Παρατηρούμε τις τελευταίες ημέρες μια αισχυντηλή και θολή ανίχνευση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ στην κατεύθυνση του Λαϊκού - Προοδευτικού Μετώπου των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν επίσης ότι υπάρχουν ευήκοα ώτα στα άλλα αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα. Θα δούμε πόσο αξιόπιστες είναι αυτές οι πληροφορίες. Σε κάθε περίπτωση όμως ισχύει απολύτως το «αν δεν θέλεις όταν μπορείς, όταν θέλεις δεν θα μπορείς». Ελέγχεται δηλαδή η πιθανολογούμενη αλλαγή γραμμής και ως προς την ειλικρίνεια της και ως προς την στόχευση της και ως προς την χρονική επιλογή. Και τελικά βέβαια ως προς την αποτελεσματικότητα της.
Να θυμίσουμε τα γεγονότα και να εκτιμήσουμε τους νέους συσχετισμούς. Η μειοψηφία της Νέας Αριστεράς και μια μικρή ομάδα στελεχών του ΠΑΣΟΚ εδώ και ενάμισι χρόνο προβάλλει με κάθε τρόπο την ανάγκη συγκρότησης προοδευτικού μετώπου σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα ώστε να υπάρξει μετρήσιμη, σοβαρή και ενωτική πρόταση απέναντι στο καθεστώς Μητσοτάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σοβαρά τραυματισμένος από την οδυνηρή περιπέτεια Κασελλάκη είχε άλλες προτεραιότητες, αλλά γενικά αντιμετώπισε θετικά την πρόκληση. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο ήταν απορριπτική αλλά πρόβαλε ως εφικτή απάντηση την «νίκη του ΠΑΣΟΚ επί της ΝΔ με μια έστω ψήφο», γραμμή από την οποία δεν έχει αποστασιοποιηθεί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτή την γραμμή ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε σύμμαχο την δεξιά πτέρυγα του κόμματός του. Η Άννα Διαμαντοπουλου πρώτη είχε κατηγορηματικά απορρίψει κάθε πιθανότητα συγκρότησης προοδευτικού μετώπου. Και κατά την γνώμη μου δεν είναι τυχαίο ότι προ ολίγων ημερών και μετά την υποτιθέμενη πρόθεση Ανδρουλάκη να ανιχνεύσει άλλη λύση προς τα αριστερά, η Άννα Διαμαντοπούλου έσπευσε για πρώτη φορά να συνδέσει πιθανή εκλογική αποτυχία του ΠΑΣΟΚ με αλλαγή ηγεσίας. Ήταν μια σαφής προειδοποίηση προς τον Νίκο Ανδρουλάκη, να μην απομακρυνθεί από την γραμμή βέβαιης εκλογικής στασιμότητας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την μετεκλογική συνεργασία ΝΔ ΠΑΣΟΚ είτε με τον Μητσοτάκη είτε με άλλον στην ηγεσία της ΝΔ. Η δεξιά πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ και διάφοροι επανακάμπτοντες παράγοντες της κεντροδεξιάς καλοβλέπουν μια επανάληψη συνεργασίας των δυο χώρων.
Στην Νέα Αριστερά ο διχασμός του κόμματος εκφράστηκε παραστατικά στο θέμα του Λαϊκού - προοδευτικού Μετώπου με συνεχείς ψηφοφορίες στην Κεντρική της Επιτροπή και το Πολιτικό Γραφείο, με την αξιοσημείωτη και αξιοπερίεργη επισήμανση ότι η μειοψηφία εκφράζεται από τον Πρόεδρο και η πλειοψηφία από τον Γραμματέα. Συγκροτήθηκε μια συμπαγής πλειοψηφία που κατά σειρά απέρριψε την υποψηφιότητα Κατσέλη ως κοινή πρόταση με τον ΣΥΡΙΖΑ για την Προεδρία της Δημοκρατίας, απέκλεισε πολιτική συνεργασία μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ταυτοχρόνως έβρισκε απαγορευτική λόγω προγραμματικού χάους που χωρίζει τα δυο κόμματα κάθε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.
Σε αυτό το κλίμα έτρεξε όλο το κρίσιμο διάστημα όπου η αντιπολίτευση «μπορούσε» αλλά δεν « ήθελε» . Μπορούσε γιατί είχε τον χρόνο να μετασχηματίσει την ογκούμενη λαϊκή αντίθεση στο καθεστώς των ανισοτήτων και της διαφθοράς σε πολιτική εναλλακτική πρόταση, σοβαρή και ενωτική. Ξόδεψε όλο αυτό το διάστημα χωρίς να κάνει μισό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Αναλώθηκε σε διευθετήσεις εσωτερικού χώρου, σε αέναες και ανούσιες αντιπαλότητες. Απογοήτευσε τα λαϊκά στρώματα και την νεολαία που έδειξαν με δυο ξεσπάσματά τους (Τέμπη, Γάζα) ότι μπορούν να σηκωθούν από τον καναπέ και να αιμοδοτήσουν πολιτικά μια ενωτική πολιτική εναλλακτική πρόταση. Ταυτοχρόνως έδωσε χώρο σε μονοθεματικές και επί της ουσίας μη πολιτικές εκφράσεις που αρνούνται τον διαχωρισμό Αριστεράς Δεξιάς και που όπως μας διδάσκει η πείρα (το Ποτάμι είναι ένα καλό παράδειγμα) τελικά και ανεξαρτήτως καλών προθέσεων συμποσούνται στην συντηρητική παράταξη.
Επειδή η πολιτική απεχθάνεται το κενό ήρθε ο Τσίπρας, πρώτα με την «Ιθάκη» του και μετά με την βέβαιη πλέον προοπτική άμεσης συγκρότησης πολιτικού υποκείμενου στον χώρο της Αριστεράς - Κεντροαριστεράς. Στην Πάτρα δήλωσε ότι «θέλει» και η καθαρά εκφρασμένη βούλησή του, χωρίς μισόλογα και αιρέσεις, αποσαφηνίζει το τοπίο. Το αν «μπορεί» θα το δούμε, εξαρτάται και από τις επόμενες κινήσεις του, από την πολιτική συμπεριληπτικότητα που θα επιδείξει αλλά και από την στάση εκείνου του πολιτικού προσωπικού που μπορεί να προσθέσει κύρος, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα στην πρωτοβουλία του. Είναι προφανές από τις μετρήσεις ότι διατηρεί επιρροή σε σημαντικό τμήμα των λαϊκών δυνάμεων που τον εμπιστεύτηκαν στο παρελθόν ενώ άλλα τμήματα περιμένουν να δουν και κάποια πρέπει εξ αρχής να κερδηθούν. Σε κάθε περίπτωση πέραν κάθε αμφιβολίας, έχει καλύτερο σημείο εκκίνησης, «μπορεί» καλύτερα από την αντιπολίτευση που δεν τα κατάφερε και τώρα βρίσκεται μπροστά σε δύσκολες επιλογές.
Μια κακή και παράλογη, επιλογή της αντιπολίτευσης θα ήταν να θελήσει να συγκροτήσει αμυντικό Μέτωπο απέναντι στον Τσίπρα. Να πιστέψουν, δηλαδή, ότι αν αθροιστούν αυτή την στιγμή - ενώ το απέφυγαν επιμελώς όταν «μπορούσαν» το προηγούμενο διάστημα - θα ανακόψουν τον Τσίπρα και θα διασώσουν εαυτούς. Η πεμπτουσία του Λαϊκού - προοδευτικού Μετώπου είναι η επιθετική (ή και αμυντική ανάλογα με την εποχή και μάλλον τέτοια είναι αυτή που διανύουμε) στάση απέναντι στον κίνδυνο δεξιάς και Ακροδεξιάς. Θα ήταν απόδειξη μεγίστης υποκρισίας ή πολιτικής αβελτηρίας να μην συνυπολογίζουν στις δυνάμεις του όποιου Μετώπου και μάλιστα σε κεντρικό ρόλο τον Τσίπρα. Αυτό θα έπρεπε να το κάνουν ακόμα και αν είχαν φροντίσει να πράξουν τα δέοντα όλη αυτή την περίοδο στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας. Πόσο μάλλον όταν αδράνησαν. Οι διατυπώσεις της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ για ισοδύναμες ευθύνες Μητσοτάκη και Τσίπρα για την κατάσταση της χώρας είναι επιεικώς απαράδεκτες. Το ίδιο ισχύει για κάθε προσπάθεια να περιοριστεί το εύρος της προοδευτικής παράταξης στην ριζοσπαστική αριστερά με ένα γενικό αφορισμό της κεντροαριστεράς η του κέντρου. .
Όποια άποψη και να έχει ο καθένας για τον τρόπο που οργάνωσε και υλοποίησε την επιστροφή του ο Αλέξης Τσίπρας, γεγονός είναι ότι επέστρεψε με δυναμισμό και θα παίξει σημαντικό- έως και καθοριστικό - ρόλο στις εξελίξεις στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο. Οι συσχετισμοί στον χώρο αυτό έχουν αλλάξει άρδην και οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι επίσης.
(Ο Νίκος Μπίστης είναι στέλεχος της Νέας Αριστεράς, πρώην υπουργός)




























