Υγεία

Μπορούν τα προβιοτικά να περιορίσουν την επιθυμία για ζάχαρη;

pexels mali maeder pexels mali maeder
Η επιστήμη απαντά με επιφυλάξεις για το αν τα προβιοτικά μειώνουν την επιθυμία για ζάχαρη.

Η ζάχαρη αποτελεί για πολλούς έναν καθημερινό πειρασμό. Από τη σοκολάτα μέχρι τα μπισκότα, η επιθυμία για γλυκές γεύσεις φαίνεται βαθιά ριζωμένη στη βιολογία μας.

Όμως, νέα επιστημονικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι συγκεκριμένα βακτήρια του εντέρου θα μπορούσαν να μειώσουν αυτή την επιθυμία – τουλάχιστον στα ποντίκια.

Τα τελευταία χρόνια, η αγορά έχει κατακλυστεί από προβιοτικά προϊόντα που υπόσχονται καλύτερη πέψη, περισσότερη ενέργεια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μείωση της επιθυμίας για ζάχαρη. Αλλά τι πραγματικά λέει η επιστήμη πίσω από αυτούς τους ισχυρισμούς;

Οι υποσχέσεις των μικροβίων

Πειράματα σε ποντίκια έδειξαν πως η απουσία συγκεκριμένων εντερικών βακτηρίων – όπως τα Lactobacillus johnsonii και Muribaculaceae – σχετίζεται με αυξημένη κατανάλωση ζάχαρης και λιπαρών. Η επανεισαγωγή αυτών των μικροοργανισμών περιόρισε την υπερφαγία, όπως αναφέρει ο μικροβιολόγος Sarkis Mazmanian από το Caltech.

Μια πιο πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Microbiology αποκάλυψε ότι το βακτήριο Bacteroides vulgatus και η βιταμίνη Β5 (παντοθενικό οξύ) που αυτό παράγει, μπορούν να μειώσουν την προτίμηση των πειραματόζωων για τη ζάχαρη. Το εύρημα ενισχύθηκε από την παρατήρηση ότι η Β5 προάγει την παραγωγή της ορμόνης GLP-1, η οποία με τη σειρά της ενεργοποιεί μια άλλη πρωτεΐνη (FGF21), επηρεάζοντας την όρεξη στον εγκέφαλο.

Από τα ποντίκια στους ανθρώπους: ένα δύσκολο πέρασμα

Ωστόσο, τα αισιόδοξα αποτελέσματα στα εργαστηριακά πειράματα δεν μεταφράζονται εύκολα σε ανθρώπινα δεδομένα. Τα προβιοτικά που εξετάστηκαν μείωσαν την επιθυμία για ζάχαρη μόνο σε ποντίκια με συγκεκριμένο γενετικό ελάττωμα, την απουσία του αισθητήρα FFAR4. Οι περισσότεροι άνθρωποι διαθέτουν κανονικά αυτόν τον υποδοχέα, κάτι που ενδέχεται να καθιστά τη δράση των προβιοτικών αυτών ανενεργή στον ανθρώπινο οργανισμό.

Επιπλέον, ορισμένα από τα βακτήρια, όπως το B. vulgatus, έχουν συνδεθεί με εντερικές φλεγμονές σε πειραματόζωα με γενετικές ευαισθησίες. Παρότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν παρουσιάζουν τις ίδιες μεταλλάξεις, η πιθανότητα ανεπιθύμητων παρενεργειών εγείρει ερωτήματα ασφάλειας.

Μια αγορά χωρίς ρυθμιστικό πλαίσιο

Η ανεξέλεγκτη διάδοση προβιοτικών σκευασμάτων εγείρει και ρυθμιστικά ζητήματα. Όπως επισημαίνει ο Pieter Cohen, γιατρός στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, οι εταιρείες δεν υποχρεούνται να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα των προβιοτικών τους σε ανθρώπους, καθώς τα προϊόντα αυτά ταξινομούνται ως συμπληρώματα διατροφής και όχι ως φάρμακα. Οι ισχυρισμοί περί μείωσης της επιθυμίας για γλυκά στηρίζονται κυρίως σε πειράματα σε ζώα.

«Είναι αποκομμένα από οποιαδήποτε πραγματική απόδειξη σε ανθρώπους ότι λειτουργούν», σημειώνει ο Cohen.

Ακόμα και ο Mazmanian, με μακρόχρονη ενασχόληση στην έρευνα των εντερικών βακτηρίων, παραμένει επιφυλακτικός: «Το 2025, εξακολουθώ να είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε αυτούς τους ισχυρισμούς», δηλώνει. Πολλά από τα προβιοτικά προϊόντα στην αγορά δεν περιέχουν καν τους μικροοργανισμούς που συνδέθηκαν με μείωση της επιθυμίας στα πειραματόζωα.

Το μέλλον θέλει αποδείξεις

Η ιδέα ότι ένα γιαούρτι ή ένα συμπλήρωμα μπορεί να βοηθήσει να αντισταθούμε στον πειρασμό ενός γλυκού είναι σίγουρα ελκυστική. Ωστόσο, η επιστήμη ζητά υπομονή. Οι ανθρώπινες μελέτες παραμένουν ελλιπείς και η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου μικροβιώματος καθιστά κάθε γενίκευση παρακινδυνευμένη.

Μέχρι να υπάρξουν σαφείς κλινικές ενδείξεις, καλό είναι οι καταναλωτές να αντιμετωπίζουν τους προβιοτικούς ισχυρισμούς με τον ίδιο σκεπτικισμό που θα έδειχναν σε μια διαφήμιση για... μαγικό ραβδί.

Πηγή: sciencenews.org