Η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο ενός ενεργειακού αφηγήματος: Αυτό της ανακήρυξής της σε «πύλη εισόδου» ενέργειας για την Ευρώπη. Από γεωπολιτική σκοπιά με τους τρέχοντες συσχετισμούς, αυτό έχει αναμφίβολη σημασία, ιδίως σε μια εποχή όπου η ενεργειακή ασφάλεια καθορίζει σχέσεις, συμμαχίες και ισορροπίες δυνάμεων. Όμως άλλο πράγμα είναι να είσαι πύλη εισόδου και κόμβος μεταφοράς έστω του ακριβού υγροποιημένου φυσικού αερίου που « επιβάλλουν» οι ΗΠΑ στην Ευρώπη μετά την ανατίναξη του Nord Stream το 2022 και άλλο να μετατρέπεσαι σε παραγωγός ενέργειας από εξορύξεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια, το περιβάλλον, την οικονομία και τελικά την κοινωνική ευημερία.
Τρανό παράδειγμα οι εξορύξεις Χρυσού στις Σκουριές της Χαλκιδικής. Μείωσαν την τουριστική ελκυστικότητα της περιοχής, ειδικά γύρω από την Ιερισσό και τη Μεγάλη Παναγία. Παράλληλα, η γεωργία και η αλιεία επηρεάστηκαν από τη ρύπανση και τον φόβο για επιμόλυνση των προϊόντων.
Το δημόσιο όφελος; Αμελητέο. Τα φορολογικά έσοδα του κράτους από την παραχώρηση ήταν πολύ μικρά σε σχέση με το περιβαλλοντικό ρίσκο. Η αξία του εξορυσσόμενου μεταλλεύματος ξεπερνά κατά πολύ τα οφέλη που επέστρεψαν στην τοπική κοινωνία.
Οι εξορύξεις προκάλεσαν βαθιά κοινωνική πόλωση. Από τη μια πλευρά, όσοι εργάζονται ή ελπίζουν να εργαστούν στα μεταλλεία, από την άλλη, όσοι αντιστάθηκαν λόγω των περιβαλλοντικών και υγειονομικών κινδύνων από την αποψίλωση των δασών μέχρι τον κίνδυνο όξινης απορροής.
Η εξόρυξη υδρογονανθράκων προβάλλεται συχνά ως «αναπτυξιακή ευκαιρία». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια δραστηριότητα που κουβαλάει μαζί της ένα βαρύ αποτύπωμα. Η ρύπανση των θαλάσσιων και χερσαίων οικοσυστημάτων είναι αναπόφευκτη συνέπεια. Οι διαρροές πετρελαίου προκαλούν τεράστια καταστροφή στη θαλάσσια ζωή, ενώ οι υδρογονάνθρακες και τα χημικά ρυπαίνουν τα υπόγεια ύδατα και τα εδάφη, καταστρέφοντας οικοτόπους και οδηγώντας σε απώλεια βιοποικιλότητας.
Υποδομές, δρόμοι, αγωγοί, πλατφόρμες αλλοιώνουν το φυσικό τοπίο και απομακρύνουν τις τοπικές κοινωνίες από τις παραδοσιακές τους δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός ή η αλιεία.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα των κινδύνων που ενέχουν οι θαλάσσιες εξορύξεις είναι η καταστροφή της πλατφόρμας Deepwater Horizon το 2010 στον Κόλπο του Μεξικού, όπου έκρηξη κατά τη διάρκεια γεώτρησης της BP προκάλεσε τον θάνατο 11 εργαζομένων και τη διαρροή 4,9 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου, μολύνοντας τεράστιες θαλάσσιες και παράκτιες εκτάσεις. Αντίστοιχα, το ατύχημα Montara το 2009 στη Θάλασσα Timor, στα βόρεια της Αυστραλίας, οδήγησε σε ανεξέλεγκτη διαρροή πετρελαίου για εβδομάδες, με πάνω από 30.000 βαρέλια πετρελαίου να καταστρέφουν κοραλλιογενείς υφάλους και αλιευτικά πεδία. Και στις δύο περιπτώσεις, οι συνέπειες για το περιβάλλον, τις τοπικές κοινωνίες και την οικονομία υπήρξαν μακροχρόνιες και ανυπολόγιστες, επιβεβαιώνοντας ότι καμία θαλάσσια εξόρυξη δεν είναι πραγματικά «ασφαλής».
Αλλά και το κοινωνικό τίμημα είναι υψηλό. Οι εξορύξεις, όπου κι αν εφαρμόστηκαν, ενίσχυσαν έτι περαιτέρω τη διαφθορά και την πολιτική αστάθεια, ενώ ο πλούτος συγκεντρώθηκε στα χέρια λίγων. Τα κοιτάσματα έχουν περιορισμένο χρόνο ζωής και όταν εξαντληθούν, η τοπική οικονομία μένει χωρίς βιώσιμη βάση. Οι θέσεις εργασίας είναι συχνά προσωρινές και υψηλής εξειδίκευσης, άρα δεν προσφέρουν μακροπρόθεσμη κοινωνική σταθερότητα. Επιπλέον, οι διεθνείς τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου όχι μόνο είναι ευμετάβλητες, κάτι που δημιουργεί οικονομική αστάθεια και δυσκολία προγραμματισμού.
Από την άλλη, βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή που η κλιματική κρίση επιβάλλει ακριβώς το αντίθετο: μείωση των εκπομπών και επενδύσεις σε καθαρές μορφές ενέργειας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελλάδα έχουν δεσμευτεί για μηδενικές καθαρές εκπομπές έως το 2050. Η Ελλάδα, αν θέλει να βρίσκεται στην πρωτοπορία αυτής της μετάβασης, δεν μπορεί να «κλειδώσει» την οικονομία της σε ορυκτά καύσιμα για τις επόμενες δεκαετίες. Οι επενδύσεις στις εξορύξεις δεν συνάδουν με την ενεργειακή μετάβαση, την υπονομεύουν.
Πέρα από την περιβαλλοντική και οικονομική διάσταση, υπάρχει και η γεωπολιτική. Οι εξορύξεις συχνά γεννούν συγκρούσεις για τον έλεγχο των κοιτασμάτων, όπως βλέπουμε στην Ανατολική Μεσόγειο. Αντί να ενισχύουν την ενεργειακή ανεξαρτησία, δημιουργούν νέες εξαρτήσεις από πολυεθνικές εταιρείες και ισχυρά λόμπι, που επιβάλλουν τους δικούς τους όρους στο παιχνίδι της ενέργειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να κινείται αντιφατικά: από τη μία, θέλει να αναδείξει τη χώρα σε διαμετακομιστικό κόμβο για το αμερικανικό LNG και, από την άλλη, να επενδύσει στην εξόρυξη υδρογονανθράκων στο Ιόνιο και την Κρήτη, ήτοι αγωγοαερίου. Μια πολιτική που, καταδικάζει επιχειρήσεις και νοικοκυριά σε πανάκριβη ενέργεια. Ακόμα και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας αρχίζουν να αντιδρούν, βλέποντας ότι η «ενεργειακή στρατηγική» Μητσοτάκη μεταφράζεται σε αυξανόμενο ενεργειακό κόστος και ασυδοσία των ενεργειακών καρτέλ με τις ευλογίες της κυβέρνησης.
Η ενεργειακή ασφάλεια, η ρύθμιση της αγοράς και η πρόσβαση των πολιτών σε φθηνή ενέργεια αποτελούν εθνική και κοινωνική ανάγκη. Όχι πολυτέλεια, ούτε εργαλείο εξυπηρέτησης ξένων συμφερόντων. Η Ελλάδα πρέπει να γίνει πυλώνας παραγωγής καθαρής ενέργειας δίκαια προσβάσιμης στους πολίτες της και όχι ρυπαρό εργοτάξιο εξορύξεων που θα αφήσει πίσω του ρύπανση, ανισότητα και εξάρτηση. Αναμφισβήτητα μία τέτοια επιλογή απαιτεί ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση και όχι επικοινωνιακή διαχείριση και εκμετάλλευση πρόσκαιρων συσχετισμών.
Γιατί ο πραγματικός πλούτος μιας χώρας δεν κρύβεται στα υπόγεια της αλλά στις στέγες και πάνω από όλα στο βιώσιμο μέλλον των ανθρώπων της. Και αυτό υποθηκεύεται τα τελευταία 7 χρόνια συστηματικά.
(Ο Γιώργος Καραμέρος είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Α΄ Ανατολικής Αττικής)






























