Απόφαση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον μεταλλευτικό και βιομηχανικό κλάδο εξέδωσε η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, απορρίπτοντας ενδικοφανή προσφυγή εταιρίας που δραστηριοποιείται στην εξόρυξη και επεξεργασία ορυκτών.
Η εταιρία ζητούσε την ακύρωση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για το 2018, υποστηρίζοντας ότι οι φορολογικές αρχές αρνήθηκαν αδικαιολόγητα να αναγνωρίσουν δαπάνη που αφορούσε την καταστροφή απαξιωμένων πρώτων υλών.
Σύμφωνα με την απόφαση, η εταιρία υποστήριξε ότι μέρος του εξορυγμένου υλικού δεν πληρούσε τις απαιτούμενες ποιοτικές προδιαγραφές, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία και να πρέπει να αποσυρθεί. Προσκόμισε πρακτικό Διοικητικού Συμβουλίου, πρωτόκολλο καταστροφής, φωτογραφικό υλικό, ιδιωτικά συμφωνητικά, δηλώσεις εργολάβων και τεχνική μελέτη ειδικού συνεργάτη, με στόχο να τεκμηριώσει την πραγματοποίηση της διαδικασίας και τον χαρακτηρισμό του υλικού ως μη αξιοποιήσιμου.
Ωστόσο, η φορολογική αρχή, κατά τον έλεγχο των στοιχείων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε επαρκώς η πραγματική καταστροφή των αποθεμάτων ούτε η σύνδεση της επίμαχης δαπάνης με τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Στη σχετική έκθεση επισημαίνεται ότι τα τιμολόγια που προσκομίστηκαν αφορούσαν αποκλειστικά εργασίες εξόρυξης και δεν περιέγραφαν καμία υπηρεσία σχετική με μεταφορά, απόσυρση ή επίχωση υλικού. Η υπηρεσία διαπίστωσε επίσης ότι τα παραστατικά είχαν εκδοθεί σε χρονικές στιγμές που δεν συμβάδιζαν με τον χρόνο λήψης της απόφασης καταστροφής ούτε με την ημερομηνία που η εταιρία ισχυρίστηκε ότι ολοκληρώθηκε η διαδικασία.
Επιπλέον, η τεχνική έκθεση που προσκομίστηκε χαρακτηρίστηκε ως μη ανεξάρτητη, καθώς ο συντάκτης της ήταν μόνιμος συνεργάτης της εταιρίας. Παράλληλα, οι φορολογικές αρχές σημείωσαν ότι δεν προσκομίστηκαν κρίσιμα στοιχεία, όπως ζυγολόγια ή λεπτομερείς επιμετρήσεις, που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν με ακρίβεια την ποσότητα του υλικού που υποτίθεται ότι καταστράφηκε.
Η ΔΕΔ απέρριψε επίσης το αίτημα της εταιρίας για προφορική ακρόαση, τονίζοντας ότι οι κείμενες διατάξεις προβλέπουν τη δυνατότητα αυτή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν προσκομίζονται νέα στοιχεία, κάτι που δεν ίσχυε στην υπό κρίση υπόθεση.
Στο τελικό της σκεπτικό, η ΔΕΔ υιοθέτησε πλήρως τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, κρίνοντας ότι η εταιρία δεν κατόρθωσε να αποδείξει την πραγματοποίηση της καταστροφής των πρώτων υλών με τον τρόπο και στον χρόνο που ισχυρίστηκε. Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίφθηκε και η αρχική πράξη της φορολογικής αρχής παρέμεινε σε ισχύ.






























