H διεθνής σκηνή σήμερα χαρακτηρίζεται από αστάθεια και βαθιές ανακατατάξεις. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται με σφοδρότητα, κρατώντας ολόκληρη την Ευρώπη σε καθεστώς ανασφάλειας. Στη Γάζα, οι εικόνες χιλιάδων νεκρών και η κατηγορία για γενοκτονία στο Διεθνές Δικαστήριο έχουν προκαλέσει πρωτοφανή διεθνή απομόνωση για το Ισραήλ. ΗΠΑ και Ευρώπη αναζητούν τρόπους να διαχειριστούν την κρίση, ενώ μεγάλες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ινδία ενισχύουν τη γεωπολιτική τους επιρροή.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα θα όφειλε να έχει μια σαφή στρατηγική εξωτερικής πολιτικής, βασισμένη στο διεθνές δίκαιο και στον ιστορικό της ρόλο ως γέφυρα ανάμεσα σε Ισραήλ και αραβικό κόσμο. Αντί γι’ αυτό, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται χωρίς πυξίδα.
Η ματαίωση της συνάντησης με τον Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, επειδή ο Τούρκος πρόεδρος προτίμησε την συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τους ηγέτες των αραβικών και μουσουλμανικών κρατών, δεν είναι μια διπλωματική ατυχία και δεν καλύπτεται από τον ορυμαγδό των κυβερνητικών διαρροών για να αποκρύψουν τα αδιέξοδα της ελληνικής διπλωματίας. Είναι ένδειξη ότι η Τουρκία πλέον θεωρεί αδιάφορη την Ελλάδα σε επίπεδο στρατηγικών συνομιλιών, ενώ η ίδια αναβαθμίζει τη θέση της διεθνώς, όπως φάνηκε με την συνάντηση του Προέδρου Ερντογάν με τον Αμερικανό Πρόεδρο. Η Αθήνα περιορίζεται σε ρόλο θεατή, επικαλούμενη τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο που ακόμη και αναλυτές που πρόσκεινται στην κόμμα της Νέας Δημοκρατίας εκτιμούν ότι πρόκειται για μια μορφή υποτέλειας.
Την ίδια ώρα, πολλές ευρωπαϊκές χώρες – από τη Γαλλία και την Πορτογαλία έως τη Βρετανία - και ο Καναδάς έχουν αναγνωρίσει το Παλαιστινιακό κράτος, δείχνοντας ότι το διεθνές δίκαιο και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι κενές λέξεις. Η Ελλάδα, ωστόσο, σιωπά. Αρνείται να πάρει θέση που θα αντανακλούσε τη δική της παράδοση ισορροπίας και μεσολάβησης στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι χάνει τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως αξιόπιστος διαμεσολαβητής και χάνει τον ιστορικό της ρόλο.
Η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι διαχείριση εντυπώσεων. Χρειάζεται στρατηγική, συνέπεια και προσήλωση στις αρχές. Χρειάζεται θάρρος να υπερασπιστούμε το διεθνές δίκαιο όχι επιλεκτικά, αλλά με καθαρή φωνή. Χωρίς αυτά, η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη στην αδράνεια, ενώ γύρω της οι γεωπολιτικές πλάκες κινούνται με ταχύτητα.
Η χώρα μας αξίζει εξωτερική πολιτική αντάξια της ιστορίας και της γεωπολιτικής της θέσης. Αυτό σημαίνει ενεργή διπλωματία, ξεκάθαρες θέσεις και επαναφορά του ρόλου της Ελλάδας ως δύναμης γέφυρας και σταθερότητας στην περιοχή. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να μην το κατανοεί. Και αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη απώλεια για το μέλλον της χώρας.
(Η Κατερίνα Μπέρδου είναι δικηγόρος)






























