Ο Γιάννος Κοντόπουλος, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατάφερε κάτι πραγματικά δύσκολο. Να συνενώσει απέναντί του ολόκληρη την κεφαλαιαγορά, τον ΣΜΕΧΑ, τις τραπεζικές χρηματιστηριακές και την Ένωση Θεσμικών Επενδυτών, κ.α.. Ο λόγος; Η αύξηση των χρεώσεων του Χρηματιστηρίου Αθηνών, σε βασικές υπηρεσίες που τα μέλη της αγοράς χρησιμοποιούν εδώ και 15 χρόνια. Το παράδοξο είναι πως ενώ οι χρηματιστηριακές και η Ένωση Θεσμικών Επενδυτών επιδίωξαν τη συνδιαλλαγή ώστε να βρεθεί μια win win λύση, ο κ. Κοντόπουλος, εμφανίσθηκε ανυποχώρητος, χωρίς να μπορεί με την επιχειρηματολογία του, να δικαιολογήσει το ύψος των αυξήσεων που δρομολογεί η ΕΧΑΕ.
Η επιστολή των Χρηματιστών
Η δυσαρέσκεια των μελών της αγοράς αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στις 7 Φεβρουαρίου 2025, όταν ο ΣΜΕΧΑ, οι τραπεζικές χρηματιστηριακές και η Ένωση Θεσμικών Επενδυτών απέστειλαν επιστολή στον κ. Κοντόπουλο, ζητώντας την επανεξέταση της τιμολογιακής πολιτικής της ΕΧΑΕ. Στην επιστολή τους τόνισαν ότι η υπηρεσία δημιουργήθηκε το 2010 ως ένας μηχανισμός διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, επιτρέποντας στους πελάτες των χρηματιστηριακών να έχουν άμεση πρόσβαση στο χαρτοφυλάκιό τους και στις μεταβολές του μέσω του Συστήματος Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.). Οι χρηματιστές υποστήριξαν ότι η αύξηση των χρεώσεων καθιστά την υπηρεσία λιγότερο ελκυστική και ότι η χρήση της συνεισφέρει σημαντικά στον περιορισμό του κινδύνου απάτης, προστατεύοντας έμμεσα το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο από την ανάγκη αποζημιώσεων σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας χρηματιστηριακών εταιρειών. Θεώρησαν παράλογο το γεγονός ότι αντί να παρέχονται κίνητρα για την περαιτέρω αξιοποίηση της υπηρεσίας, η ΕΧΑΕ επιλέγει να αυξήσει τις χρεώσεις, μειώνοντας έτσι τη συμμετοχή στην πλατφόρμα. Έντονη ήταν η διαμαρτυρία για τις επιμέρους αυξήσεις στις ειδοποιήσεις SRNs, emails και SMS, καθώς οι χρηματιστές θεωρούν ότι δεν συνοδεύονται από κάποια ουσιαστική βελτίωση των υπηρεσιών. Επιπλέον, ανέφεραν ότι η υπηρεσία έχει περιθώρια αναβάθμισης, τόσο στο περιεχόμενο των ενημερώσεων όσο και στη συχνότητα αποστολής τους, ώστε να γίνει πιο χρήσιμη για τους επενδυτές.
Η απάντηση της ΕΧΑΕ
Ο Γιάννος Κοντόπουλος απάντησε στις 12 Φεβρουαρίου 2025, επιχειρώντας να αιτιολογήσει την απόφαση της ΕΧΑΕ. Στην επιστολή του ανέφερε ότι το Χρηματιστήριο απορρόφησε τις αυξήσεις κόστους από τους προμηθευτές του καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, προκειμένου να μην επιβαρύνει άμεσα την αγορά. Τόνισε ότι η συνέχιση αυτής της πολιτικής δεν ήταν βιώσιμη και ότι η αύξηση των χρεώσεων ήταν αναπόφευκτη από 1 Ιανουαρίου 2025.
Όσον αφορά το οικονομικό σκέλος, ο Κοντόπουλος υποστήριξε ότι η επιβάρυνση για τις χρηματιστηριακές είναι αμελητέα σε σχέση με τα οφέλη της υπηρεσίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε, η συνολική αύξηση κόστους ανέρχεται σε 17.000 ευρώ ετησίως και επιμερίζεται μεταξύ 19 χρηματιστηριακών εταιρειών, γεγονός που σημαίνει ότι η πρόσθετη επιβάρυνση ανά εταιρεία είναι περιορισμένη. Παράλληλα, επεσήμανε ότι 5.500 ευρώ αφορούν αύξηση στις σταθερές χρεώσεις που σχετίζονται με τον αριθμό των εγγεγραμμένων δικαιούχων, ενώ 11.500 ευρώ προέρχονται από τις μεταβλητές χρεώσεις για την αποστολή ειδοποιήσεων μέσω email και SMS στους επενδυτές. Σύμφωνα με τον Κοντόπουλο, οι αλλαγές αυτές κρίθηκαν αναγκαίες ώστε να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας και να συνεχιστεί η τεχνική της υποστήριξη. Υποστήριξε ότι η νέα τιμολογιακή πολιτική επιτρέπει τη διατήρηση της βιωσιμότητας της υπηρεσίας και ότι οι χρεώσεις παραμένουν σε λογικά επίπεδα σε σύγκριση με τις αντίστοιχες υπηρεσίες που προσφέρονται σε άλλες αγορές.
Ωστόσο, παρά την προσπάθεια του κ. Κοντόπουλου να υποβαθμίσει το ζήτημα, η αντίδραση της ευρύτερης αγοράς δείχνει ότι δεν συμμερίζονται την ίδια άποψη και εξακολουθούν να θεωρούν τις αυξήσεις υπερβολικές και αδικαιολόγητες.
Οντότητες Δημοσίου Συμφέροντος
Αλλά οι χρεώσεις του Χρηματιστηρίου δεν είναι ο μόνος πονοκέφαλος για τις χρηματιστηριακές και τους φορείς της αγοράς. Η διαχρονική «άγνοια» των υπουργών και των μετακλητών τους δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στην κεφαλαιαγορά. Ο νέος νόμος 5164/2024 για τους δείκτες ESG (Περιβαλλοντικούς, Κοινωνικούς και Διακυβέρνησης) επιβάλλει νέα, αυστηρά κανονιστικά πλαίσια στις χρηματιστηριακές εταιρείες, τις ΑΕΔΑΚ, τις εταιρείες επενδύσεων και τις εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων, μετατρέποντάς τις ξαφνικά σε «οντότητες δημοσίου συμφέροντος».
Η αλλαγή αυτή έχει αναδρομική ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2024, δημιουργώντας σοβαρές επιπλοκές για την ομαλή λειτουργία των εταιρειών του κλάδου. Ο χαρακτηρισμός αυτός σημαίνει ότι οι εταιρείες υποχρεούνται να εφαρμόσουν αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο, αντίστοιχο με εκείνο που ίσχυε μέχρι σήμερα για τις εισηγμένες, τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές. Οι νέες απαιτήσεις περιλαμβάνουν τη σύσταση επιτροπών ελέγχου, την υιοθέτηση εσωτερικών κανονισμών, την υποχρεωτική εναλλαγή ορκωτών ελεγκτών κάθε δέκα χρόνια και την εφαρμογή του Κανονισμού 537/2014 της Ε.Ε. Επιπλέον, οι ελεγκτές των εταιρειών αυτών θα πρέπει να εκδίδουν εκθέσεις με Key Audit Matters (KAMs), όπως ισχύει για τις μεγάλες εισηγμένες και τις συστημικές τράπεζες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο ελάχιστος χρόνος συμμόρφωσης, καθώς μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2025, οι χρηματιστηριακές πρέπει να καταθέσουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις οικονομικές τους καταστάσεις, συνοδευόμενες από ελεγκτικές εκθέσεις. Ωστόσο, πολλές εταιρείες δεν διαθέτουν τις απαραίτητες δομές, ούτε το εξειδικευμένο προσωπικό για να εφαρμόσουν τις νέες απαιτήσεις. Οι περισσότερες δεν έχουν συγκροτήσει επιτροπές ελέγχου ούτε έχουν εσωτερικούς κανονισμούς, ενώ οι ορκωτοί ελεγκτές αδυνατούν να εκδώσουν τις απαιτούμενες εκθέσεις. Η συμμόρφωση με το νέο καθεστώς συνεπάγεται επίσης σημαντική οικονομική επιβάρυνση, καθώς απαιτείται η πρόσληψη προσωπικού και η ανάθεση επιπλέον εργασιών σε ελεγκτικές εταιρείες. Οι μικρότερες χρηματιστηριακές ενδέχεται να μην αντέξουν το αυξημένο κόστος, οδηγώντας ορισμένες ακόμα και σε αναστολή δραστηριότητας. Το πρόβλημα αναγνωρίζεται ήδη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ενώ φορείς της αγοράς, όπως ο ΣΜΕΧΑ και η Ένωση Θεσμικών Επενδυτών, ζητούν άμεση τροπολογία ώστε να εξαιρεθούν οι χρηματιστηριακές από το καθεστώς δημοσίου συμφέροντος. Αν η κυβέρνηση δεν παρέμβει, η εφαρμογή του 5164/2024 θα οδηγήσει σε σωρεία παραβάσεων, κυρώσεων και προστίμων, δημιουργώντας συνθήκες αποσταθεροποίησης στην αγορά.
Επιστολή σε Θεοδωρικάκο
Βλέποντας το χάος που δημιουργείται, οι βασικοί φορείς της αγοράς, ο ΣΜΕΧΑ, η Ένωση Θεσμικών Επενδυτών και άλλοι, απέστειλαν στις 12 Φεβρουαρίου 2025 επιστολή στον υπουργό Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκο, ζητώντας νομοθετική παρέμβαση και τροποποίηση του νόμου, ώστε να εξαιρεθούν οι χρηματιστηριακές εταιρείες, οι ΑΕΔΑΚ και οι επενδυτικές εταιρείες από το καθεστώς των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος. Η πρόταση για αλλαγή του νομού έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων που αναγνωρίζουν ότι η εφαρμογή του νόμου δημιουργεί αδιέξοδο και κινδύνους για τη χρηματιστηριακή αγορά. Κατά πληροφορίες μέσα στις επόμενες ημέρες θα υπάρξει η απάντηση του υπουργείου Ανάπτυξης.
Στο Μέγαρο Σερπιέρη η Τράπεζα Πειραιώς
Ήταν 27 Ιουλίου του 2012, η «αποφράδα ημέρα» που η Τράπεζα της Ελλάδος ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΑΤΕ). Σχεδόν 13 χρόνια από τότε, το νεοκλασικό αρχοντικό που στέγαζε τα κεντρικά γραφεία της Αγροτικής Τράπεζας επί των οδών Πανεπιστημίου 23 και Εδουάρδου Λω, το γνωστό Μέγαρο Σερπιέρη, παραμένει κλειστό. Ωστόσο, αυτό δεν θα κρατήσει για άλλα 13 χρόνια… Πληροφορίες της στήλης αναφέρουν πως η ιδιοκτήτρια του κτηρίου, η Τράπεζας Πειραιώς, πρόκειται σύντομα να το αξιοποιήσει , μεταφέροντας εκεί υπηρεσίες της. Βεβαίως για να γίνει αυτό θα απαιτηθεί μια ριζική ανακαίνιση, καθώς το Μέγαρο Σερπιέρη ανακαινίστηκε τελευταία φορά στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το νεοκλασικό αρχοντικό οικοδομήθηκε περί το 1880, βάσει σχεδίων του στρατιωτικού μηχανικού Αναστάσιου Θεοφιλά. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Ιταλός μεταλλειολόγος και επιχειρηματίας Ιωάννης Βαπτιστής Σερπιέρης (Giovanni Baptista Serpieri, 1815-1887), ιδρυτής της Εταιρείας Μεταλλίων Λαυρίου. Το Μέγαρο αγοράστηκε το 1929 από τη νεοσύστατη τότε Αγροτική Τράπεζα και, επί της εποχής της νέας ιδιοκτησίας, οικοδομήθηκαν οι προσθήκες στο πίσω μέρος του αρχικού οικοδομήματος, με πρόσβαση από την οδό Εδουάρδου Λω. Αν και στα μέσα της δεκαετίας του 2000 η τότε Διοίκηση Μηλιάκου της Αγροτικής εκπόνησε σχέδια για την επέκταση του ακινήτου, αυτά δεν τελεσφόρησαν. Πλέον το δύσκολο project της ανακαίνισης και επέκτασης θα το τρέξει η Τράπεζα Πειραιώς.
Η Next Step GR ΙΚΕ
Η A. Weiss Building and Supervision Ltd είναι μια κατασκευαστική εταιρεία από το Ισραήλ, που διοικείται από τους αδελφούς Yuval, Aviam και Itai Weiss. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1994 και εξειδικεύεται στην κατασκευή και ανάπτυξη κατοικιών και εμπορικών κτιρίων, αλλά και σε δημόσια έργα υποδομών. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της συγκαταλέγεται στη λίστα των 50 κορυφαίων κατασκευαστικών εταιρειών του κλάδου της στο Ισραήλ. Αναφερόμαστε στην ισραηλινή εταιρεία, διότι ο Aviam Weiss, ο βασικός της μέτοχος ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά μέσω της Next Step GR ΙΚΕ. Η συγκεκριμένη εταιρεία ιδρύθηκε με μετοχικό κεφάλαιο 400.000 ευρώ και έχει ως κύρια αντικείμενα δραστηριότητας την αγορά και πώληση ακινήτων, τις υπηρεσίες εκμίσθωσης και διαχείρισης ιδιόκτητων ή μισθωμένων ακινήτων, καθώς και τη διαχείριση ακινήτων έναντι αμοιβής ή βάσει σύμβασης.



























