Στις 28 Φεβρουαρίου 2013, ο θάνατος δύο φοιτητών στη Λάρισα εξαιτίας αναθυμιάσεων από το μαγκάλι που έβαλαν για να ζεσταθούν και η διακομιδή δυο ακόμη σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο συγκλόνισαν την κοινή γνώμη. Τον Ιανουάριο του 2020, από τα «μαγκάλια του θανάτου» μέσα σε λίγες μέρες έχασαν τη ζωή τους 8 άνθρωποι, και αυτό γιατί δεν είχαν αξιοπρεπή θέρμανση, ενώ τον Αύγουστο του 2016 άλλοι 8 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τον καύσωνα. Το 2022, ένα στα τρία νοικοκυριά ανέφερε ότι αναγκάστηκε να περικόψει βασικές ανάγκες (π.χ. τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ.) προκειμένου να καλύψει το ενεργειακό κόστος. Μονογονεϊκές και πολύτεκνες οικογένειες, άτομα με αναπηρία, άνεργοι, συνταξιούχοι, μετανάστες, πρόσφυγες και όσοι διαμένουν σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, επηρεάζονται περισσότερο.
Η ερευνητική κοινοπραξία με τίτλο: «JustReDI - Ανθεκτικότητα, Συμπερίληψη και Ανάπτυξη. Προς μια Δίκαιη Πράσινη και Ψηφιακή Μετάβαση των Ελληνικών Περιφερειών», στην οποία συμμετέχουν έξι ερευνητικά κέντρα της χώρας, προσπαθεί από το 2023 να ρίξει φως στην πολύπλευρη φύση της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα.
«Αντικείμενο μελέτης του έργου είναι δύο μεταβάσεις, η πράσινη και η ψηφιακή, σε τρεις τομείς, στην οικονομία/επιχειρήσεις, στα άτομα/νοικοκυριά, και στον σχεδιασμό πολιτικής/διακυβέρνησης, και σε δύο διαστάσεις κοινωνικής επίδρασης (θετική και αρνητική). Το κέντρο βάρους της έρευνας πέφτει στις περιφέρειες της χώρας, καθώς παρουσιάζουν διαφορές ως προς την περιβαλλοντική επιβάρυνση, τη διείσδυση ψηφιακών τεχνολογιών και υπηρεσιών αλλά και ως προς τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. μικρά νησιά). Ορισμένες δράσεις καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας, ενώ μερικές εξ αυτών επικεντρώνονται σε επιμέρους μελέτες περίπτωσης (case studies) ειδικών κοινωνικών κατηγοριών όπως, π.χ. οι μετανάστες», εξηγεί στο Dnews ο καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ κ. Νίκος Δεμερτζής, ο οποίος ηγείται της ερευνητικής κοινοπραξίας.
Οι εκθέσεις που προκύπτουν από το έργο δείχνουν πως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να βγουν οι άνθρωποι από την ενεργειακή φτώχεια είναι να αντιμετωπιστούν οι βαθύτερες αιτίες του φαινομένου μέσω μιας συνολικής προσέγγισης.
«Στην Ελλάδα, η ενεργειακή φτώχεια είναι πολυδιάστατη και εκτεταμένη και επηρεάζει διάφορες κατηγορίες του πληθυσμού, με διαφορετικούς βαθμούς έντασης. Σχετίζεται με τη σύνθεση και το εισόδημα των νοικοκυριών, με την προϋπάρχουσα κατάσταση υγείας των μελών του, με την ενεργειακή αποδοτικότητα των κατοικιών, με τις τιμές ενέργειας, με τις ενεργειακές υποδομές, με τον τύπο της κατοικίας, με το ιδιοκτησιακό καθεστώς, με τις καθημερινές πρακτικές, με τις κλιματικές συνθήκες, και με τις πολιτικές σε ένα μεγάλο εύρος τομέων (στέγαση, πρόνοια, ενέργεια, περιβάλλον) κ.λπ. Ακριβώς λόγω του πολυδιάστατου χαρακτήρα του προβλήματος, έχει αναπτυχθεί και μια μεγάλη γκάμα δεικτών για τη μελέτη και την ποσοτικοποίηση της ενεργειακής φτώχειας, αλλά κανένας μεμονωμένος δείκτης δεν μπορεί να αποτυπώσει σωστά την έκταση και την έντασή της στον πληθυσμό. Η δική μας αξιολόγηση στηρίζεται σε υποκειμενικούς δείκτες, που αποκαλύπτουν τις δυσκολίες των νοικοκυριών στην εξασφάλιση επαρκούς θέρμανσης και στην εξόφληση λογαριασμών, και σε αντικειμενικούς που προσφέρουν μια πιο ολοκληρωμένη αποτύπωση του προβλήματος, επισημαίνοντας το υψηλό ενεργειακό κόστος σε σχέση με το εισόδημα, αλλά και τα φαινόμενα υποκατανάλωσης ενέργειας», αναφέρει ο καθηγητής.
Με πόσες λέξεις περιγράφεται η ενεργειακή φτώχεια;
Δεν υπάρχει ένας ορισμός για την ενεργειακή φτώχεια, ούτε και μια μονοδιάστατη λύση. Για μερικούς ανθρώπους η ενεργειακή φτώχεια μπορεί να σημαίνει μια ζωή χωρίς πολυτέλειες. Για άλλους, μπορεί να είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Εάν κάποιος βρίσκεται σε ενεργειακή φτώχεια (ή «φτώχεια καυσίμων», όπως αποκαλείται μερικές φορές), δεν έχει την πολυτέλεια να ξοδέψει αρκετή ενέργεια για να μαγειρέψει, να ζεστάνει ή να φωτίσει το σπίτι του. Πιο απλά, ένα νοικοκυριό δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά την επαρκή θέρμανση ή ψύξη του σπιτιού του.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και στην Ελλάδα, εάν ένα νοικοκυριό πρέπει να ξοδέψει σε ενέργεια περισσότερο από το 10% του εισοδήματός του, τότε βιώνει ενεργειακή φτώχεια. Τυπικά κάποιος βρίσκεται σε ενεργειακή φτώχεια όταν το ενεργειακό κόστος απορροφά ένα ορισμένο ποσοστό του εισοδήματός του ή όταν η μειωμένη ενεργειακή κατανάλωση του νοικοκυριού του επηρεάζει αρνητικά την υγεία, την ευημερία και την ποιότητα της ζωής του.
Στην Ευρώπη, η ενεργειακή φτώχεια άρχισε να αναγνωρίζεται ως κοινωνικό πρόβλημα αυξανόμενης σημασίας, το 2018, όπου τα φτωχότερα ευρωπαϊκά νοικοκυριά (δηλαδή νοικοκυριά που εντάσσονται στο χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο 10%) ξόδεψαν το 8,3% των δαπανών τους στην ενέργεια.
Η πανδημία, ακολουθούμενη από την άνοδο των τιμών της ενέργειας και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, επιδείνωσαν την ενεργειακή φτώχεια για πολλούς πολίτες της ΕΕ. Το 2022, πάνω από 41 εκατομμύρια Ευρωπαίοι (9,3% του πληθυσμού) δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά. Το 2020, σχεδόν το 7% του πληθυσμού της ΕΕ καθυστέρησε να εξοφλήσει τους λογαριασμούς ρεύματος, ενώ σχεδόν το 15% ζούσε σε κατοικίες με διαρροές, υγρασία ή φθορές.
«Η ενεργειακή φτώχεια αποτελεί ένα κρίσιμο κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, για αυτό και ορίζεται με διαφορετικό τρόπο. Στις αναπτυσσόμενες χώρες σχετίζεται κυρίως με την πρόσβαση σε βασικές ενεργειακές υπηρεσίες και τη μετάβαση από στερεά σε “σύγχρονα” καύσιμα, ενώ στις ανεπτυγμένες χώρες με το προσιτό κόστος αυτών. Επομένως, στην περίπτωση μίας ανεπτυγμένης χώρας, όπως η Ελλάδα και οι λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, η μελέτη της ενεργειακής φτώχειας εστιάζει κυρίως στα κοινωνικοοικονομικά και όχι στα τεχνικά εμπόδια της ενεργειακής πρόσβασης», διευκρινίζει ο καθηγητής Δεμερτζής.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τη σοβαρότερη μορφή ενεργειακής φτώχειας στην Ευρώπη. Σχεδόν 12 χρόνια μετά την οικονομική κρίση που βίωσε η χώρα, είναι η τρίτη ευρωπαϊκή χώρα που κινδυνεύει από φτώχεια ή από κοινωνικό αποκλεισμό (26% του πληθυσμού). Από το 2009 και κατά τη διάρκεια 12 ετών εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας μειώθηκε κατά 28%. Την ίδια περίοδο, και με αποκορύφωμα την πανδημία, οι τιμές των καυσίμων και της ενέργειας αυξήθηκαν απότομα, ενώ το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε επίσης σημαντικά, περίπου κατά 26% μεταξύ 2009 και 2020.
Παράγοντες ενεργειακής φτώχειας
Η έρευνα της ελληνικής κοινοπραξίας που συνεχίζει να «τρέχει» ανέδειξε τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα, όπως είναι το μέγεθος του νοικοκυριού, η επιφάνεια και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της κατοικίας, το έτος κατασκευής, τα συστήματα θέρμανσης και το εισόδημα. Τα μονομελή και πολυμελή νοικοκυριά παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας, με τους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς δείκτες να συμφωνούν σε αυτό το συμπέρασμα.
Η ιδιοκτησία παίζει επίσης ρόλο, με τα νοικοκυριά που πληρώνουν ενοίκιο να αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Παράλληλα, τα νοικοκυριά που διαβιούν σε κατοικίες που χτίστηκαν πριν το 1980 εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας, λόγω της χαμηλότερης ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών.
Στην έρευνα καταγράφηκε ότι: «το ελληνικό κτιριακό απόθεμα περιλαμβάνει 4.631.528 κατοικίες. Η πλειονότητά τους (56%), δηλ. περίπου 2,6 εκατομμύρια κατοικίες, κατασκευάστηκαν πριν από το 1980, όταν θεσπίστηκε ο πρώτος κανονισμός για τη θερμική μόνωση των κτιρίων και επομένως έχουν πολύ χαμηλή ενεργειακή απόδοση. Μόλις το 1,7% των κτιρίων χτίστηκε μετά το 2010, όταν εισήχθη ο νέος κανονισμός για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΚΕΝΑΚ)».
Όσον αφορά τα συστήματα θέρμανσης, τα νοικοκυριά που χρησιμοποιούν λιγότερο αποδοτικά συστήματα, όπως ξυλόσομπες και σόμπες υγραερίου, είναι πιο ευάλωτα στην ενεργειακή φτώχεια.
Το εισόδημα των νοικοκυριών είναι επίσης καθοριστικός παράγοντας, με τα χαμηλότερα εισοδήματα να αντιμετωπίζουν τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Η περιφερειακή ανάλυση δείχνει σημαντικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, με τις βόρειες και κεντρικές περιοχές της Ελλάδας να εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα ενεργειακής φτώχειας. Ειδικότερα, η Δυτική Μακεδονία, μια περιοχή που έχει πληγεί από την απολιγνιτοποίηση και την συνακόλουθη μείωση των εισοδημάτων, βιώνει ραγδαία επιδείνωση του προβλήματος τα τελευταία χρόνια.
«Η πρόκληση της πράσινης μετάβασης, και ιδιαίτερα η απαίτηση για μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των νοικοκυριών, απαιτεί ριζικό μετασχηματισμό του προφίλ ενεργειακής κατανάλωσης στον οικιακό τομέα της χώρας, και επομένως εκ των πραγμάτων το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας τίθεται σε νέες βάσεις. Ουσιαστικά ο τομέας των κτιρίων κατοικίας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια τριπλή πρόκληση: να μειώσει το ανθρακικό του αποτύπωμα, να προσαρμοστεί στην κλιματική αλλαγή και να αντιμετωπίσει δομικά την ενεργειακή φτώχεια. Άρα χρειάζεται η εφαρμογή πολιτικών που θα διευκολύνουν την επίτευξη των τριών αυτών στόχων», εκτιμά ο κ. Δεμερτζής.
Τι πρέπει να γίνει;
«Κάτι που έχει διαπιστωθεί πολλαπλώς από την έρευνα είναι ότι οι πολιτικές κατά της ενεργειακής φτώχειας δεν πρέπει να είναι επιδοματικές. Αφενός ενισχύουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων αντί να προωθούν τη βιώσιμη μετάβαση και, αφετέρου, δεν εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμα τους πολίτες, καθώς δεν υπάρχει καμία εγγύηση ή πρόνοια ώστε εκείνοι που επιδοτούνται να υιοθετήσουν παράλληλα και άλλες λύσεις, όπως η εξοικονόμηση ενέργειας. Έχουν διατεθεί περίπου 10 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί για μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις, όπως η παροχή κινήτρων για αλλαγή συστημάτων θέρμανσης», λέει ο καθηγητής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, θα μπορούσε, επίσης, να προβλεφθεί μια εγγυημένη ποσότητα ενέργειας για τις βασικές ανάγκες των νοικοκυριών, για παράδειγμα 300 kWh, με χαμηλό κόστος, ενώ για μεγαλύτερες καταναλώσεις να υπάρχει κλιμακωτή τιμολόγηση. Έτσι, να μειωθεί και το ενεργειακό αποτύπωμα στη χώρα.
«Κάτι άλλο που μπορεί να γίνει είναι η δημιουργία γραφείων στην τοπική αυτοδιοίκηση αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας, η υλοποίηση προγραμμάτων αξιοποίησης δεδομένων όπως είναι λ.χ. οι χάρτες οικονομικής φτώχειας, οι θερμικές νησίδες και η συστηματική μέτρηση της θνησιμότητας στις επιβαρυμένες περιοχές, ώστε να σχεδιάζονται επιστημονικά τεκμηριωμένες παρεμβάσεις. Και βέβαια η περαιτέρω ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων», καταλήγει ο Έλληνας πανεπιστημιακός.






























