Το μεταναστευτικό–προσφυγικό ζήτημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα τελευταία τριάντα χρόνια, αποτελεί βασική συνιστώσα του δημόσιου λόγου, συνδυάζοντας γεωπολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, νομικές και ανθρωπιστικές διαστάσεις.
Η Ελλάδα, ως χώρα πρώτης γραμμής στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, επωμίζεται ιδιαίτερα αυξημένο βάρος, γεγονός που καταγράφεται συστηματικά στα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Ο δημόσιος διάλογος, όπως αποτυπώνεται στον λόγο των πολιτικών δυνάμεων, στα κυρίαρχα ΜΜΕ και στα social media, αρθρώνεται γύρω από δύο κυρίαρχες και συχνά αντιπαρατιθέμενες αφηγήσεις: την ανθρωπιστική, που εδράζεται στο διεθνές δίκαιο και στις συνθήκες προστασίας προσφύγων, και τον λόγο της ασφάλειας, που επικαλούνται συντηρητικές ή/και ακροδεξιές κυβερνήσεις. Ταυτόχρονα η ρητορική του μίσους, που καλλιεργείται όχι μόνον από την Ακροδεξιά και στηρίζεται στον αρχέγονο φόβο για τον Άλλο, τον ξένο και στη φτωχοποίηση ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, τροφοδοτεί ανησυχίες στους γηγενείς για τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων και την αλλοίωση της πολιτισμικής τους ταυτότητας, ιδίως όταν οι νεοαφιχθέντες είναι αλλόθρησκοι.
Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσονται ψευδείς ή παραπλανητικές αναπαραστάσεις, που επηρεάζουν τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται δημιουργεί συγκεκριμένες εικόνες, άλλοτε φοβικές κι άλλοτε συμπονετικές. Στερεότυπα όπως οι όροι «λαθρομετανάστες», «εισβολείς», «κίνδυνος για τη δημόσια υγεία», «εν δυνάμει τρομοκράτες» αναπαράγονται στη δημόσια σφαίρα, παρότι αντιβαίνουν σε διεθνείς συνθήκες, σε πορίσματα ερευνών και στα ίδια τα στατιστικά δεδομένα. Και η επιλογή εικόνων (βάρκες στο Αιγαίο, πολυπληθή κέντρα φιλοξενίας, κ.ά.) ενισχύει αντίστοιχα συναισθήματα συλλογικής απειλής ή ευαισθησίας.
Η πλειονότητα όσων φθάνουν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα προέρχονται από ζώνες πολέμου, πολιτικής αστάθειας ή ακραίας φτώχειας, όπου δεν γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα και, συνεπώς, δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Επιπλέον, η έννοια της «μονομερούς πίεσης» στην Ελλάδα καταρρίπτεται από τα στοιχεία: εκατομμύρια πρόσφυγες φιλοξενούνται σε χώρες της Ασίας, της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι προσφέρει στήριξη μέσω χρηματοδοτήσεων και προγραμμάτων, μεταφέρει σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη διαχείρισης στις χώρες πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα, γεγονός που τροφοδοτεί έναν λόγο περί «εγκατάλειψης».
Ταυτόχρονα όπως αποδεικνύεται από σειρά μέτρων που λαμβάνει, αλλά και το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, η ΕΕ συμπεριφέρεται με τρόπο υποκριτικό: από τη μία πλευρά, υποδαυλίζει ή/και συμμετέχει σε πολέμους σε τρίτες χώρες. Και από την άλλη, κλείνει τα σύνορά της και επιστρέφει τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας σε χώρες που αποδεδειγμένα είναι ανασφαλείς, παραβιάζοντας το Ενωσιακό Δίκαιο και διεθνείς συνθήκες.
Οι πραγματικοί παράγοντες που τροφοδοτούν τις μετακινήσεις πληθυσμών περιλαμβάνουν ένοπλες συγκρούσεις, γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, νεοαποικιοκρατικές πρακτικές εκμετάλλευσης πόρων, καθώς και την κλιματική κρίση. Παράλληλα, η απουσία ασφαλών και νόμιμων οδών μετακίνησης ενισχύει τη δράση κυκλωμάτων διακίνησης. Τα ΜΜΕ, ελληνικά και διεθνή, διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην οικοδόμηση αφηγήσεων, συχνά συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή φόβου και μισαλλοδοξίας.
Τελικά, το μεταναστευτικό-προσφυγικό στη δημόσια σφαίρα εργαλειοποιείται για πολιτικούς λόγους, συσκοτίζοντας την ουσία του: ότι πρόκειται πρωτίστως για ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διεθνούς ευθύνης και διαχείρισης των αιτιών που γεννούν τις μετακινήσεις ανθρώπων. Ο δημόσιος λόγος λειτουργεί ως πεδίο σύγκρουσης αλλά και διαπραγμάτευσης αυτών των αξιών.
Η μελλοντική του εξέλιξη θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τις μεταναστευτικές ροές, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική τάξη, τα ΜΜΕ και η κοινωνία θα επιλέξουν να μιλήσουν γι’ αυτό.
Όλο το άρθρο εδώ
(Ο Παύλος Νεράντζης είναι Δημοσιογράφος, παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ – Άρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ)































