Καθόλη τη διάρκεια της εξαετούς διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο νομικός κόσμος της χώρας αντιμετωπίζεται σταθερά με θεσμική ασέβεια. Το στίγμα δόθηκε από την πρώτη κιόλας ημέρα με την τοποθέτηση του ιατρού – μικροβιολόγου, Κωνσταντίνου Τσιάρα, στη θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ενός πολιτικού που ουδεμία σχέση και γνώση είχε με τη νομική επιστήμη και το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης.
Οι έκτακτες συνθήκες της πανδημίας ανέδειξαν ακριβώς την αδυναμία του Υπουργού να αντιληφθεί τα πολλά και διαφορετικά ζητήματα που προέκυπταν από την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων, αλλά και την απροθυμία του να διαβουλευθεί και συνεργαστεί με την Ολομέλεια των δικηγορικών συλλόγων για την επίλυσή τους. Χαρακτηριστική παραμένει η προχειρότητα με την οποία εκδίδονταν οι σχετικές με την αναστολή υπουργικές αποφάσεις, συνήθως αργά το απόγευμα του Σαββάτου, λίγες μόνον ώρες πριν την έναρξη της δικαστικής εβδομάδας, προκαλώντας τεράστια ανασφάλεια σε δικηγόρους και πολίτες.
Την ίδια περίοδο, υπενθυμίζεται ότι ο κλάδος μας εξαιρέθηκε αρχικά από το επίδομα στήριξης των 800 ευρώ, ενώ προβλέφθηκε στη συνέχεια το περιβόητο «voucher τηλεκατάρτισης» των 600 ευρώ, το επονομαζόμενο άλλως ως «Σκοιλ Ελικίκου». Τόσα αντιλαμβανόταν ο Υπουργός Τσιάρας για τον κλάδο μας, δηλώνοντας δημόσια ότι οι δικηγόροι δεν είναι μισθωτοί, αλλά ελεύθεροι επαγγελματίες, με αποτέλεσμα να μην χρειάζονται κρατική ενίσχυση. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, έπειτα από τις έντονες αντιδράσεις των δικηγορικών συλλόγων και λοιπών επιστημονικών κλάδων αναγκάστηκε να παρέμβει προσωπικά και να ανακοινώσει το «πάγωμα» του επίμαχου προγράμματος, που το περιεχόμενό του, μεταξύ άλλων, υπήρξε ευθεία προσβολή στην επιστημονική αξιοπρέπεια του κλάδου.
Σήμερα, η αδιαφορία έχει δώσει τη θέση της στην ανοιχτή επιθετικότητα. Ο νυν Υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, αντί να προωθεί τη θεσμική συνεννόηση, επιλέγει τη σύγκρουση και τον διχασμό. Προσφάτως, με αφορμή τη νομοθετική ρύθμιση που περιορίζει την πρόσβαση των κατηγορουμένων στην ποινική δικογραφία, χαρακτήρισε τις αντιδράσεις του δικηγορικού σώματος «υποκριτικές» και «υπερβολικές». Έχει εύκολους τους χαρακτηρισμούς ο Γ. Φλωρίδης, αν αναλογιστούμε ότι στην κοινοβουλευτική συζήτηση που αφορούσε τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικαιοσύνης, δήλωσε ότι οι «καθηγητάδες» των Νομικών Σχολών «λειτουργούν προς ίδιο όφελος».
Τέλος, η κυβερνητική δαιμονοποίηση ενός ολόκληρου κλάδου, με όρους λαϊκισμού και απαξίωσης, αποδείχθηκε περίτρανα με την άδικη και προσβλητική φορολογική ρύθμιση, που επέβαλε τεκμαρτό εισόδημα στους δικηγόρους με βάση τον κατώτατο μισθό.
Όταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης ειρωνεύεται τους δικηγόρους και τους καθηγητές των Νομικών Σχολών της χώρας, υπονομεύει τη θεμελιώδη ισορροπία των λειτουργών της Δικαιοσύνης. Ενόψει των δικηγορικών αρχαιρεσιών της 30ης Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) οφείλει να εξακολουθήσει να στέκεται στο ύψος του ρόλου του, να αγωνίζεται για ανεξάρτητη δικηγορία, σεβασμό στην επιστήμη και θεσμικό διάλογο.
Απέναντι σε μια Κυβέρνηση που βάλλει σταθερά έναντι του κράτος δικαίου και του νομικού κόσμου, χρειαζόμαστε έναν ΔΣΑ με φωνή δυνατή, ενωτική και σύγχρονη· έναν Σύλλογο που θα μπορεί να υπερασπιστεί τους συναδέλφους, να σταθεί δίπλα στους νέους δικηγόρους, στις γυναίκες, στους έμμισθους, στους ασκούμενους, στα ΑμεΑ, αλλά και να διεκδικήσει πραγματικές μεταρρυθμίσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης. Έναν ΔΣΑ που θα παραμείνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα για το κράτος δικαίου, απέναντι σε κάθε μορφή αυταρχισμού και θεσμικής υποβάθμισης, όπως αυτή που προωθεί η Κυβέρνηση Μητσοτάκη.
(Η Άννα Παπαδοπούλου είναι Δικηγόρος Αθηνών, Υποψήφια Σύμβουλος ΔΣΑ με τον συνδυασμό «ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΕΝΙΑΙΟ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ»)



























