Όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή της η ΕΚΤ, βασικός λόγος για τη συνέχιση του ανοδικού σερί είναι οι προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων. Πλέον, το βασικό επιτόκιο του ευρώ διαμορφώνεται στο 4,5% ενώ αυτό της αποδοχής καταθέσεων στο 4%.
Στην ανακοίνωση παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο η σημερινή αύξηση να είναι τελευταία, καθώς όπως λέγεται χαρακτηριστικά, με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο.
Έτσι, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 4,50%, 4,75% και 4,00% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 20 Σεπτεμβρίου 2023.
Πλέον, αναλυτές και αγορές περιμένουν την καθιερωμένη Συνέντευξη Τύπου της ΕΚΤ όπου και η κυρία Λαγκάρντ αναμένεται να δώσει περισσότερες πληροφορίες.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ
Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να μειώνεται αλλά αναμένεται πάλι να παραμείνει σε πολύ υψηλό επίπεδο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Προκειμένου να ενισχυθεί η πρόοδος προς την επίτευξη αυτού του στόχου, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης.
Η σημερινή αύξηση των επιτοκίων αντανακλά την αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων, για τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και για την ένταση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τη ζώνη του ευρώ του Σεπτεμβρίου, ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί σε 5,6% το 2023, 3,2% το 2024 και 2,1% το 2025. Πρόκειται για προς τα πάνω αναθεώρηση για το 2023 και το 2024 και προς τα κάτω αναθεώρηση για το 2025. Η προς τα πάνω αναθεώρηση για το 2023 και το 2024 αντανακλά κυρίως μια ανοδική πορεία των τιμών της ενέργειας.
Οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν υψηλές, παρόλο που οι περισσότεροι δείκτες έχουν αρχίσει να εξασθενούν. Οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ έχουν αναθεωρήσει ελαφρώς προς τα κάτω την προβλεπόμενη πορεία του πληθωρισμού χωρίς την ενέργεια και τα είδη διατροφής, κατά μέσο όρο σε 5,1% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,2% το 2025.
Οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων τις οποίες είχε αποφασίσει το Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθούν να μεταδίδονται δυναμικά. Οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν γίνει πιο αυστηρές και επιδρούν ολοένα πιο περιοριστικά στη ζήτηση, κάτι που αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο. Λόγω της αυξανόμενης επίδρασης αυτής της αυστηροποίησης στην εγχώρια ζήτηση και ενός περιβάλλοντος όπου το διεθνές εμπόριο παρουσιάζει κάμψη, οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ μείωσαν σημαντικά τις προβολές τους για την οικονομική ανάπτυξη. Αναμένουν τώρα ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα μεγεθυνθεί κατά 0,7% το 2023, 1,0% το 2024 και 1,5% το 2025.
Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο.
Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα διαμορφωθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα κρίνεται απαραίτητο. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα στοιχεία για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της κατάλληλης διάρκειας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.
Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στην αξιολόγηση που διενεργεί όσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική.