Στους ήδη υπάρχοντες καταλόγους (που περιλαμβάνουν τρόφιμα και ποτά, βιολογικά προϊόντα, λιπάσματα, μετρητές αερίων υγρών ή ηλεκτρισμού, παιχνίδια, προϊόντα ομορφιάς, υλικά συσκευασίας, καπνά, ενδύματα, υφάσματα, μάρμαρα, ασβεστόλιθοι και λοιπές πέτρες, πιατικά, είδη νοικοκυριού ή οικιακής οικονομίας, είδη προσωπικής υγιεινής και καλλωπισμού, ανελκυστήρες, ηλιακοί συλλέκτες, θερμοσίφωνες κ.ά.), προστέθηκαν έντεκα νέοι τομείς προϊόντων - έπιπλα, δερμάτινα είδη, μηχανολογικό, ηλεκτρολογικό και τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, ηλεκτρικές μηχανές, μηχανές γραφείου, δημητριακά και σιτηρά, ακατέργαστα δέρματα, δομικά υλικά.
Επίσης, στοιχεία για περίπου 3.000 νέες επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στη διανομή των εν λόγω ελληνικών προϊόντων στις αντίστοιχες ξένες χώρες, προστέθηκαν στις 7.000 που είχαν αναρτηθεί στους σχετικούς καταλόγους.
Όπως αναφέρει ανακοίνωση του διπλωματικού γραφείου του υφυπουργού Εξωτερικών, Δημήτρη Μάρδα, σύμφωνα με τις προγραμματικές του δηλώσεις και δεδομένης της άριστης και ανταγωνιστικής ποιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, των ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων και της αυξανόμενης ζήτησης για εισαγωγές τους από χώρες του εξωτερικού, είχαν αναρτηθεί πληροφορίες για εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε χώρες που αποτελούν τους 30-40 κυριότερους εμπορικούς μας εταίρους.
Η ανακοίνωση επισημαίνει πως για την επιλογή των κλάδων, χρησιμοποιήθηκαν ως κριτήρια η εξαγωγική τους επίδοση, καθώς και το ενδιαφέρον των Ελλήνων επιχειρηματιών, όπως έχει εκφρασθεί μέσω των αιτημάτων τους στα Γραφεία Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων.
Κύριος στόχος του υπουργείου Εξωτερικών, με το εκτεταμένο δίκτυο αρχών στο εξωτερικό και κυρίως με τα Γραφεία Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων, είναι να αυξηθεί παγκοσμίως ο αριθμός των ποιοτικών ελληνικών προϊόντων που διακινούνται στις ξένες αγορές, και να προωθηθούν και να γίνουν ευρέως γνωστά και αποδεκτά.
Σημειώνεται πως η συμπλήρωση των καταλόγων αυτών έγινε από τα Γραφεία Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων και η ανάρτηση στην ιστοσελίδα AGORA από το υπουργείο Εξωτερικών σε συνεργασία με την ICAP, και κάνοντας χρήση της βάσης δεδομένων KOMPASS.