεις σε εκείνα τα Τμήματα που όντως θέλουν να σπουδάσουν και πρέπει το “σύστημα” να τους στέλνει σε πόλη που δεν επιθυμούν και –το σοβαρότερο-- σε ειδικότητα που δεν είναι στις βασικές τους επιλογές;
Θα υπάρχει ο αντίλογος πως όλοι, τότε, θα θελήσουν να εισαχθούν στην Ιατρική, στη Νομική ή στα Πολυτεχνεία. Είναι ένας ισχυρισμός που δεν βασίζεται σε καμία απολύτως πειστική μελέτη. Ακόμη, όμως, και αν δεχτούμε ότι θα υπάρχει μία τεράστια ζήτηση για τις τρεις αυτές ειδικότητες, θα μπορούσε να συνεχίσει το υπάρχον σύστημα για αυτές τις ειδικότητες οι οποίες και αποτελούν ένα μικρό ποσοστό των ειδικοτήτων που προσφέρουν τα δημόσια πανεπιστήμια. Δεν θέλουν όλες και όλοι να γίνουν γιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί. Ας διευκολύνουμε, λοιπόν, σε πρώτη φάση, όσους θέλουν να σπουδάσουν τις άλλες ειδικότητες, ενισχύοντας με προσωπικό, και χρηματοδότηση τη λειτουργία των Τμημάτων αυτών και για τα “περιζήτητα” Τμήματα ας ισχύσει το υπάρχον καθεστώς μέχρι νεοτέρας.
Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσε:
· Να συνεχίσουν οι Πανελλαδικές για τα Τμήματα της Ιατρικής, Μηχανικών και Νομικής.
· Να εισάγονται χωρίς εξετάσεις σε Τμήματα σχετικής χαμηλής ζήτησης.
· Να ιδρυθούν επιπλέον Τμήματα μεσαίας ζήτησης. Με βάση τους υπολογισμούς, χρειάζονται περίπου άλλα 20 τμήματα αυτών των ειδικοτήτων.
Στην αρχή της εφαρμογής του συστήματος για περίπου 2 με 3 χρόνια δεν θα λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός του απολυτηρίου για όσους εξετάζονται με Πανελλαδικές, μετά μπορεί να αρχίσει από ένα ποσοστό του 10% και προοδευτικά να αυξάνεται. Σε μία τέτοια πρόταση υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που πρέπει να ρυθμιστούν και για τις οποίες υπάρχουν λύσεις, όπως φάνηκε και από τη νομοθέτηση που είχε γίνει για τις “πράσινες” και “κόκκινες” σχολές και τις οποίες κατάργησε η κ.Κεραμέως.
Τέλος μία πρόσθετη ρύθμιση που θα μειώσει την πίεση για εισαγωγή στα πανεπιστήμια, θα είναι η επανίδρυση των Διετών Προγραμμάτων Σπουδών, τα οποία πάλι κατάργησε η ΝΔ. Τα Διετή Προγράμματα Σπουδών, θα λειτουργούν εντός των πανεπιστημίων, σε αυτά θα μπορούν να εγγράφονται απόφοιτοι των ΕΠΑΛ χωρίς εξετάσεις με μόνον το απολύτηριο τους και τα προγράμματα αυτά δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς να υπάρχει ειδική συμφωνία με παραγωγικούς φορείς της πόλης στην οποία θα λειτουργούν. Μετά από δύο χρόνια σπουδών που θα περιλαμβάνει και πρακτική άσκηση στους συγκεκριμένους παραγωγικούς φορείς, οι απόφοιτοι θα λαμβάνουν πιστοποιητικό που θα είναι έγκυρο και σε χώρες της ΕΕ. Δυστυχώς καταργήθηκαν 62 έτοιμα και νομοθετημένα τέτοια προγράμματα από την ΝΔ μετά τις εκλογές του 2019.
Βέβαια, μία τέτοια αλλαγή ως προς την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, συνεπάγεται, αλλαγές στα πανεπιστήμια και στα σχολεία. Κλειδί είναι η αναβάθμιση του απολυτηρίου το οποίο σήμερα δεν αντιπροσωπεύει τίποτα απολύτως. Προτάσεις υπάρχουν.
Αυτά –με τις απαραίτητες προσθήκες και αλλαγές-- στοιχειοθετούν, ελπίζω, μια πρόταση προς συζήτηση για μία νέα πορεία στην ανώτατη εκπαίδευση.
(Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Υπουργός Παιδείας)