Η έκθεση, η οποία καταγράφει τις βασικές τάσεις και εξελίξεις στη φορολογική πολιτική και τα δημόσια έσοδα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αναγνωρίζει πρόοδο σε κρίσιμους τομείς όπως η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, η δημοσιονομική σταθερότητα και η ψηφιακή αναβάθμιση των υπηρεσιών. Ωστόσο, παρά τα θετικά βήματα, η χώρα συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπη με χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η υψηλή εξάρτηση από τη φορολογία της εργασίας, τα επίμονα κενά φορολογικής συμμόρφωσης και οι περιορισμένες αποδόσεις από φόρους στην περιουσία και περιβαλλοντικά τέλη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η Ελλάδα διατήρησε ρυθμό ανάπτυξης 2,3% για το 2024, με παρόμοιες προβλέψεις για το 2025 και το 2026. Ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί στο 2,3% το 2025 και στο 2,0% το 2026, ενώ η ανεργία, αν και σε πτωτική πορεία, εκτιμάται στο 9,3% και 8,7% αντίστοιχα για τα δύο επόμενα έτη. Ωστόσο, το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται να παραμείνει υψηλό, φθάνοντας στο -8,2% του ΑΕΠ το 2025, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για αποτελεσματικότερη φορολογική πολιτική.
Το ποσοστό των φορολογικών εσόδων ως προς το ΑΕΠ υποχώρησε στο 38,9% το 2023 από 41% το προηγούμενο έτος, με τάσεις ανάκαμψης ως το 2026. Η έκθεση εστιάζει στην έντονη εξάρτηση από τη φορολογία της εργασίας, η οποία το 2023 συνέβαλε σε πάνω από το 50% των συνολικών εσόδων. Η συγκεκριμένη δομή προκαλεί ανησυχίες για τις συνέπειες στην απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα, ιδίως σε συνδυασμό με τη δημογραφική πρόκληση της γήρανσης του πληθυσμού.
Αξιοσημείωτη είναι η θετική αναφορά στις παρεμβάσεις που υλοποιούνται μέσω του Τεχνικού Μηχανισμού Στήριξης (TSI), όπως η αναβάθμιση του Συστήματος Εκτίμησης Αξιών Ακινήτων, η οποία ενισχύει τη διαφάνεια και τη φορολογική δικαιοσύνη. Παράλληλα, η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά σε πρωτοβουλίες για την ψηφιοποίηση των φορολογικών αρχών και την ενίσχυση της διοικητικής τους ικανότητας.
Στον αντίποδα, οι περιβαλλοντικοί φόροι παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, παρά τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για αύξηση των σχετικών εσόδων. Η στασιμότητα στις τιμές ακινήτων για φορολογικούς σκοπούς και οι προσωρινές φορολογικές ελαφρύνσεις λόγω πληθωρισμού συνέβαλαν στη μείωση των εισπράξεων από τους περιουσιακούς φόρους.
Η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να αποτελεί δομική αδυναμία. Παρότι δεν υπάρχουν επίσημα ελληνικά στοιχεία για τα φορολογικά κενά στην άμεση φορολογία, η έκθεση παραθέτει ευρωπαϊκές εκτιμήσεις που υποδεικνύουν σημαντικά ποσοστά μη δηλωμένων εισοδημάτων, ιδίως από αυτοαπασχολούμενους. Στον τομέα του ΦΠΑ, οι απώλειες εσόδων θεωρούνται ιδιαιτέρως υψηλές, ενώ η εφαρμογή εργαλείων όπως η ηλεκτρονική τιμολόγηση και η αντίστροφη χρέωση προχωρά με αργούς ρυθμούς.
Στον τομέα της φορολογικής διοίκησης, αναγνωρίζεται η πρόοδος στην ψηφιοποίηση, με βελτιώσεις στην ηλεκτρονική υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ και ΕΝΦΙΑ, καθώς και στη λειτουργία της ΑΑΔΕ, γεγονός που συντελεί στη μείωση των διοικητικών βαρών για τους πολίτες και την αύξηση της αποτελεσματικότητας.
Τέλος, στο ζήτημα της φορολόγησης του πλούτου, η Ελλάδα, όπως και τα περισσότερα κράτη-μέλη, δεν εφαρμόζει καθολικό φόρο καθαρής περιουσίας, ενώ οι υφιστάμενοι φόροι κληρονομιάς και δωρεών έχουν περιορισμένη απόδοση. Η έκθεση επισημαίνει τη δυνατότητα ενίσχυσης της προοδευτικότητας μέσω στοχευμένων μεταρρυθμίσεων.
Η γενική εικόνα που προκύπτει είναι ότι η Ελλάδα κινείται προς μια κατεύθυνση εκσυγχρονισμού του φορολογικού της συστήματος. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Επιτροπή, απαιτούνται πιο τολμηρές πολιτικές για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών εσόδων ως εργαλείο ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής.





























