Στις αρχές του 2025, ο Ουκρανός πρόεδρος είχε μια σοβαρή διπλωματική σύγκρουση με τον αμερικανό ομόλογό του και τον αντιπρόεδρο Τζ. Ντ. Βανς στο Οβάλ Γραφείο. Έκτοτε, οι σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Κιέβου έχουν γνωρίσει διακυμάνσεις.
Τότε η Ευρώπη είχε αντιδράσει με εντατικοποίηση των προσπαθειών της να στηρίξει την Ουκρανία και να κρατήσει τις ΗΠΑ στο πλευρό της. Τον Μάρτιο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσαν την έναρξη μιας 34μελούς «συμμαχίας των προθύμων» για την ενίσχυση του ρόλου της Ευρώπης στη διασφάλιση της μελλοντικής κυριαρχίας και ασφάλειας της Ουκρανίας. Και τον Σεπτέμβριο, ο Μακρόν ανακοίνωσε ότι 26 χώρες δεσμεύτηκαν να αναπτύξουν στρατεύματα στο έδαφος ως μέρος μιας πολυεθνικής δύναμης για την Ουκρανία «την επόμενη ημέρα της κατάπαυσης του πυρός ή της ειρήνης».
Ωστόσο, ανεξαρτήτως των ευρωπαϊκών προσπαθειών να στηριχθεί η Ουκρανία, το μόνο πράγμα που έχει πραγματικά σημασία είναι οι εγγυήσεις ασφαλείας της Αμερικής, τις οποίες ο Ζελένσκι πρέπει τώρα να εξασφαλίσει - ακόμη κι αν αυτό σημαίνει παραχωρήσεις αλλού.
Όσο κι αν η Ευρώπη θα ήθελε να πιστεύει το αντίθετο, οι εγγυήσεις της Ουάσιγκτον αποτελούν τη μοναδική βιώσιμη οδό προς την ειρήνη για την Ουκρανία. Η Ευρώπη δεν μπορεί καν να αναπτύξει την πολυεθνική της δύναμη χωρίς την υλικοτεχνική υποστήριξη των ΗΠΑ. Και καθώς το 2025 πλησιάζει στο τέλος του, το ζήτημα της δέσμευσης της Ουάσιγκτον παραμένει θεμελιώδης παράγοντας στις προσπάθειες να οδηγηθεί ο πόλεμος της Ρωσίας προς μια διαρκή ειρήνη.
Κι όμως, όλα δείχνουν ότι η πραγματική ισχύς βρίσκεται στα χέρια της Ρωσίας - γράφει στο Politico ο Ed Arnold, ερευνητής με αντικείμενο την ευρωπαϊκή ασφάλεια στο Royal United Services Institute.
Η συλλογική μνήμη της Ουκρανίας για τις αποτυχίες του Μνημονίου της Βουδαπέστης του 1994 - εγγυήσεις ασφαλείας που παρασχέθηκαν τότε από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο ώστε η Ουκρανία να παραδώσει τα πυρηνικά όπλα της σοβιετικής εποχής — ρίχνει βαριά σκιά στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις.
Και σε αυτή την πραγματικά επικίνδυνη στιγμή, ο Ζελένσκι έχει αρκετά σημεία να εξετάσει:
Πρώτον, ο ουκρανός πρόεδρος φέρεται να είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την επιδίωξη του Κιέβου για ένταξη στο ΝΑΤΟ - κάτι που η συμμαχία είχε περιγράψει ως «μη αναστρέψιμο» σχέδιο στην περσινή Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ.
Μέχρι στιγμής, οι ΗΠΑ έχουν προσφέρει στην Ουκρανία εγγυήσεις ασφαλείας «υψηλού επιπέδου», μαζί με τη διευκρίνιση ότι «δεν θα παραμείνουν στο τραπέζι για πάντα», πιέζοντας τον Ζελένσκι να αποδεχτεί τη συμφωνία που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο τραπέζι.
Αυτές οι εγγυήσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την παροχή πυραύλων cruise Tomahawk με εμβέλεια 1.000 χιλιομέτρων - μόνο τέσσερις σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν λάβει ποτέ Tomahawk στο παρελθόν. Αυτοί θα επέτρεπαν στην Ουκρανία να πλήξει τα πολιτικά και στρατιωτικά κέντρα της Ρωσίας, αποτρέποντας ενδεχομένως το Κρεμλίνο από την επανέναρξη των εχθροπραξιών.
Όμως, παρότι αυτή η πρόσθετη δυνατότητα θα περιέπλεκε σίγουρα τη λήψη αποφάσεων του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, δεν αποτελεί πανάκεια.
Πέρα από τις τεχνικές λεπτομέρειες των εγγυήσεων, ο Ζελένσκι δικαίως ελπίζει ότι, σε αντίθεση με το Μνημόνιο της Βουδαπέστης, το οποίο ήταν εκτελεστική συμφωνία, οποιαδήποτε δέσμευση θα είναι νομικά δεσμευτική, απαιτώντας επικύρωση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία των ΗΠΑ και στη συνέχεια έγκριση από τον πρόεδρο.
Μια τέτοια τυπική επικύρωση θα έθετε τις εγγυήσεις της Ουκρανίας σε παρόμοια βάση με άλλες διμερείς συνθήκες ασφαλείας των ΗΠΑ με χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα.
Εναλλακτικά μέσα, όπως μια εκτελεστική πράξη του προέδρου, η οποία χρησιμοποιήθηκε τόσο για τις Συμφωνίες του Παρισιού για το Κλίμα όσο και για το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης για τον περιορισμό του εμπλουτισμού ουρανίου του Ιράν, αποτελούν μη δεσμευτικές πολιτικές δεσμεύσεις - πράγμα που σημαίνει ότι ένας μελλοντικός πρόεδρος δεν θα δεσμευόταν από αυτές.
Ακόμη κι έτσι, υπάρχουν κίνδυνοι - τονίζει ο Ed Arnold. Παρότι ο Ζελένσκι έχει δηλώσει ότι οι εγγυήσεις ασφαλείας «αντιστοιχούν στο Άρθρο 5», αυτή η βασική δέσμευση της συμμαχίας είναι εύθραυστη.
Στο αεροπλάνο προς τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη αυτό το καλοκαίρι, ο Τραμπ ανέφερε: «Υπάρχουν πολλοί ορισμοί του Άρθρου 5» - και είχε δίκιο. Το Άρθρο 5 επιδέχεται ερμηνείας και διατυπώθηκε σκόπιμα με αυτόν τον τρόπο το 1949, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να συρθούν αυτόματα σε έναν τρίτο μεγάλο πόλεμο στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Επομένως, δεν πρόκειται μόνο για το γράμμα της συνθήκης αλλά και για το πνεύμα της.
Φυσικά, το ΝΑΤΟ είναι κάτι πολύ περισσότερο από το Άρθρο 5. Ιδρυμένο πάνω στις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί επίσης μια συμμαχία βασισμένη στην οικονομική συνεργασία (Άρθρο 2), καθώς και στην ατομική και συλλογική ικανότητα αντίστασης σε ένοπλη επίθεση (Άρθρο 3). Όμως, αν το Άρθρο 5 μπορούσε να αναπαραχθεί εύκολα, τότε συμμαχίες παρόμοιας ισχύος θα είχαν δημιουργηθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, οι αμοιβαίες εγγυήσεις ασφαλείας που στηρίζονται σε αξιόπιστη στρατιωτική ισχύ είναι σπάνιες.
Έτσι, είναι αμφίβολο κατά πόσον οι ΗΠΑ θα επέλεγαν πράγματι να προσφέρουν εγγύσεις που θα μπορούσαν να τις υποχρεώσουν να επέμβουν άμεσα στην Ουκρανία, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι έχουν παράσχει μετρημένη υποστήριξη από το 2014, έχουν σταθερά μπλοκάρει την πορεία της χώρας προς το ΝΑΤΟ από το 2022 και έχουν θέσει ως προτεραιότητα την αποφυγή άμεσης εμπλοκής στον πόλεμο.
Τέλος, υπάρχει ένα αξίωμα του πολέμου που λέει ότι «ο εχθρός έχει λόγο».
Έτσι, καθώς οι διμερείς επαφές μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας συνεχίζονται παράλληλα με τις ευρωπαϊκές και ουκρανικές διαπραγματεύσεις, η θέση του Πούτιν θα είναι σημαντική, είτε αρέσει είτε όχι. Η Ρωσία επιδιώκει μια πολύ πιο εκτεταμένη συμφωνία με τις ΗΠΑ για την ευρωπαϊκή ασφάλεια - κάτι που κατέδειξε ξεκάθαρα με το αρχικό ειρηνευτικό της σχέδιο. Και με τον Πούτιν να αρνείται μέχρι σήμερα να υποχωρήσει από τις μαξιμαλιστικές του απαιτήσεις, παραμένει ασαφές τι θα αποδεχθεί τελικά η Ρωσία.
Τελικά, ανεξαρτήτως του πόσο ισχυρές θεωρεί ο Ζελένσκι ότι είναι οι εγγυήσεις ασφαλείας της Αμερικής, η ανθεκτικότητά τους ενδέχεται να βασίζεται εν πολλοίς στην θεώρηση του Πούτιν.





























