Η 10η Δεκεμβρίου 2025 θα καταγραφεί ως η ημέρα που η Αυστραλία, πρώτη στον κόσμο, απαγόρευσε καθολικά την πρόσβαση σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης για άτομα κάτω των 16 ετών. Πρόκειται για την εφαρμογή του πολυσυζητημένου νόμου Online Safety Amendment (Social Media Minimum Age) Act 2024, που αρκετές χώρες μελετάνε για να αντιγράψουν και περιμένουν να δουν τα αποτελέσματα. Η νομοθεσία είναι σαφής και αυστηρή, τουλάχιστον στα χαρτιά. Πλατφόρμες-κολοσσοί όπως το TikTok, το Instagram, το Snapchat και το X (πρώην Twitter) απειλούνται με πρόστιμα που αγγίζουν τα 49,5 εκατομμύρια δολάρια αν αποτύχουν να κρατήσουν τους ανηλίκους εκτός των πυλών τους. Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τις εταιρείες, απαλλάσσοντας γονείς και παιδιά από νομικές κυρώσεις, σε μια προσπάθεια να χτυπηθεί το πρόβλημα στην πηγή του.
Η γάτα και το ποντίκι
Τα πρώτα εικοσιτετράωρα εφαρμογής του μέτρου αποκάλυψαν μια πραγματικότητα που θυμίζει περισσότερο το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι παρά μία συντεταγμένη κρατική παρέμβαση. Φαίνεται ότι η περίφημη Gen Z, που βιώνει τον ψηφιακό κόσμο ως «φυσικό» της περιβάλλον, βρήκε πολλούς τρόπους να παρακάμψει τους απαιτούμενους ελέγχους. Τα συστήματα βιομετρικής επαλήθευσης ηλικίας, που υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος, αποδείχθηκαν ευάλωτα. Έφηβοι 13 και 14 ετών κατάφεραν να ξεγελάσουν τους αλγορίθμους αλλάζοντας απλώς τις εκφράσεις του προσώπου τους, χρησιμοποιώντας έντονο μακιγιάζ ή ακόμα και φωτογραφίες ενηλίκων. Παράλληλα, η χρήση Virtual Private Networks (VPN) εκτοξεύτηκε, επιτρέποντας στους πιτσιρικάδες να εμφανίζονται ως κάτοικοι άλλων χωρών, παρακάμπτοντας τους γεωγραφικούς αποκλεισμούς με μερικά κλικ.
Η αντίδραση πολλών νέων είναι ένα μείγμα απογοήτευσης και πεισματικής αντίστασης. Για πολλούς, ο αποκλεισμός δεν βιώνεται ως προστασία, αλλά ως κοινωνικός θάνατος. «Ήρθε το τέλος, θα μείνω μόνος μέχρι τα 16», δήλωσε χαρακτηριστικά ένας έφηβος σε τοπικό μέσο, αποτυπώνοντας τον πανικό μιας γενιάς που έχει μάθει να υπάρχει, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από ψηφιακές διαμεσολαβήσεις. Η αίσθηση του αποκλεισμού από την «ψηφιακή πλατεία» στην οποία συμβαίνουν όλα, εύκολα μετατρέπει την πρόσβαση στο Instagram σε «επαναστατική» «παράνομη» πράξη και για το λόγο αυτό την κάνει ακόμα πιο ελκυστική σε πολλούς εφήβους.
Λιγότεροι πελάτες με περισσότερα και καλύτερα δεδομένα
Και ενώ εκατοντάδες χιλιάδες νέοι κάτω των 16 ετών προσπαθούν να βρουν τρόπους να περάσουν στα κλεφτά στα αγαπημένα τους κοινωνικά δίκτυα, οι υπό απαγόρευση πλατφόρμες δε φαίνεται να στεναχωριούνται ιδιαίτερα διότι χάνουν πελάτες. Και αυτό γιατί ο εν λόγω νόμος, στο όνομα της απαγόρευσης της πρόσβασης των ανηλίκων, κάνει δώρο στις πλατφόρμες αυτό που πραγματικά αποτελεί την πρώτη ύλη για τα προϊόντα τους: κρίσιμα και απόλυτα επαληθευμένα δεδομένα. Για να πιστοποιηθεί η ηλικία, οι χρήστες καλούνται να παραχωρήσουν ακόμα πιο ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα όπως βίντεο με κοντινά πλάνα προσώπου για προσδιορισμό βιομετρικών στοιχείων, σκαναρισμένες ταυτότητες, στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών καθώς και τα στοιχεία των γονέων . Και φυσικά αυτό θα πρέπει σταδιακά να γίνει για όλους τους χρήστες, ένα δώρο αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις πλατφόρμες, στο όνομα της προστασίας των παιδιών.
Έτσι, αντί να περιορίζουμε την ψηφιακή επιτήρηση των χρηστών, τη νομιμοποιούμε και την επεκτείνουμε, προσφέροντας στη Meta και την ByteDance το «ιερό δισκοπότηρο» των δεδομένων: την αδιαμφισβήτητη ταυτότητα του χρήστη. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει την περαιτέρω προσαρμογή του αλγόριθμου στην παροχή καλύτερα προσωποποιημένου περιεχομένου που θα καθηλώνει πιο αποτελεσματικά το χρήστη στην οθόνη και θα τον εγκλωβίζει εντός της πλατφόρμας.
Και αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που κάνει το νόμο αντιφατικό και τα αποτελέσματα του αμφισβητούμενα. Αντί οι κυβερνήσεις να ρυθμίσουν και να περιορίσουν το περιεχόμενο των αλγορίθμων που είναι φτιαγμένοι για να δημιουργούν εξάρτηση, βάζουν μία ταμπέλα του τύπου «απαγορεύεται η είσοδος σε ανηλίκους κάτω των 18 ετών». Αντί να ζητήσουν έλεγχο των αλγορίθμων, να εξαλείψουν τις ειδοποιήσεις που σκλαβώνουν την προσοχή, και να απαγορεύσουν την προσωποποιημένη διαφήμιση, ζητάνε απλά από τις πλατφόρμες να βάλουν πορτιέρη και face control. Αν καταφέρεις να περάσεις το παιχνίδι είναι στημένο ακριβώς όπως πριν. Η εστίαση στην ηλικία εισόδου λειτουργεί ως άλλοθι, επιτρέποντας στις εταιρείες να λένε «εμείς τηρούμε το νόμο», ενώ συνεχίζουν να σχεδιάζουν προϊόντα που εκμεταλλεύονται τις νευρολογικές αδυναμίες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Είναι μια προσέγγιση που αντιμετωπίζει το σύμπτωμα (την πρόσβαση) και όχι την ασθένεια (τον σχεδιασμό της εξάρτησης).
Το πραγματικό πρόβλημα
Από την άλλη μεριά, ο νόμος που εφαρμόζει Αυστραλία είναι μία πρώτη πραγματική αναγνώριση της ανάγκης να μπουν όρια στον διαρκώς αυξανόμενο ρόλο των πλατφορμών στη ζωή μας, περιλαμβανομένων και αυτών της τεχνητής νοημοσύνης. Η ανάγκη για όρια δεν είναι προϊόν ηθικού πανικού, αλλά συμπέρασμα που προκύπτει από αμείλικτα δεδομένα. Η ψυχική υγεία των εφήβων βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση και η συσχέτιση με την υπερβολική χρήση των social media είναι πλέον τεκμηριωμένη.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον παγκόσμιο κανόνα. Τα στοιχεία από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) για την περίοδο 2022-2023 χτυπούν ένα ηχηρό καμπανάκι κινδύνου. Το 44% των Ελλήνων εφήβων αναφέρει ψυχοσωματικά συμπτώματα – πονοκεφάλους, στομαχόπονους, μόνιμη νευρικότητα – ποσοστό που έχει εκτοξευτεί σε σχέση με το 2018. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι 1 στους 7 εφήβους (13%) εμφανίζει συμπεριφορές δηλαδή που παραπέμπουν σε κλινικό εθισμό. Η έρευνα αποκαλύπτει μια ευθεία γραμμή που συνδέει τον χρόνο χρήσης με την ψυχική δυσφορία. Οι έφηβοι που περνάνε πολλές ώρες στο διαδίκτυο εμφανίζουν καταθλιπτικά συμπτώματα σε ποσοστό της τάξης του 35%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε εφήβους που κάνουν μέτρια χρήση του διαδικτύου είναι 25%. Τα διεθνή δεδομένα έρχονται να επιβεβαιώσουν την ελληνική εμπειρία. Η χρήση social media για πάνω από 3 ώρες την ημέρα διπλασιάζει τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης και άγχους. Αν αναλογιστούμε ότι ο μέσος έφηβος σήμερα ξοδεύει από 3,5 έως 5 ώρες μπροστά στην οθόνη, αντιλαμβανόμαστε ότι η πλειοψηφία των παιδιών ζει μόνιμα στην «κόκκινη ζώνη» κινδύνου. Ειδικά για τα κορίτσια, η κατάσταση είναι δραματική, με το ίδιο το Instagram (βάσει εσωτερικών εγγράφων της Meta) να παραδέχεται ότι επιδεινώνει την εικόνα σώματος για το 32% των έφηβων κοριτσιών.
Ωστόσο είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να αποδώσουμε όλα τα προβλήματα των εφήβων στα social media. Τα social media λειτουργούν ως ένας πανίσχυρος ενισχυτής – πολλαπλασιαστής των υπαρκτών κοινωνικών προβλημάτων. Δεν δημιουργούν το bullying, τη ματαιοδοξία, το ναρκισσισμό, τη διαρκή σύγκριση ή την ανασφάλεια από το μηδέν. Αυτό που κάνουν οι πλατφόρμες είναι να αφαιρούν κάθε φρένο, κάθε όριο χρόνου και χώρου. Μετατρέπουν το σχολικό πείραγμα σε 24ωρο δημόσιο εξευτελισμό. Μετατρέπουν την φυσιολογική εφηβική σύγκριση σε μια άνιση μάχη με αλγοριθμικά τελειοποιημένα πρότυπα ομορφιάς.
Η χειροτέρευση της ψυχικής και συναισθηματικής υγείας των εφήβων δεν οφείλεται μόνο, ούτε και κυρίως, στο Instagram και το Tik Tok. Εδράζεται στην οικονομική ανασφάλεια, στο γκρίζο χρώμα που έχει το μέλλον τους, στον τρόπο που βιώνουν την κλιματική κρίση, την οικονομική ανισότητα και τη διαφθορά ως στοιχείο πολιτικής ταυτότητας, στα προβληματικά σχολεία, στην εντατικοποίηση της βαθμοθηρίας, στην απουσία χώρων αθλητισμού και πράσινου, στην αγοραία διάβρωση των κοινωνιών και τη διάλυση των κοινωνικών μηχανισμών αλληλεγγύης. Απέναντι σε όλα αυτά, το να απαγορεύσεις το TikTok σε ανηλίκους καταλήγει να είναι μία πολιτική που επιτρέπει στο κράτος να λέει «κάναμε κάτι χωρίς να κάνουμε τίποτα», χωρίς να βελτιώσει στο παραμικρό τις υλικές συνθήκες ζωής των νέων.
Τι θα μπορούσε να γίνει;
Η απαγόρευση των social media στην Αυστραλία ενώ φαίνεται σαν ένα μέτρο που «προστατεύει τα παιδιά» στην πραγματικότητα κρύβει κάτω από το χαλί τα βαθύτερα προβλήματα, αντί να τα αντιμετωπίζει. Ακόμα χειρότερα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως άλλο ένα επιχείρημα για μία πολιτική συνεχών απαγορεύσεων που θα παραβιάζουν συστηματικά αλλά νόμιμα το δικαίωμα των χρηστών στην ελεύθερη πληροφόρηση, κάτι στο οποίο πρωτοστάτησε η ΕΕ με την απαγόρευση πρόσβασης σε ιστότοπους με περιεχόμενο «ρωσικής προπαγάνδας». Ήδη η κυβέρνηση της Αυστραλίας προγραμματίζει μία σειρά περαιτέρω παρεμβάσεων με στόχο τον περιορισμό της πρόσβασης εφήβων σε σεξουαλικό περιεχόμενο, παρεμβάσεις που έχουν εγείρει πολύ σοβαρές αντιρρήσεις, πολιτικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα.
Οι απαγορεύσεις τύπου Αυστραλίας δεν μπορούν να λύσουν το πραγματικό πρόβλημα: τον συνειδητό σχεδιασμό των αλγορίθμων για να δημιουργούν εξάρτηση στο χρήστη. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους εφήβους, αλλά όλους τους χρήστες. Ας μην εθελοτυφλούμε: τα περισσότερα παιδιά εξοικειώνονται με το κινητό και τις εφαρμογές του ως «εύκολη λύση» για να έχουν την ησυχία τους οι γονείς. Βλέπουμε συνέχεια περιστατικά που οι γονείς ανταγωνίζονται τα παιδιά για το ποιος θα χρησιμοποιήσει περισσότερο το κινητό για να περιπλανηθεί στα κοινωνικά δίκτυα. Και τι αποτέλεσμα θα έχει άραγε ο νόμος σε μία οικογένεια που οι γονείς περνάνε 5-6 ώρες την ημέρα σκυμμένοι στο κινητό τους ενώ τα παιδιά απαγορεύεται να κάνουν το ίδιο;
Αν περιοριστούμε λοιπόν στο χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τι θα μπορούσε να γίνει; Ας δούμε μερικές ιδέες – τροφή για σκέψη:
- Να απαγορεύσουμε το επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στην καθολική και πρακτικά υποχρεωτική συλλογή των δεδομένων του χρήστη.
- Να απαγορεύσουμε τη στοχευμένη – προσωποποιημένη διαφήμιση και τη συλλογή δεδομένων συμπεριφοράς που στοχεύει στον επηρεασμό των αποφάσεων των χρηστών.
- Να πιέσουμε θεσμικά και έμπρακτα τις εταιρείες να επανασχεδιάσουν τα προϊόντα τους για να είναι ασφαλή για όλους, περιορίζοντας δραστικά τον εθισμό των χρηστών.
- Να υποχρεώσουμε τις πλατφόρμες να έχουν ανοικτό κώδικα για να μπορεί να ελέγχεται ο αλγόριθμος τους, να το θέσουμε ως όρο για να δραστηριοποιούνται σε κάθε χώρα.
- Να επενδύσουμε στην εκπαίδευση των παιδιών για τη χρήση του διαδικτύου και των εφαρμογών του. Να μιλήσουμε στα παιδιά όχι με όρους ηθικής, αλλά με όρους οικονομίας και υγείας. Να τους εξηγήσουμε πώς λειτουργεί η «Οικονομία της Προσοχής». Ότι η μοναξιά τους είναι το προϊόν που πωλείται. Ότι οι πλατφόρμες σχεδιάστηκαν για να εθίζουν, όχι για να συνδέουν.
Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος περί απαγόρευσης της πρόσβασης των ανηλίκων στα social media φέρνει στο προσκήνιο δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι μία περίφραξη, όσο μεγάλη και ισχυρή και να είναι, δεν μπορεί να σταματήσει την ψηφιακή πλημμύρα. Το δεύτερο είναι ότι, έστω και στρεβλά, αρχίζουμε και κατανοούμε ότι είναι ανάγκη να οριοθετήσουμε το ρόλο και την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της τεχνητής νοημοσύνης και την επαπειλούμενη επιβολή του ψηφιακού στον πραγματικό κόσμο.
Για αυτή την απαραίτητη οριοθέτηση, μία λέξη που η Silicon Valley και ο Τραμπ σιχαίνονται και προσπαθούν να εξοβελίσουν από το λεξιλόγιο μας, χρειαζόμαστε στεγανές κιβωτούς ανθρωπιάς και πραγματικών σχέσεων μεταξύ μας και με τον κόσμο, όχι περιφράξεις. Και αν θέλουμε τέτοιες κιβωτούς, αν θέλουμε να λύσουμε, και όχι απλά να περιορίσουμε το πρόβλημα, πρέπει να ξαναδούμε τις πόλεις μας που είναι μονοδιάστατα σχεδιασμένες για τα αυτοκίνητα και τα εμπορικά κέντρα. Να αποεμπορευματοποιήσουμε μεγάλο μέρος του δημόσιου χώρου, να δημιουργήσουμε χώρους μαζικής συνεύρεσης, κοινοτικού – τοπικού πολιτισμού και αθλητισμού, να φτιάξουμε σημεία αναφοράς και αναψυχής στον πραγματικό κόσμο. Να μειώσουμε τον εργασιακό και να αυξήσουμε τον ελεύθερο μας χρόνο. Και επιτέλους να βάλουμε στο τραπέζι την αποξένωση – αλλοτρίωση (και στην ψηφιακή μορφή της) που χαρακτηρίζει και καθορίζει τις οικογένειες και τις παρέες των ανθρώπων στις σύγχρονες πόλεις.
Τα social media γεμίζουν ψηφιακά ένα πραγματικό κενό που η ζωή μας διαρκώς διευρύνει. Και αυτό το κενό δεν κλείνει με νόμους και διατάγματα. Το να ξαναγεμίσουμε το κενό με ουσία, είναι το πραγματικό στοίχημα της εποχής μας.
(Ο Αντώνης Μαυρόπουλος είναι σύμβουλος κυκλικής οικονομίας και συγγραφέας του βιβλίου «Τεχνητή Νοημοσύνη – Άνθρωπος, Φύση, Μηχανές», εκδόσεις Τόπος)



























