Η Γαλλία βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας πολιτικής κρίσης, με την πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού να θεωρείται κάτι παραπάνω από βέβαιη στην σημερινή κρίσιμη ψηφοφορία εμπιστοσύνης.
Ο Φρανσουά Μπαϊρού - τέταρτος πρωθυπουργός που διόρισε ο Μακρόν μετά την επανεκλογή του το 2022 και δεύτερος μετά τη διάλυση της Βουλής τον Ιούνιο του 2024 - θα λάβει σήμερα τον λογαριασμό για τον προϋπολογισμό λιτότητας, ο οποίος στοχεύει στη μείωση του δημόσιου χρέους της χώρας, που έχει εκτοξευθεί στο 114% του ΑΕΠ.
Ο συνασπισμός που στηρίζει τον πρόεδρο δεν διαθέτει την απαιτούμενη πλειοψηφία και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης - από την άκρα δεξιά έως την άκρα αριστερά - έχουν προαναγγείλει ότι θα καταψηφίσουν την κυβέρνηση.
Η πτώση μοιάζει προεξοφλημένη: Κάπως έτσι, η Γαλλία θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα νέο πολιτικό κενό, σε μια περίοδο όπου τα οικονομικά της μεγέθη επιδεινώνονται και η κοινωνική δυσαρέσκεια κλιμακώνεται. Ο Μακρόν καλείται τώρα να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας με κόμματα της κεντροαριστεράς ή να προκηρύξει εκλογές.
Το δεύτερο ενδεχόμενο ενέχει υψηλό ρίσκο: σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός (RN) της Μαρίν Λεπέν και οι σύμμαχοί του αναμένεται να αναδειχθούν πρώτη δύναμη με ποσοστό γύρω στο 33%, αφήνοντας πίσω τόσο το προεδρικό στρατόπεδο όσο και την αριστερά.
Αν επιβεβαιωθεί αυτό το σενάριο, δεν αποκλείεται το RN να κατακτήσει για πρώτη φορά στην ιστορία του απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το πιθανότερο σενάριο
Η λύση που διαφαίνεται πιο πιθανή, σύμφωνα με Γάλλους αναλυτές, είναι η σύμπηξη μιας ευρύτερης πλειοψηφίας που θα περιλαμβάνει τα κόμματα που στηρίζουν σήμερα τον Μακρόν και τμήμα της αριστεράς, με βασικό άξονα το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Η ηγεσία των Σοσιαλιστών παρουσίασε πρόσφατα ένα δικό της σχέδιο προϋπολογισμού με μικρότερη δόση λιτότητας σε σχέση με τα μέτρα 44 δισ. ευρώ που προτείνει ο Μπαϊρού, ενώ έχει καταστήσει σαφές ότι για να συμμετάσχει σε κυβέρνηση θα πρέπει ο νέος πρωθυπουργός να προέρχεται από τις τάξεις του.
Ο γραμματέας του κόμματος, Ολιβιέ Φορ, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα ήταν διαθέσιμος, ενώ στον γαλλικό Τύπο αναφέρεται συχνά το όνομα του Πιερ Μοσκοβισί, πρώην επιτρόπου της ΕΕ και σήμερα προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος προειδοποιεί διαρκώς για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.
Παρά τα σενάρια για μια τέτοια συνεργασία, το πολιτικό σκηνικό μοιάζει να παραμένει ασταθές. Οι κόκκινες γραμμές που θέτουν τα κόμματα δυσχεραίνουν τη συγκρότηση μιας βιώσιμης πλειοψηφίας. Όπως τονίζει ο Ματιέ Γκαγιάρ του ινστιτούτου Ipsos, «δεν υπάρχει πλειοψηφικός συνασπισμός στη Γαλλία σήμερα. Κανένα από τα τρία μπλοκ – αριστερό, κεντρώο, ακροδεξιό – δεν έχει την εκλογική στήριξη για να επιβάλει μια σταθερή κυβέρνηση».
Ενδεικτική της δυσκολίας είναι και η δραματική πτώση της δημοτικότητας του Μακρόν. Σύμφωνα με το Ifop, το 77% των πολιτών αποδοκιμάζουν τη δράση του, το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγράψει από την εκλογή του το 2017. Το προεδρικό στρατόπεδο μοιάζει εγκλωβισμένο ανάμεσα σε μια δυναμική ακροδεξιά, που ενισχύεται σταθερά, και μια ριζοσπαστική αριστερά που δυναμιτίζει κάθε προοπτική συνεργασίας.
Εν τω μεταξύ, πέραν της πολιτικής και δημοσιονομικής κρίσης, η χώρα εισέρχεται σε μια περίοδο έντονης κοινωνικής αναταραχής. Από μεθαύριο Τετάρτη, ένα κίνημα που οργανώθηκε μέσω κοινωνικών δικτύων με το σύνθημα «Ας μπλοκάρουμε τα πάντα», και υποστηρίζεται από ορισμένα συνδικάτα και τη ριζοσπαστική αριστερά, καλεί σε παράλυση της χώρας.
Η πραγματική απήχηση της κινητοποίησης παραμένει αβέβαιη, ωστόσο στις 18 Σεπτεμβρίου έχει ήδη προγραμματιστεί μεγάλη εθνική απεργία από τα συνδικάτα, τα οποία καταγγέλλουν την κυβερνητική πολιτική και τον προϋπολογισμό λιτότητας. Όλα δείχνουν ότι την ημέρα εκείνη ο Φρανσουά Μπαϊρού δεν θα είναι πλέον πρωθυπουργός.
Σε κάθε περίπτωση, τα βλέμματα είναι στραμμένα στον Μακρόν. Αν επιλέξει τον διορισμό ενός νέου πρωθυπουργού, θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαίτηση των Σοσιαλιστών και στις ευαισθησίες της δικής του κεντροδεξιάς πτέρυγας.
Αν προκηρύξει εκλογές, διακινδυνεύει να παραδώσει την πρωτοβουλία κινήσεων στην ακροδεξιά.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι, για ακόμη μια φορά, η Γαλλία καλείται να κινηθεί σε τεντωμένο σχοινί, αναζητώντας κυβερνητική σταθερότητα σε ένα πολιτικό τοπίο βαθιά κατακερματισμένο και κοινωνικά ηλεκτρισμένο.






























