Η χτεσινή συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ταγίπ Ερντογάν αποτέλεσε μια σημαντική επιτυχία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής η οποία επισφράγισε τη γεωπολιτική αναβάθμιση της γείτονος.
Η επιτυχία
Η συνάντηση συνιστά επιτυχία για τον Ερντογάν για τέσσερις λόγους:
Σηματοδοτεί τη μεγάλη αλλαγή στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Τελευταία φορά που ο Ερντογάν είχε συναντήσει Αμερικανό Πρόεδρο (τον Μπάιντεν) ήταν το 2021. Από τον πάγο περάσαμε στη στενή συνεργασία των δύο χωρών και τη θερμή προσωπική σχέση των δύο Προέδρων.
Η υποδοχή που επεφύλαξε ο Τραμπ στον Ερντογάν και τα εγκώμια που του απηύθυνε τονώνουν το κύρος του Τούρκου Προέδρου στο εσωτερικό της χώρας του και, κυρίως, διευρύνουν την ακτινοβολία του στο διεθνές πεδίο. Δεν είναι συνηθισμένο ένας Αμερικανός Πρόεδρος να έχει συνομιλίες για 2,5 ολόκληρες ώρες με έναν ομόλογό του άλλης χώρας.
Η ενίσχυση του κύρους και της ακτινοβολίας ενός ηγέτη δεν είναι ζήτημα που περιορίζεται στο πεδίο των συμβολισμών. Παράγει υλικά πολιτικά αποτέλεσμα ως έκφραση της δύναμης ενός κράτους.
Στα άμεσα αποτελέσματα της συνάντησης Ερντογάν-Τραμπ πρέπει να επισημάνουμε τις συμφωνίες για την πυρηνική συνεργασία και την προμήθεια Αμερικανικού LNG καθώς και 200 αεροσκαφών Boeing. Η Τουρκία ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια της και αναβαθμίζει την τεχνογνωσία της, πληρώνοντας το σχετικό… «φόρο υποτέλειας» υπό τη μορφή της προμήθειας του ακριβού Αμερικανικού υγροποιημένου αερίου.
Η βασική όμως επιτυχία για τον Ερντογάν είναι ότι η συνάντηση με τον Τραμπ αποτέλεσε αποφασιστικό βήμα για το ξεπάγωμα του προγράμματος των F-35. Πρέπει βέβαια να βρεθεί η ακριβής φόρμουλα για να ξεπεραστεί το αγκάθι των Ρωσικών πυραύλων S400 - οι ΗΠΑ ζητούν την απόσυρσή τους για να προχωρήσουν τα F-35. Αλλά ο Τραμπ εξέφρασε με σαφήνεια την πολιτική βούλησή του να ξεπαγώσει το πρόγραμμα.
Το συνολικό μήνυμα που έστειλε η συνάντηση στο Λευκό Οίκο είναι ότι ο Τραμπ δεν βλέπει την Τουρκία του Ερντογάν ως μια ακόμα μια χώρα σύμμαχο στο ΝΑΤΟ. Της αναγνωρίζει αναβαθμισμένο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Ο ρόλος στη Συρία
Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους ο Τραμπ αναγνωρίζει αναβαθμισμένο ρόλο στον Ερντογάν:
Πρώτον, οι δύο ηγέτες έχουν κοινό «κώδικα», συνδυάζοντας την ωμότητα, τον αυταρχισμό και την «ανταλλακτική» αντίληψη της εξωτερικής πολιτικής.
Δεύτερον, ο Τραμπ βλέπει στην αναπτυσσόμενη Τουρκία μια πολύ μεγάλη αγορά για την ενέργεια και τα όπλα του.
Το κυριότερο όμως είναι ο ρόλος του Ερντογάν στη Συρία. Ο Ερντογάν έστειλε τουρκικά στρατεύματα στη Συρία σε μια στιγμή που καμιά άλλη δυτική ή φιλοδυτική χώρα δεν τον έκανε. Στη συνέχεια έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ανατροπή του Άσαντ, μη διστάζοντας μάλιστα να συνεργαστεί με τον Νετανιάχου. Σήμερα, με την επιρροή που ασκεί στη κυβέρνηση του Αλ-Σάρα, ο Ερντογάν γίνεται αντιληπτός στην Ουάσιγκτον ως ο μόνος σταθεροποιητικός παράγοντας στο συριακό χάος.
Ο Τραμπ έχει κάθε λόγο λοιπόν να στηρίζεται στον Ερντογάν για να διατηρεί τη Συρία εντός πλαισίου. Πόσο μάλλον που ο Αμερικανός Προέδρος φαίνεται να έχει την αντίληψη ότι οι ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις έχουν αυξημένα δικαιώματα «επίβλεψης» (επικυριαρχίας ουσιαστικά) των περιοχών τους.
Η πολιτική Μητσοτάκη
Μακριά από τις λαϊκίστικες ευκολίες, πρέπει να σημειώσουμε ότι η αναβάθμιση της Τουρκίας έχει «αντικειμενικές» πλευρές και θα ήταν πολύ δύσκολα διαχειρίσιμες από οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση - ακόμα και από κάποια που θα υπερέβαινε τις γνωστές δυνατότητες του πολιτικού προσωπικού της χώρα μας. Ωστόσο, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι αυτή τη στιγμή η Αθήνα παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να τις επηρεάζει. Το προηγούμενο διάστημα το Μαξίμου έκανε τη στρατηγική επιλογή της ταύτισης με την Αμερική του Μπάιντεν, χωρίς να έχει κάποια αυτόνομη στρατηγική για την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Πολύ περισσότερο, η κυβέρνηση δεν είχε τη βούληση ναι διαμορφώσει ένα πλαίσιο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που θα κρατούσε ανοιχτή την προοπτική της Χάγης.
Στην πορεία, η ταύτιση με τον Μπάιντεν γύρισε μπούμερανγκ, αφού αποτελεί τροχοπέδη για τις σχέσεις με την κυβέρνηση Τραμπ - δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχει γίνει συνάντηση Μητσοτάκη-Τραμπ. Με την Τουρκία η στρατηγική αμηχανία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι εμφανής - η Αθήνα απλώς προσπαθεί να αποφύγει τις εντάσεις. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα χάνει συνεχώς ερείσματα στην ευρύτερη περιοχή, όπως φαίνεται από τη στάση της Λιβύης και της Αιγύπτου. Τέλος, η αναφανδόν στήριξη που προσφέρει η κυβέρνηση στον Νετανιάχου, δυσχεραίνει τις σχέσεις με τις αραβικές χώρες που επιδιώκουν την ειρήνευση στη Γάζα.
Τα τελευταία χρόνια ο κυβερνητικός προπαγανδιστικός μηχανισμός δεν έχει σταματήσει να επαναλαμβάνει ότι η Τουρκία απομονώνεται και η Ελλάδα αναβαθμίζεται. Η πραγματικότητα τον διέψευσε ηχηρά.





























