Η ιταλική οικονομία αποδείχθηκε ανθεκτική παρά το δύσκολο διεθνές περιβάλλον και τις εμπορικές εντάσεις, καταγράφοντας πέρυσι πρωτογενές πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ, καλύτερο από τις προβλέψεις. Ωστόσο, οι εξωτερικές πιέσεις και οι διαρθρωτικές αδυναμίες περιορίζουν τις προοπτικές της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την επικεφαλής αποστολής του ΔΝΤ για την Ιταλία, Λόνε Κρίστιανσεν.
Η ανάπτυξη στηρίχθηκε το 2023 σε επενδύσεις που προήλθαν κυρίως από την αποτελεσματική εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (NRRP), αλλά και στη θετική πορεία της αγοράς εργασίας, με αύξηση των μόνιμων θέσεων απασχόλησης και ιστορικά υψηλά επίπεδα συμμετοχής στον ενεργό πληθυσμό. Παράλληλα, η διαφοροποίηση των ιταλικών εξαγωγών και αγορών-προορισμών προσφέρει μερική προστασία, χωρίς ωστόσο να αίρει την έκθεση στις παγκόσμιες εμπορικές αβεβαιότητες. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο 0,5% φέτος, για να ενισχυθεί στο 0,8% το 2026, όταν θα ολοκληρωθεί μεγάλο μέρος των έργων υποδομής του NRRP.
Σύμφωνα με την Κρίστιανσεν, η Ιταλία αντιμετωπίζει σειρά κινδύνων: νέους δασμούς στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, αυξημένες τιμές ενέργειας λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, αλλά και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία και τον τουρισμό. Μακροπρόθεσμα, δύο παράγοντες περιορίζουν την αναπτυξιακή δυναμική: η γήρανση και μείωση του πληθυσμού και η χαμηλή παραγωγικότητα. Ο ενεργός πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί διψήφια έως το 2050, επιτείνοντας την έλλειψη ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.
Το ΔΝΤ προτείνει εντατικοποίηση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, με έμφαση στις γυναίκες, μέσω καλύτερης πρόσβασης σε παιδική φροντίδα και φορολογικών κινήτρων, καθώς και αναβάθμιση δεξιοτήτων μέσω εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης. Τονίζει επίσης την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που θα επιτρέπει σε μικρές και καινοτόμες επιχειρήσεις να αναπτύσσονται, υιοθετώντας νέες τεχνολογίες και προσελκύοντας επενδύσεις.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, η χώρα καλείται να προχωρήσει σε ταχύτερη προσαρμογή, με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ έως το 2027, ώστε να μειωθεί το χρέος που παραμένει στο 135% του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι τα επιτόκια εξυπηρέτησης του χρέους υπερβαίνουν τον ρυθμό ανάπτυξης, καθιστώντας τη μείωση του χρέους πιο δύσκολη. Η ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, η εξάλειψη αναποτελεσματικών επιδοτήσεων και η μείωση κρατικών εγγυήσεων προτείνονται ως μέτρα που θα βελτιώσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Τέλος, η βελτίωση των προοπτικών για την ιταλική επιχειρηματικότητα συνδέεται με βαθύτερη ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς και πρόσβαση σε κεφάλαια. Η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, η ένωση κεφαλαιαγορών και οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες στην τεχνητή νοημοσύνη και τις νέες τεχνολογίες θεωρούνται κρίσιμες για να καλυφθούν τα κενά καινοτομίας και δεξιοτήτων. Οι συνδυασμένες εθνικές και ευρωπαϊκές δράσεις, υπογραμμίζει το ΔΝΤ, μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην ενίσχυση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της Ιταλίας.






























