Κάντο όπως ο Ταγίπ
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ, με τις οποίες άσκησε δημόσια πίεση στη Fed και προσωπικά στον πρόεδρό της, Τζερόμ Πάουελ, για άμεση μείωση των επιτοκίων, ξύπνησαν μνήμες από τις πολυσυζητημένες – και συχνά καταστροφικές – παρεμβάσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη νομισματική πολιτική της Τουρκίας. Όπως και ο Ερντογάν, ο οποίος επί σειρά ετών αμφισβήτησε το θεμελιώδες δόγμα της οικονομικής επιστήμης ότι τα υψηλά επιτόκια περιορίζουν τον πληθωρισμό, έτσι και ο Τραμπ επανέρχεται τώρα με πιέσεις για «νομισματική χαλάρωση» από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, την ώρα που η Fed προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιβράδυνση της ανάπτυξης και τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό.
Η σύγκριση δεν είναι μόνο σημειολογική. Οι παρεμβάσεις Ερντογάν, ειδικά το διάστημα 2018–2021, οδήγησαν σε αλλεπάλληλες αποπομπές διοικητών της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας και σε μια σειρά από επιτοκιακές μειώσεις κόντρα στις συστάσεις των ειδικών. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση της τουρκικής λίρας, η εκτίναξη του πληθωρισμού και η δραματική απώλεια αξιοπιστίας της τουρκικής οικονομικής πολιτικής στη διεθνή επενδυτική κοινότητα. Αν και οι ΗΠΑ διαθέτουν σαφώς πιο ανθεκτικούς θεσμούς και ένα ισχυρότερο νομισματικό καθεστώς, η ρητορική Τραμπ εγείρει ανησυχίες για τον σεβασμό στην ανεξαρτησία της Fed, η οποία αποτελεί θεμέλιο λίθο της αμερικανικής οικονομικής σταθερότητας.
Όπως φάνηκε και από τη χθεσινή πτώση στη Wall Street, οι αγορές παρακολουθούν στενά τις παρεμβάσεις Τραμπ, καθώς οποιαδήποτε ένδειξη πολιτικοποίησης της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να πλήξει την εμπιστοσύνη στο δολάριο, να αποσταθεροποιήσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και να περιπλέξει το έργο της Κεντρικής Τράπεζας.
Το ΔΝΤ για Τραμπ
Και ενώ συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μέσω της έκθεσής του για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές (World Economic Outlook) που θα δημοσιοποιηθεί στα πλαίσια της Εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, θα μας ενημερώσει σήμερα για την «λυπητερή» που θα πληρώσει η παγκόσμια οικονομία λόγω των εμπορικών πολιτικών του Ντόναλντ Τραμπ.
Ουσιαστικά σήμερα θα μάθουμε το πόσο θα επιδράσουν στην παγκόσμια ανάπτυξη οι δασμοί Τραμπ, αλλά και οι εμπορικές εντάσεις και η γεωπολιτική αβεβαιότητα, που συνοδεύουν τους υψηλούς αυτούς δασμούς. Το ότι οι ΗΠΑ με τη νέα εμπορική τους πολιτική «έχουν πυροβολήσει τα πόδια τους» είναι ήδη καταγεγραμμένο. Αποτυπώθηκε στην πτώση της Wall Street και στην επιδείνωση της επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Ωστόσο, το ΔΝΤ θα καταδείξει το πόσο μεγάλη θα είναι η επιβράδυνση της αμερικανικής ανάπτυξης το 2025 σε σχέση με το 2024 και το μέγεθος της ζημιάς που προκαλούν οι δασμοί.
Ομοίως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένεται να καταγράψει και το πως επηρεάζεται η οικονομία της ευρωζώνης από την αβεβαιότητα. Μια οικονομία που ήδη βάλλεται από την υποτονική εγχώρια ζήτηση, τις γεωπολιτικές εντάσεις και πλέον και από τις αναταράξεις στο παγκόσμιο εμπόριο. Αξίζει να σημειωθεί πως ήδη η ευρωζώνη υστερεί σε ανάπτυξη σε σχέση με τις εκτιμήσεις που διατύπωνε το ΔΝΤ προ πενταετίας, κάτι που οφείλεται στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και στην αναιμική παραγωγικότητα. Στο σημείο αυτό θα έχουν ενδιαφέρον οι «συστάσεις» του ΔΝΤ προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την πορεία της νομισματικής πολιτικής, αλλά και οι αναφορές στη δημοσιονομική πολιτική, ειδικά σε χώρες όπως η Γερμανία.
Το πακέτο «Omnibus»
Η Εαρινή Σύνοδος του ΔΝΤ αποτελεί και μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για οργανισμούς όπως το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (Institute of International Finance - IIF), ώστε να ενημερώσουν τους χαράσσοντες την οικονομική πολιτική για ζητήματα που απασχολούν το χρηματοπιστωτικό κλάδο. Στο επίκεντρο των παρατηρήσεων του IIF αυτή την εβδομάδα θα βρεθεί το λεγόμενο πακέτο «Omnibus» που ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2025 και το οποίο αντί να οδηγεί στην απλοποίηση του πλαισίου βιώσιμης χρηματοδότησης στην ΕΕ, τα κάνει όλα πιο περίπλοκα.
Το IIF αναμένεται να επισημάνει πως το πακέτο «Omnibus» δεν αγγίζει τον πυρήνα των εποπτικών και κανονιστικών απαιτήσεων που σχετίζονται με τους ESG κινδύνους, όπως οι κανόνες της ΕΒΑ και οι απαιτήσεις της ΕΚΤ και της EIOPA. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία διπλών και συχνά αντιφατικών υποχρεώσεων, με τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες να αντιμετωπίζουν αυξημένα διοικητικά βάρη και πληροφοριακά κενά, λόγω του περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας για την Αναφορά Εταιρικής Βιωσιμότητας (CSRD), που θα μειώσει δραστικά τα διαθέσιμα ESG δεδομένα από εταιρείες. Αντί να μειώνεται η γραφειοκρατία, όπως διακηρύσσει η Κομισιόν, υπάρχει κίνδυνος να αυξηθεί μέσω της σύγκρουσης μεταξύ CSRD και των εποπτικών απαιτήσεων των ρυθμιστικών αρχών.
Ασαφές παραμένει επίσης το πώς θα εφαρμοστούν οι νέες υποχρεώσεις σε εταιρείες εκτός ΕΕ, με την προσέγγιση να προκαλεί περισσότερη πολυπλοκότητα. Αντί να αυξάνουν τη συμβατότητα με πρότυπα όπως αυτά του Διεθνούς Συμβουλίου Προτύπων Αειφορίας (ISSB), οι ευρωπαϊκές απαιτήσεις βαθαίνουν τις διαφορές και επιβαρύνουν περαιτέρω πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εντός της ΕΕ. Προβλήματα αναδεικνύονται επίσης στον τομέα της ταξινομίας (EU Taxonomy). Το IIF αναμένεται να ζητήσει την άμεση κατάργηση ή αναστολή του δείκτη Green Asset Ratio (GAR), χαρακτηρίζοντάς τον «αναποτελεσματικό και δαπανηρό», χωρίς ουσιαστική προστιθέμενη αξία για τους επενδυτές.
Είναι ενδεικτικό πως η απαίτηση αποκάλυψης στοιχείων για τον δείκτη GAR συνεπάγεται έκδοση εκθέσεων άνω των 150 σελίδων ανά ίδρυμα, χωρίς να αντανακλά τις πραγματικές μεταβατικές προσπάθειες των επιχειρήσεων! Θα ακούσουν τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τις επισημάνσεις του IIF για το πακέτο «Omnibus»; Δεν είμαστε πολλοί αισιόδοξοι…
Οι επενδύσεις ESG
Στο σημείο αυτό θα έχουν ειδικό βάρος και οι παρατηρήσεις που θα κάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην έκθεσή του για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (Global Financial Stability Report) σε σχέση με τις ESG επενδύσεις. Ήδη από τον προηγούμενο Οκτώβριο το ΔΝΤ έχει προειδοποιήσει για μία κρίσιμη και ανησυχητική τάση: η πτώση του επενδυτικού ενδιαφέροντος για ESG χρηματοοικονομικά προϊόντα διευρύνει επικίνδυνα το χρηματοδοτικό κενό για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Παρότι στο παρελθόν οι επενδύσεις σε «πράσινες» μετοχές θεωρούνταν ελκυστικές και πολλά υποσχόμενες, μετά την επανεκλογή Τραμπ οι συγκεκριμένοι τίτλοι όχι μόνο έχουν υποαποδώσει σε σχέση με την υπόλοιπη αγορά, αλλά δεν είναι και οι «αγαπημένοι» των επενδυτών. Η αυξανόμενη αστάθεια των αγορών έχει οδηγήσει πολλούς επενδυτές να απομακρύνονται από τα μακροπρόθεσμα ESG προϊόντα υπέρ πιο βραχυπρόθεσμων ή «ασφαλών» επιλογών, όπως τα κρατικά ομόλογα.
Ως φυσικό επακόλουθο η μείωση των «πράσινων» επενδύσεων εντείνει τη δυσκολία άντλησης των κεφαλαίων που απαιτούνται για την επίτευξη των διεθνών στόχων για το κλίμα. Εάν συνεχιστεί αυτή η τάση, το ήδη υφιστάμενο χρηματοδοτικό κενό για τις κλιματικές δράσεις (climate financing gap) θα διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, υπονομεύοντας τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών ρύπων.
Τα οικονομικά του Βατικανού
Μπορεί να ακούγεται άκομψο και ασεβές, ωστόσο η αποδημία του Πάπα Φραγκίσκου έχει οικονομικές προεκτάσεις για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που είναι σοβαρές. Σε μια περίοδο που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία βιώνει σοβαρή οικονομική κρίση με τις δωρεές να έχουν καθηλωθεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και τα ταμεία του Βατικανού να είναι άδεια, ο θάνατος του Πάπα Φραγκίσκου έρχεται να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον των πιστών και εκτιμάται πως θα φέρει πρόσθετα έσοδα.
Τα οικονομικά προβλήματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είχαν οδηγήσει προ εβδομάδων τον Πάπα Φραγκίσκο να συστήσει ειδική επιτροπή, υπό τον τίτλο Commissio de donationibus pro Sancta Sede, για την προσέλκυση νέων πόρων μέσω εκστρατειών μεταξύ των πιστών, των επισκοπών και άλλων πιθανών ευεργετών. Στόχος της Επιτροπής ήταν να αναπτύξει μία συνεκτική στρατηγική συλλογής πόρων.
Οι οικονομικές υποχρεώσεις της Εκκλησίας, συνδυασμένες με τις φθίνουσες δωρεές και τις αυξανόμενες νομικές δαπάνες, έχουν θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία θεσμών που εξυπηρετούν παγκοσμίως 1,4 δισεκατομμύρια καθολικούς. Ο συντονισμός των νέων οικονομικών προσπαθειών ανατέθηκε στον Monsignor Ρομπέρτο Καμπίσι, ανώτερο στέλεχος της Γραμματείας του Κράτους του Βατικανού.
Είναι άγνωστο το εάν ο νέος Πάπας θα επιτρέψει στον Καμπίσι και στην Επιτροπή να ολοκληρώσουν τον προαναφερόμενο σχεδιασμό. Αυτό ωστόσο που θεωρείται σίγουρο από σχολιαστές είναι πως η αποδημία του Πάπα Φραγκίσκου και η διαδικασία της διαδοχής του θα αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον των πιστών και θα δώσουν μια πρόσκαιρη «ένεση ρευστότητας» στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι το τί θα συμβεί μετά και πως θα ανακοπεί η οικονομική αιμορραγία που ενδεχομένως να φέρει το Βατικανό ενώπιον ακόμη βαθύτερης κρίσης, οικονομικής και θεσμικής.