Επιστήμονες του Πανεπιστημίου Northwestern στις ΗΠΑ ανέπτυξαν το ταχύτερο και εξαιρετικά ακριβές τεστ για τη διάγνωση του ιού της ηπατίτιδας C (HCV) που υπόσχεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο διάγνωσης και αντιμετώπισης της νόσου. Η ταχύτητα αυτή θεωρείται κρίσιμη, καθώς διευκολύνει τη διάγνωση και παρακολούθηση των ασθενών, συμβάλλοντας στην πρόληψη σοβαρών, δαπανηρών επιπλοκών, ακόμη και θανάτων.
Ο ιός HCV μπορεί να προκαλέσει χρόνια ηπατίτιδα C, μια νόσο που εκτιμάται ότι προσβάλλει περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και ευθύνεται για περίπου 242.000 θανάτους κάθε χρόνο, κυρίως λόγω κίρρωσης και καρκίνου του ήπατος.
Παρότι η λοίμωξη είναι πλήρως ιάσιμη με φαρμακευτική αγωγή διάρκειας 8 έως 12 εβδομάδων, τα ποσοστά θεραπείας παραμένουν χαμηλά, κυρίως εξαιτίας της περιορισμένης πρόσβασης σε γρήγορες και οικονομικά προσιτές διαγνωστικές εξετάσεις.
Η σημερινή διάγνωση της ηπατίτιδας C απαιτεί δύο στάδια, αρχικά ένα τεστ αντισωμάτων για να διαπιστωθεί αν ο ασθενής έχει εκτεθεί στον ιό και, εφόσον το αποτέλεσμα είναι θετικό, μια εξέταση PCR για την ανίχνευση ενεργής λοίμωξης.
Συνήθως, το δείγμα PCR αποστέλλεται σε κεντρικά εργαστήρια, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις ημερών ή και εβδομάδων, ενώ ο ασθενής πρέπει να επιστρέψει εκ νέου στον γιατρό για τα αποτελέσματα. Ακόμη και τα εγκεκριμένα από τον FDA τεστ απαιτούν 40 έως 60 λεπτά για την εξαγωγή αποτελέσματος.
«Καταφέραμε να αναπτύξουμε ένα τεστ 15 λεπτών που μπορεί να πραγματοποιηθεί επιτόπου, κατά τη διάρκεια της κλινικής επίσκεψης, επιτρέποντας τη διάγνωση και τη θεραπεία αυθημερόν», δήλωσε η Sally McFall, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και συν-διευθύντρια του Κέντρου Καινοτομίας στις Παγκόσμιες Τεχνολογίες Υγείας (CIGHT) στο Πανεπιστήμιο Northwestern. Όπως τόνισε, το τεστ αυτό ενισχύει ουσιαστικά τις παγκόσμιες προσπάθειες για την εξάλειψη της HCV.
Η νέα εξέταση βασίζεται στην πλατφόρμα PCR DASH (Diagnostic Analyzer for Specific Hybridization), η οποία είχε αρχικά αναπτυχθεί για την ανίχνευση της COVID-19 μέσω ρινικών επιχρισμάτων. Στην περίπτωση της ηπατίτιδας C το τεστ χρησιμοποιεί δείγμα αίματος αποδεικνύοντας την ευελιξία της τεχνολογίας.
Η απόδοση του τεστ αξιολογήθηκε ανεξάρτητα από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins σε 97 κλινικά δείγματα, με τα αποτελέσματα να δείχνουν 100% συμφωνία με τις υπάρχουσες εμπορικές πλατφόρμες. «Αυτή η εξέταση έχει τη δυναμική να φέρει ‘επανάσταση’ στη φροντίδα της ηπατίτιδας C, τόσο στις ΗΠΑ όσο και παγκοσμίως», δήλωσε η συν-συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Claudia Hawkins. «Με την ταχύτερη διάγνωση και την άμεση έναρξη θεραπείας, μπορεί να σώσει εκατομμύρια ζωές από τις σοβαρές επιπλοκές της αθεράπευτης νόσου».
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο The Journal of Infectious Diseases.



























