Ενώ το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης υπό τον Ε. Τσακαλώτου ετοιμάζεται για το μεγάλο ραντεβού της Ουάσιγκτον, στην εαρινή σύνοδο ΔΝΤ- Παγκόσμιας Τράπεζας που ξεκινά την Παρασκευή, ο αστάθμητος γεωπολιτικός παράγοντας εισβάλλει ορμητικός στη σκέψη των πρωταγωνιστών του παζαριού.
Η σύνοδος του ΔΝΤ έχει προκαθορισμένο θέμα την εξέταση της πορείας του ελληνικού προγράμματος με βασικό ερώτημα το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις συμμετοχής του ΔΝΤ στον δανεισμό της Ελλάδας και πυρήνα του τη βιωσιμότητα του χρέους. Η διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ θύμισε και πάλι χθες, στη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε σε τρεις ευρωπαϊκές εφημερίδες, ότι «εάν το ελληνικό χρέος δεν καταστεί βιώσιμο, σύμφωνα με τους κανόνες του ΔΝΤ και με βάση λογικές παραμέτρους, τότε το Ταμείο δεν θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα». Και πρόσθεσε ότι οι άλλες προϋποθέσεις συμμετοχής του ΔΝΤ είναι ένα λογικό πλεόνασμα, που το τοποθετεί μακροπρόθεσμα στο 1,5%, και η νομοθέτηση και εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων», με την έμφαση στην εφαρμογή. Οι όροι του ΔΝΤ σημαίνουν ότι στη σύνοδο της Ουάσιγκτον αυτό που περιμένει η Λαγκάρντ να ακούσει από τους συνομιλητές της εκπροσώπους της ευρωπαϊκής τρόικας, και ιδιαίτερα από τον ESM, είναι οι λεπτομέρειες για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που κατά το Ταμείο πρέπει να περιλαμβάνουν όχι μόνο επιμήκυνση, αλλά και μείωση επιτοκίων. Κι εδώ εντοπίζεται το βασικό σημείο τριβής με το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, που αποκλείει ως απαγορευτική και ακριβή για τους δανειστές μια τέτοια παρέμβαση.
Ωστόσο, τα κριτήρια με τα οποία ΔΝΤ και Ευρωπαίοι δανειστές θα αναζητήσουν έναν συμβιβασμό στην Ουάσιγκτον, ώστε να διευκολυνθεί μια απόφαση του Ταμείου σε δεύτερο- προς το παρόν απροσδιόριστο- χρόνο, δεν είναι αμιγώς τεχνικά-οικονομικά. Έχουν διευρυνθεί αναγκαστικά και περιλαμβάνουν εξελίξεις που εκ πρώτης όψεως φαίνονται «απόμακρες» από το ελληνικό ζήτημα.
Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές
Η αναμονή του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών την Κυριακή είναι σαφώς ένας ανασταλτικός παράγοντας για «τελεσίδικες» αποφάσεις στη συνάντηση της Ουάσιγκτον. Οι προτιμήσεις όλων των παραγόντων του Washington Group είναι σαφείς: «Μακρόν και ξερό ψωμί». Για τη Γαλλίδα Κριστίν Λαγκάρντ δεν υπάρχει αμφιβολία σ’ αυτό, έστω κι αν η πρώτη προτίμησή της θα ήταν ο ομογάλακτος Φιγιόν. Ωστόσο, η αδιαμφισβήτητη πρόκριση της ακροδεξιάς Λεπέν στον δεύτερο γύρο και η εισβολή στο προσκήνιο των εκλογικών πιθανοτήτων του αριστερού Μελανσόν αλλάζουν τα δεδομένα. Ακόμη κι αν θεωρηθεί απίθανη μια αναμέτρηση στο δεύτερο γύρο μεταξύ Λεπέν – Μελανσόν ή Μακρόν – Μελανσόν, το γεγονός ότι ήδη μια μεγάλη πλειοψηφία Γάλλων ψηφοφόρων αμφισβητεί- αν και από εντελώς διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες- το ευρωπαϊκό status quo αποτελεί επαρκή λόγο ανησυχίας για την ευρωπαϊκή ελίτ, και ειδικά για τη γερμανική. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και ο εκλεκτός τους «κεντρώος» Μακρόν, πιεζόμενος από τη δημοσκοπική ισορροπία τρόμου, προβάλλει το ζήτημα των υπερβολικών εμπορικών πλεονασμάτων της Γερμανίας. Ακόμη κι αν δεν το εννοεί πλήρως, η προβολή του αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι για την τεράστια πλειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της ελίτ της, η γαλλογερμανική σχέση- θεμέλιο της Ε.Ε. εδώ και δεκαετίες- τίθεται σε ριζική επαναδιαπραγμάτευση. Το πόσο ριζική κρίνεται σε πρώτο στάδιο στο αποτέλεσμα της προσεχούς Κυριακής. Κι αυτό επιβάλλει στάση αναμονής και προκαλεί δυστοκία οριστικών αποφάσεων στην Ουάσιγκτον και για το ελληνικό ζήτημα.
Το μέλλον της ευρωτουρκικής σχέσης
Ακόμη πιο αστάθμητος είναι ο τουρκικός παράγοντας. Το πρώτο αποτέλεσμα της νίκης Ερντογάν στο δημοψήφισμα- ανεξάρτητα από το περιορισμένο εύρος και τις αμφισβητήσεις της- είναι η ριζική επανεξέταση της ευρωτουρκικής σχέσης. Τα πράγματα λέγονται πια ανοιχτά και από τις δυο πλευρές: οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, οι οποίες καρκινοβατούν εδώ και δεκατρία χρόνια, αντιμετωπίζονται ως παρελθόν. Ο ίδιος ο Ερντογάν δηλώνει ότι δεν έχει πρόβλημα να παγώσει η διαδικασία και να περιοριστεί η ευρωτουρκική σχέση στην τελωνειακή ένωση που χρονονολογείται από το 1995, η οποία ωστόσο είναι αδύνατο να αναβαθμιστεί όσο η τουρκική ηγεσία αρνείται να την εφαρμόσει έναντι της Κύπρου. Αυτό σημαίνει ότι το Plan B στις ευρωτουρκικές σχέσεις περνάει αναγκαστικά μέσα από μια διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, αλλά και από μια αποσαφήνιση του ρόλου της Τουρκίας στη λύση του συριακού ζητήματος, στο οποίο η τουρκική διπλωματία ισορροπεί παράδοξα μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, ο «σουλτάνος» Ερντογάν, πατώντας στην οριακή πλειοψηφία του δημοψηφίσματος, αλλά και στην ανοχή του αμερικανικού και του ρωσικού παράγοντα, έχει τη δυνατότητα παζαρέψει τη σχέση του με την Ε.Ε. με το σημαντικότερο όπλο του: την ευρωτουρκική συμφωνία για το προσφυγικό που μπορεί να τη μετατρέψει ανά πάσα στιγμή σε εφιάλτη για την Ευρώπη, φυσικά με πρώτο θύμα την Ελλάδα. Κι αυτό το στοιχείο μπαίνει αναπόφευκτα στη συνάρτηση του ελληνικού ζητήματος που θα απασχολήσει τη σύνοδο του ΔΝΤ, καθιστώντας πιο περίπλοκες τις οριστικές αποφάσεις.
Ο Τραμπ προκαλεί γεωπολιτική ανασφάλεια
Εξάλλου, αν και ο συμβιβασμός στο θέμα του ελληνικού χρέους θεωρείται κυρίως ζήτημα μεταξύ Βερολίνου και ηγεσίας του ΔΝΤ, δεν πρέπει να υποτιμάται ο τελικός λόγος του αμερικανικού παράγοντα. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει διαμηνύσει μεν ότι εγκρίνει τη συνέχιση της εμπλοκής του ΔΝΤ στην ελληνική κρίση, αλλά δεν έχει προσδιορίσει τη μορφή αυτής της εμπλοκής, που προφανώς είναι συνάρτηση και πολιτικών προτεραιοτήτων. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει αιφνιδιάσει τους κατά τεκμήριο συμμάχους της ανοίγοντας πολλά μέτωπα- από την επίθεση στη Συρία και την επιβάρυνση των σχέσεων με τη Ρωσία, μέχρι τις πολεμικές προειδοποιήσεις προς το καθεστώς της Βόρειας Κορέας και το φρενάρισμα της εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ιράν-. Τα μέτωπα αυτά προκαλούν έντονη γεωπολιτική ανασφάλεια στην ευρωπαϊκή ηγεσία και ειδικά στη γερμανική η οποία, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, καλείται να αναστοχαστεί πάνω στον παγκόσμιο ρόλο της, στον οποίο δεν έχει πλέον ξεκάθαρους και δεδομένους εταίρους.
Η συνδρομή των παραπάνω φέρνει την «ολική συμφωνία» (global agreement= τεχνική συμφωνία + μεσοπρόθεσμα μέτρα για χρέος και πλεονάσματα μετά το 2018) που προσδοκά η κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον στη θέση μιας… λεπτότατης φέτας αλλαντικού μέσα σε ένα παραγεμισμένο και δύσπεπτο γεωπολιτικό «σάντουιτς», η τελική σύνθεση του οποίου είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταληχθεί στο πανηγυρικό πλαίσιο της εαρινής συνόδου ΔΝΤ- Παγκόσμιας Τράπεζας. Κι αυτό επιβάλλει μικρό καλάθι.