Η ΕΕ έδειξε όλο αυτό το διάστημα ότι επιθυμούσε πάση θυσία μία συμφωνία, που θα απέτρεπε ή μάλλον θα περιόριζε την πρόσφατη εξαγγελία του Αμερικανού προέδρου για δασμούς ύψους 30% στις εξαγωγές των ευρωπαϊκών προϊόντων προς την άλλη όχθη του Ατλαντικού, αν δεν υπήρχε συμφωνία ως την 1η Αυγούστου. Και μόνο το γεγονός ότι η προέδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μετέβη στο θέρετρο γκολφ του Τραμπ, στο Τέρνμπερι της Σκωτίας, για να διαπραγματευθεί και να κλείσει τη συμφωνία, πέρα από τους ισχυρούς συμβολισμούς, κατέδειξε εμφατικά και την ανίσχυρη θέση της Ευρώπης στις συνομιλίες. Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, που επικρότησε τη συμφωνία, υπό το βάρος της περαιτέρω επιβάρυνσης της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και αυτών του χάλυβα και του αλουμινίου από τους αμερικανικούς δασμούς, ζητούσε επίμονα μία «γρήγορη συμφωνία» και όχι μακροημέρευση των διαπραγματεύσεων, πόσο μάλλον από τη στιγμή που η Ουάσιγκτον αποτελεί τον κύριο εμπορικό εταίρο του Βερολίνου.
Το 15% ως ποσοστό δασμών στις ευρωπαϊκές εξαγωγές (για τη συντριπτική πλειοψηφία των προϊόντων), που αποτέλεσε το ποσοστό της συμφωνίας ΗΠΑ – ΕΕ, αφενός θα αποφέρει έσοδα στις Ηνωμένες Πολιτείες αφετέρου, σύμφωνα με το πλαίσιο συμφωνίας αφετέρου προβλέπει πρόσθετες επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων της ΕΕ στις ΗΠΑ, 750 δισ. δολάρια για ευρωπαϊκές αγορές αμερικανικής ενέργειας (υγροποιημένο φυσικό αέριο, πετρέλαιο και πυρηνικά καύσιμα) την επόμενη τριετία της θητείας του Τραμπ με στόχο την απεξάρτηση από τη Ρωσία, καθώς και αγορές αμερικανικών πολεμικών εξοπλισμών ύψους εκατοντάδων δισ. από την Ευρώπη.
Η εμπορική συμφωνία αποτελεί μία ακόμη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, μετά την πρόσφατη συμφωνία στη σύνοδο του ΝΑΤΟ για δαπάνες 5% του ΑΕΠ ετησίως από τους συμμάχους για βασικές αμυντικές ανάγκες, καθώς και για δαπάνες που σχετίζονται με την άμυνα και την ασφάλεια έως το 2035. Ταυτόχρονα -και δυστυχώς για την παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση- αποτελεί και μία δικαίωση των διαπραγματευτικών μεθόδων του σε πολιτικό επίπεδο, που παραπέμπουν σε επιχειρηματία και όχι σε πολιτικό ηγέτη χώρας. Η συμφωνία της Αμερικής με την ΕΕ ακολούθησε το πρότυπο αυτής των ΗΠΑ με την Ιαπωνία, δείχνοντας ότι η στρατηγική και οι τακτικές Τραμπ αποδίδουν, ακόμη και αν εκβιάζει χώρες που αποτέλεσαν εδώ και δεκαετίες παραδοσιακούς συμμάχους της Ουάσιγκτον.
Η μεταπολεμική Ευρώπη ορθοπόδησε μέσα από μία σχέση εξάρτησης με τις Ηνωμένες Πολιτείες τόσο σε επίπεδο άμυνας και ασφάλειας (ΝΑΤΟ) όσο και σε οικονομικό (Σχέδιο Μάρσαλ). Παρά τις διακηρύξεις των Βρυξελλών ότι τώρα είναι η ώρα η Ευρώπη να βαδίσει μόνη της στα δύσβατα μονοπάτια των σύγχρονων προκλήσεων, οι εξελίξεις αποτελούν ισχυρές διαψεύσεις. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τόνισε ότι «η συμφωνία φέρνει βεβαιότητα σε αβέβαιους καιρούς»· όντως, απέτρεψε έναν εμπορικό πόλεμο με αβέβαιες συνέπειες για την αισθμαίνουσα ευρωπαϊκή οικονομία, διέσωσε τη Διατλαντική Σχέση του 1,7 τρις. δολαρίων, όμως θεμελίωσε για τα επόμενα χρόνια εξαρτήσεις και δεσμεύσεις απέναντι στις ΗΠΑ που εμπεδώνουν το ρόλο της Γηραιάς Ηπείρου ως πιστού ακολούθου της Αμερικής με κάθε τίμημα.
(Ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος είναι συντονιστής του Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ, υποψήφιος διδάκτωρ του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς)






























