Αναθέρμανε τα σενάρια για πιθανές συνεργασίες της Νέας Αριστεράς με όμορους πολιτικούς χώρους στο άμεσο μέλλον ο Αλέξης Χαρίτσης σε ερώτηση που του έγινε από το Dnews.gr.
Αναλυτικότερα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στο πλαίσιο της ΔΕΘ ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς ρωτήθηκε για το εάν έχει βρεθεί σε αδιέξοδο ο διάλογος της Νέας Αριστεράς με σκοπό τις συνεργασία λόγω της εσωκομματικής κατάστασης, όσο και για το πώς σκοπεύει να υπερβεί τα εμπόδια που έχουν προκύψει εσωκομματικά.
Στην απάντησή του ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς παραδέχτηκε ότι υπάρχει μια πολύ δύσκολη κατάσταση, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, αλλά όπως χαρακτηριστικά ανέφερε με έμφαση στην απάντησή του «υπάρχουν οι δυνατότητες και δεν υπάρχουν μόνο αδιέξοδα».
Προκειμένου ο κ. Χαρίτσης να τονίσει τις δυνατότητες συγκλίσεων που διανοίγονται στο άμεσο μέλλον, υπενθύμισε τις κοινές πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο για την Παλαιστίνη, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την Προανακριτική, ενώ δεν απέκλεισε και νέες πρωτοβουλίες.
Αιχμές προς Ανδρουλάκη - «Θετικές» οι πρωτοβουλίες Δούκα
Ωστόσο, ο κ. Χαρίτσης επέλεξε να αφήσει και αιχμές προς το πρόσωπο του κ. Ανδρουλάκη αλλά και να αναφερθεί με θετικό τρόπο στο πολιτικό έργο του δήμαρχου Αθηναίων, Χάρη Δούκα.
Συγκεκριμένα, ο κ. Χαρίτσης αναφερόμενος σε πολιτικά ζητήματα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν ένα εν δυνάμει πεδίο σύγκλισης μεταξύ των προοδευτικών κομμάτων, υπενθύμισε τη στάση του ΠΑΣΟΚ στο Παλαιστινιακό και χαρακτήρισε «αδιανόητη» τη στάση του κ. Ανδρουλάκη σε ένα ζήτημα το οποίο - όπως χαρακτηριστικά είπε - «αποτελεί το ηθικό όριο της ανθρωπότητας».
Και ενώ ο κ. Χαρίτσης άσκησε κριτική προς το πρόσωπο του κ. Ανδρουλάκη, επέλεξε να κρατήσει εντελώς διαφορετική στάση προς το πρόσωπο του κ. Δούκα.
Συγκεκριμένα, χαρακτήρισε πολύ θετικές τις πρωτοβουλίες του κ. Δούκα ειδικά σε ό,τι αφορά το Παλαιστινιακό και ενδεικτικά ανέφερε ότι «θέλουμε την αυτοδιοίκηση να παίζει έναν τέτοιο ρόλο και να μην κάθεται στα αυγά της».
Αναλυτικά η συνέντευξη Τύπου του Αλέξη Χαρίτση
Παρέμβαση Αλέξη Χαρίτση
Καλημέρα και από εμένα. Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους εκπροσώπους των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για την παρουσία τους εδώ, στη συνέντευξη Τύπου της Νέας Αριστεράς, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης 2025. Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω λέγοντας το εξής: επειδή ζούμε σε ιστορικές και κρίσιμες εποχές, αν η χώρα είχε μια κυβέρνηση που υπηρετεί τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του ανθρωπισμού, ο πρωθυπουργός της θα είχε συμπεριλάβει στην ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, πριν από λίγες μόλις μέρες, το ζήτημα της Παλαιστίνης· την αλληλεγγύη σε έναν λαό που δοκιμάζεται από τη γενοκτονία, από τον λοιμό στον οποίο τον υποβάλλει το καθεστώς Νετανιάχου, και τη δέσμευση από την ελληνική πλευρά για την επιβολή κυρώσεων στο Ισραήλ, στρατιωτικών και εμπορικών. Θα ήταν ένα μήνυμα ανθρωπισμού και πολιτικού θάρρους.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα του 2025 δεν ζούμε σε μια τέτοια χώρα. Ή, για να το πω πιο καθαρά, ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι ένας τέτοιος πρωθυπουργός. Κρίνεται και θα κριθεί πάρα πολύ αυστηρά για την υποτέλεια και για τη στρατηγική συμμαχία του με μια ακροδεξιά, γενοκτονική κυβέρνηση. Ο κ. Μητσοτάκης έχει εγκλωβίσει τη χώρα μας σε μία αναποτελεσματική, αλλά και επικίνδυνη εξωτερική πολιτική, υιοθετώντας πλήρως τη λογική του «δικαίου του ισχυρού».
Προσκολλήθηκε στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, δήθεν για λόγους ασφάλειας απέναντι στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα κατέληξε πελάτης υπέρογκων εξοπλισμών και όχι ισότιμος εταίρος. Αυτή είναι η αλήθεια. Το τελευταίο επεισόδιο, πριν από λίγες μέρες, με την υπόθεση του καλωδίου της ηλεκτρικής διασύνδεσης, επιβεβαίωσε με τον πιο ηχηρό τρόπο την αποτυχία αυτής της στρατηγικής. Και κανένας φτηνός εθνικισμός δεν αρκεί πια για να συσκοτίσει ή να αποσιωπήσει αυτό που όλοι οι πολίτες καταλαβαίνουν: ο κ. Μητσοτάκης οδηγεί τη χώρα μας σε στρατηγικό αδιέξοδο, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη γεωπολιτική συγκυρία.
Δυστυχώς, αυτό δεν είναι το μόνο αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Γι’ αυτό και η ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ δεν αποτέλεσε σχέδιο για τη χώρα, ούτε σχέδιο για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν ένα σχέδιο εξαγοράς πολιτικού χρόνου για τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη. Σε εμάς, ως κοινωνία, θα κοστίσει 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά αυτό δεν θα τον σώσει πλέον. Ο χρόνος μετράει αντίστροφα.
Έξι χρόνια μετά το 2019, δύο χρόνια μετά το 2023 και το περίφημο 41%, η ελληνική κοινωνία έχει πλέον πλήρη εικόνα.
Κι εμείς το λέμε καθαρά: όχι τρίτη ευκαιρία για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το σχέδιό του είναι επικίνδυνο για τη χώρα και για την ελληνική κοινωνία. Δεν θα αναφερθώ τώρα τόσο πολύ στα ζητήματα της διαφθοράς, των πελατειακών σχέσεων, του αυταρχισμού και της αναξιοκρατίας.
Θα μου επιτρέψετε να επιμείνω σε κάτι άλλο: στο γεγονός ότι αυτό που έχει κάνει η Νέα Δημοκρατία αυτά τα έξι χρόνια είναι να παγιώσει την κρίση, να τη μετατρέψει σε κανονικότητα, να κάνει την ελληνική κοινωνία να θεωρεί ότι αυτό είναι το μέλλον της και δεν μπορεί να υπάρξει κανένα άλλο.
Αυτό είναι, λοιπόν, το σχέδιο που υλοποιεί η κυβέρνηση. Το βλέπουμε πολύ χαρακτηριστικά στα εργασιακά: ανύπαρκτες συλλογικές συμβάσεις, δικαιώματα μόνο για τους εργοδότες, μισθοί που αυξάνονται αναιμικά, διαθέσιμο εισόδημα που μειώνεται λόγω του πληθωρισμού. Και, εσχάτως, περιμένουμε και στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο σε πολύ λίγες μέρες.
Υπερεκμετάλλευση της εργασίας: αυτό είναι για τη Νέα Δημοκρατία. Οι χαμηλοί μισθοί, η φτώχεια δηλαδή των εργαζομένων, αποτελούν —κατά την αντίληψή τους— το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας.
Γι’ αυτό είμαστε η χώρα της «φτηνής ανάπτυξης». Γι’ αυτό είμαστε η χώρα του brain drain.
Δεύτερο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σχέδιο της κυβέρνησης για τις τράπεζες. Ενώ όλοι μιλούν για χρηματοδοτήσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσφέρει μόνο προνόμια στις τράπεζες: τις εξαιρεί από κάθε εισφορά, διατηρεί το ταμπού του αναβαλλόμενου φόρου και τις αφήνει να εφαρμόζουν μοντέλα αισχροκέρδειας. Αρκεί να σκεφτούμε τη διαφορά —σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη— μεταξύ επιτοκίων δανεισμού και επιτοκίων καταθέσεων. Και το χειρότερο: δεν δανείζουν, πρωτίστως, στους μικρομεσαίους.
Και ερωτώ: μπορεί να αλλάξει αυτή η εικόνα χωρίς την ανάκτηση από το Δημόσιο μιας συστημικής τράπεζας; Η απάντησή μας είναι ξεκάθαρη: όχι, δεν μπορεί.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του κυβερνητικού σχεδίου είναι, βεβαίως, το ζήτημα της ακρίβειας και της συνεχούς μείωσης της αγοραστικής δύναμης της πλειοψηφίας των πολιτών. Πρόκειται για αφαίμαξη των πολιτών κάθε φορά που αγοράζουν κάτι. Ο μηδενισμός του ΦΠΑ —του πιο άδικου έμμεσου φόρου, για τον οποίο υπάρχει μάλιστα σχετική σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης— δεν συζητήθηκε ποτέ, ούτε και συζητιέται από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Και ρωτώ εγώ…
Μπορεί να υπάρξει φορολογική δικαιοσύνη αν δεν μετατοπιστεί το βάρος από τους έμμεσους στους άμεσους φόρους; Για ποια φορολογική μεταρρύθμιση μπορούμε να μιλάμε αν δεν υπάρξει ουσιαστική φορολόγηση του πλούτου; Αν δεν υπάρξει πραγματικό σπάσιμο των καρτέλ, πώς θα αντιμετωπιστεί η ακρίβεια και η αισχροκέρδεια; Με αυτή την πολιτική;
Ένα ακόμη παράδειγμα που θα ήθελα να θέσω, εδώ στη Θεσσαλονίκη, στη Διεθνή Έκθεση, είναι το σχέδιο της κυβέρνησης για την Περιφέρεια. Την περιφέρεια της χώρας, την οποία αντιμετωπίζει ως ένα ατέλειωτο «βοσκοτόπι» προς δήλωση στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Οι Περιφέρειες εκτός Αττικής δεν έχουν παρουσιάσει αύξηση της παραγωγικότητας για πάνω από μια δεκαετία. Σχολεία κλείνουν, άνθρωποι μεταναστεύουν, περιοχές ολόκληρες οδηγούνται σε ερημοποίηση.
Κι όμως, οι αγκυλώσεις και οι ιδεοληψίες, ντυμένες με πατριδοκαπηλεία, δεν μας αφήνουν να δούμε το προφανές. Και ποιο είναι αυτό; Αυτό που βλέπουν οι άλλες χώρες της Ευρώπης —όπως, για παράδειγμα, η Ισπανία— ότι η μετανάστευση θα μπορούσε να αποτελέσει δύναμη αναζωογόνησης της επαρχίας, φέρνοντας ζωή, εργασία και προοπτική σε τόπους που, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, αδειάζουν.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με δεκάδες άλλα παραδείγματα που δείχνουν τι σημαίνει το σχέδιο της κυβέρνησης, το οποίο υλοποιείται σήμερα.
Εδώ, στη ΔΕΘ, ο κ. Μητσοτάκης ήρθε για να εξαγοράσει πολιτικό χρόνο σε βάρος του μέλλοντος της χώρας μας. Και εγώ ρωτώ: εξήγγειλε μήπως ένα μέτρο, έστω ένα μέτρο ουσίας, για τα μεγάλα προβλήματα; Για τη στέγη, για την ακρίβεια, για το κοινωνικό κράτος; Με αυτό το 1,7 δισ. που ανακοίνωσε; Η απάντηση είναι: όχι.
Είπε μήπως την αλήθεια, ότι το περίφημο 1,7 δισ. είναι μόλις το ένα τρίτο του υπερπλεονάσματος που έχει συσσωρευθεί από την αφαίμαξη των πολιτών μόνο μέσα στο 2025; Προφανώς και όχι. Έθιξε έστω και λίγο το άδικο και αντικοινωνικό μοντέλο συγκέντρωσης του πλούτου και όξυνσης των ανισοτήτων που παρατηρείται σήμερα στη χώρα μας; Όχι.
Και γιατί δεν το έκανε; Γιατί η πολιτική Μητσοτάκη είναι μια πολιτική βαθιά ταξική. Μια πολιτική που ωφελεί —που ευεργετεί, θα έλεγα— εργοδότες, funds, τράπεζες, κατόχους μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Και την ίδια στιγμή, τα μέτρα των φοροελαφρύνσεων δεν είναι τίποτε άλλο παρά βαθιά ταξική μεροληψία.
Δείτε κάποια παραδείγματα: ένα νέο ζευγάρι με 1.100 ευρώ μισθό και 750 ευρώ ενοίκιο δεν έχει καμία στήριξη, ενώ ο ιδιοκτήτης που έχει 2.000 ευρώ εισόδημα από ακίνητη περιουσία κερδίζει 1.200 ευρώ φοροελάφρυνση. Είναι αυτό δίκαιη πολιτική; Είναι πολιτική αναδιανομής υπέρ των ασθενέστερων στρωμάτων;
Πέντε εκατομμύρια φορολογούμενοι με εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ δεν βλέπουν ουσιαστική ελάφρυνση, την ώρα που οι τιμές στα σούπερ μάρκετ έχουν αυξηθεί την τελευταία εξαετία πάνω από 30%. Είναι αυτό δίκαιη πολιτική; Είναι πολιτική ελάφρυνσης των ασθενέστερων στρωμάτων; Προφανώς και όχι.
Θα μπορούσα να αναφέρω πάρα πολλά αντίστοιχα παραδείγματα που δείχνουν το άδικο ακόμα και αυτών των ελλιπών μέτρων της κυβέρνησης. Όμως νομίζω ότι πλέον το αίσθημα της αδικίας είναι διάχυτο και καμία προπαγάνδα δεν μπορεί να το αναστρέψει.
Και ακόμα χειρότερα, δυστυχώς: όταν η λέξη «Τέμπη» αρκεί για να βγουν εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας στον δρόμο· όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κλείνει τη μύτη της από τη μπόχα της διαφθοράς· όταν η διεθνής κοινή γνώμη διαβάζει για την καταπάτηση δικαιωμάτων και για τη φίμωση της ενημέρωσης, τότε είναι πια εμφανές ότι το «επιτελικό κράτος» του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται σε αποδρομή. Σε οριστική αποδρομή.
Και δεν αφήνει πίσω του μεταρρυθμίσεις. Αφήνει πίσω του ανισότητες. Ένα κράτος το οποίο λειτούργησε αυτά τα χρόνια ως λάφυρο, ως μηχανισμός διασπάθισης δημόσιου χρήματος. Η πρόσφατη υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι η πιο χαρακτηριστική.
Ένα κράτος το οποίο λειτούργησε κοινωνικά επικίνδυνα, με τον ΟΣΕ να καταρρέει την ώρα που δαπανούνται δισεκατομμύρια σε ημέτερους, με τραγικό αποτέλεσμα στα Τέμπη. Ένα κράτος το οποίο προώθησε τη λογική της αρπαχτής ακόμα και στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ένα μοντέλο «φτηνής μεγέθυνσης» που διευρύνει τις ανισότητες. Αυτή είναι η κληρονομιά του επιτελικού κράτους του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Και θα το πω ξανά, γιατί κατά τη γνώμη μου είναι πάρα πολύ σημαντικό: ο κ. Μητσοτάκης δεν πρέπει να έχει τρίτη ευκαιρία.
Το επιτελικό κράτος πρέπει να αντικατασταθεί από ένα κράτος που δεν υπηρετεί κομματικά συμφέροντα, αλλά κοινωνικούς στόχους. Από ένα κράτος όπου το δημόσιο χρήμα επενδύεται σε δημόσιες υποδομές, σε κοινωνικές δομές, στην ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών. Δηλαδή, ένα κράτος αξιοπρέπειας, όπως λέμε, για μια κοινωνία της ισότητας.
Τι σημαίνει όμως ένα κράτος αξιοπρέπειας; Όλα κρίνονται τελικά, και η πολιτική είναι ζήτημα επιλογών.
Κατά τη γνώμη μου, πώς απαντά η κυβέρνηση στις πολύ μεγάλες προκλήσεις; Θα δώσω μόνο τρία παραδείγματα για να κλείσω αυτή την παρέμβασή μου.
Πρόκληση πρώτη: Η Ελλάδα παραμένει ανάμεσα στις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης στο ζήτημα της ενέργειας, με 1 στους 5 πολίτες να απειλείται από ενεργειακή φτώχεια. Η κυβέρνηση, αντί να βάλει πλαφόν στο φυσικό αέριο όπως έκανε η Ισπανία, προτίμησε οριζόντιες επιδοτήσεις, επιδοτώντας και τελικά επιτείνοντας την αισχροκέρδεια. Τα υπερκέρδη των ενεργειακών ομίλων δεν φορολογήθηκαν ποτέ, ούτε διαχωρίστηκε η αγορά αερίου από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ώστε η φθηνή ενέργεια να μην τιμολογείται σαν ακριβό αέριο.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα με την τιμολόγηση είναι σκάνδαλο, όπως σκάνδαλο είναι και οι νέες παραχωρήσεις ορυκτών καυσίμων σε πετρελαϊκούς κολοσσούς χωρίς προοπτική βιωσιμότητας, καθώς και τα φαραωνικά έργα χωρίς χωροταξικό σχεδιασμό σε περιοχές Natura. Η πολιτική αυτή οδηγεί στην ενεργειακή φτώχεια και στην απώλεια βασικών πυλώνων του ενεργειακού τομέα από το κράτος και την ελληνική κοινωνία. Κρίσιμος όρος εδώ είναι η επιστροφή της ΔΕΗ στο Δημόσιο, ώστε να υπάρχει βασικός ενεργειακός πυλώνας για την εθνική ενεργειακή πολιτική. Δεν γίνεται αλλιώς.
Δεύτερη πρόκληση: Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην Ευρώπη στο κόστος στέγασης. Και τι μας λέει ο κ. Μητσοτάκης; Ότι φταίνε οι φοιτητές, που δεν συγκατοικούν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, και γι’ αυτό τα ενοίκια αυξήθηκαν 40% σε πέντε χρόνια. Δεν φταίει που δεν καταργήθηκε η Golden Visa, που τροφοδοτεί το σπιράλ αύξησης των τιμών. Δεν φταίει που δεν μπήκαν όρια στη βραχυχρόνια μίσθωση μέσω Airbnb, όπως έχουμε ζητήσει εδώ και καιρό. Δεν φταίει που η κυβέρνηση υλοποιεί προγράμματα όπως «Το Σπίτι μου 1 και 2», που φουσκώνουν τις τιμές. Δεν φταίει που δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα για τη δημιουργία κοινωνικού αποθέματος κατοικίας και κοινωνικής κατοικίας. Σήμερα, πάνω από 13.500 σπίτια —συμπεριλαμβανομένων 3.800 που ανήκουν σε τράπεζες και υπηρεσίες πλειστηριασμών— αφήνονται εκτεθειμένα. Οι πολίτες πετιούνται έξω από τα σπίτια τους, ενώ οι τράπεζες τα βλέπουν σαν χαρτοφυλάκια αξίας. Είναι, λοιπόν, κοινωνικά αναγκαίο να επανέλθει η προστασία της κύριας κατοικίας.
Τρίτη πρόκληση: Πολεμική βιομηχανία ή κοινωνικό κράτος; Η Ελλάδα είναι σήμερα η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό δαπανών στις αμυντικές δαπάνες από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν μπορείς να τάζεις στην κοινωνία στήριξη του κοινωνικού κράτους και αναμόρφωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ενώ συμμετέχεις σε μια ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών. Το δίλημμα έχει απαντηθεί λανθασμένα μέχρι σήμερα: στρατιωτικοποίηση σε βάρος της κοινωνικής συνοχής. Αυτή η πορεία πρέπει να αντιστραφεί άμεσα.
Η Νέα Αριστερά, μέσα σε αυτό το πλαίσιο και τη ζοφερή σημερινή πραγματικότητα, καταθέτει ένα πρόγραμμα 12 σημείων. Έχει ήδη διανεμηθεί σε εσάς για όλες αυτές τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, με έναν διπλό στόχο: καταρχάς, ένα πρόγραμμα που μπορεί να συνενώσει δυνάμεις —όχι μόνο από εμάς, αλλά και μέσα από κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες— και, δεύτερον, ένα πρόγραμμα που μπορεί να δώσει το μήνυμα της ανατροπής.
Όπως είπα και πριν, ο κ. Μητσοτάκης δεν πρέπει να έχει τρίτη ευκαιρία. Χρειαζόμαστε ένα κράτος που υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια των πολιτών, θέτει σαφείς προτεραιότητες και συγκρούεται με τα οργανωμένα συμφέροντα και τις αδράνειες που καθηλώνουν την κοινωνία σε πολιτική ανισοτήτων και αδικίας.
Ζούμε σε μια εποχή πρωτοφανούς πόλωσης και διεθνώς ανταγωνιστικών σχεδίων μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, και αυτό δεν είναι ιδεοληψία. Είναι η διεθνής πραγματικότητα, με ακροδεξιές δυνάμεις να επιχειρούν να επιβάλουν τη δική τους ατζέντα. Η απάντηση σε αυτό υπήρξε μετριοπαθής, από τη σκοπιά του κέντρου, και τελικά ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τις δυνάμεις της δεξιάς και της ακροδεξιάς.
Η αποτελεσματική απάντηση δίνεται με όρους προστασίας των συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων και με βάση αρχές και αξίες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Το βλέπουμε, για παράδειγμα, στην Ισπανία, με τη συμμαχία Σοσιαλιστών και Αριστεράς, που δίνει μάχη για την επιβολή κυρώσεων κατά του Ισραήλ. Το βλέπουμε και στη Γαλλία, όπου η παρακαταθήκη του Λαϊκού Μετώπου κλείνει μέχρι σήμερα τον δρόμο στη Λεπέν.
Πρέπει να το δούμε και στην Ελλάδα. Η λύση είναι Αριστερά: με συμμαχίες, με ενότητα στη δράση, με αιχμές και γωνίες στην πολιτική πρόταση. Ξέρουμε ποιους θέλουμε να εκπροσωπήσουμε, και η Νέα Αριστερά φιλοδοξεί να εκφράσει αυτό το σύγχρονο περιεχόμενο της Αριστεράς στη χώρα μας.
Σας ευχαριστώ.
Ερωτήσεις Δημοσιογράφων
Ελένη Στεργίου (in.gr)
Το κόμμα της Νέας Αριστεράς φαίνεται στις δημοσκοπήσεις να έχει πτωτική τάση και χωρίς σημάδια ανάκαμψης. Κατ’ αρχάς, τι σκέφτεστε να κάνετε γι’ αυτό; Δεύτερον, υπάρχει κάποια σκέψη να δοκιμάσετε μια επανένωση με τους συντρόφους σας στον ΣΥΡΙΖΑ; Επιπλέον, υπάρχουν σενάρια και σκέψεις σχετικά με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο σας φλερτάρει πολιτικά. Υπάρχει κάποια σκέψη να ενωθείτε; Μπορεί, επίσης, να υπάρξει ένας ευρύτερος συνασπισμός κομμάτων; Κλείνω, κύριε Πρόεδρε: υπάρχει δυνατότητα για ένα κοινό μέτωπο Νέας Αριστεράς, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ώστε να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη επάνοδος του Αλέξη Τσίπρα, η οποία μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα στην Κεντροαριστερά; Ευχαριστώ.
Αλ. Χαρίτσης
Εντάξει, θα ήταν πολλά τα ερωτήματα, αλλά επειδή είναι συναφή, θα προσπαθήσω να δώσω μια απάντηση για όλα μαζί. Κοιτάξτε να δείτε: εμείς, εδώ στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, πριν από έναν χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 2024, ήμασταν οι πρώτοι που μιλήσαμε για το Λαϊκό Μέτωπο και παρουσιάσαμε ακριβώς τις προτάσεις μας για το πώς μπορεί να συγκροτηθεί.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο πολύ μεγάλης πολιτικής ρευστότητας. Αυτή είναι η πραγματικότητα, και εμείς καταθέτουμε στο δημόσιο διάλογο μια πολιτική πρόταση με σαφές πολιτικό περιεχόμενο. Δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, ζήτημα απλώς συνεννοήσεων σε επίπεδο κορυφής. Έχει να κάνει με το κατά πόσο μπορεί να υπάρξει μια πρόταση που θα είναι ευθέως αντιπαραθετική στο πολιτικό σχέδιο που περιέγραψα πριν και που υλοποιείται σήμερα από τη Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σε αυτό θα κριθούμε όλοι. Σε αυτό θα μετρηθούμε όλοι.
Άρα, εμείς από τη μεριά μας προσερχόμαστε σε αυτή τη συζήτηση με ένα καθαρό πρόγραμμα, με καθαρές αρχές, αξίες και πολιτικές αιχμές. Και βεβαίως είμαστε οι πρώτοι που μπήκαμε σε αυτή τη διαδικασία και θα συνεχίσουμε να καλούμε και τις άλλες δυνάμεις σε μια τέτοια προσπάθεια.
Γεωργία Λοτσοπούλου (ΕΡΤ3)
Φοβάμαι ότι θα μείνω στο ίδιο κλίμα, αλλά θα προσπαθήσω να κάνω την ερώτηση πιο συγκεκριμένη. Χθες ακούσαμε τον Σωκράτη Φάμελλο να λέει ότι από τη Δευτέρα, μεθαύριο, θα επιχειρήσει να ξεκινήσει και πάλι ο διάλογος, δίνοντας συνέχεια στις κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες που είδαμε τον Ιούλιο, τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τη Νέα Αριστερά, αλλά και γενικότερα. Μάλιστα, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι θα κινηθεί «χωρίς κόκκινες γραμμές». Θέλω λοιπόν να σας ρωτήσω πολύ πρακτικά: ποια θα είναι η απάντησή σας σε ένα τέτοιο κάλεσμα του Σωκράτη Φάμελλου; Και βεβαίως, δεν ξέρω αν αντιμετωπίζετε ως αντίπαλο δέος τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά θέλω και το σχόλιό σας ως παλιός συνεργάτης του, στενός στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τι πιστεύετε ότι επιχειρεί με τις δημόσιες παρεμβάσεις του; Πώς το αξιολογείτε;
Αλ. Χαρίτσης
Καταρχάς, για το ζήτημα του διαλόγου που θέσατε, θα σας απαντήσω πιο πρακτικά. Κοιτάξτε να δείτε: είπα και πριν ότι εμείς είμαστε αυτοί που ανοίξαμε το ζήτημα του Λαϊκού Μετώπου, της συνεργασίας δηλαδή αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων, ακριβώς για να υπάρξει το αντίπαλο δέος στη Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη και σε όλα όσα ζούμε σήμερα.
Όμως το ζήτημα του διαλόγου δεν είναι απλώς μια συνομιλία. Επειδή κάνουμε πολιτική και είμαστε πολιτικές δυνάμεις, δεν είμαστε γενικώς δημοσιολόγοι. Είναι ζήτημα πολιτικής πράξης, ζήτημα πολιτικής ουσίας.
Και για να είμαστε πρακτικοί, θα μιλήσουμε για τη φορολόγηση του πλούτου ως βασικό εργαλείο αναδιανομής υπέρ των εργαζόμενων τάξεων και των λαϊκών στρωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της νεολαίας. Θα μιλήσουμε για την ανάγκη πλήρους εναντίωσης στο υπέρογκο πρόγραμμα Horizon Europe, το οποίο είναι καταδικαστικό για τη χώρα μας όσον αφορά την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους. Θα μιλήσουμε για μια αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης που δεν θα αφήνει πίσω την κοινωνία, που δεν θα εξυπηρετεί μόνο μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά θα εμπλέκει τις τοπικές κοινωνίες στη διαδικασία της μετάβασης, ώστε να μην οδηγεί σε ερημοποίηση, όπως βλέπουμε σε περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία και η Ήπειρος.
Είναι κρίσιμα ερωτήματα. Δεν είναι θεωρητικά ζητήματα· είναι ζητήματα που απασχολούν σήμερα την ελληνική κοινωνία. Για παράδειγμα, μιλάμε για την ακρίβεια και την ενέργεια: θα υπάρξει δημόσιος ενεργειακός πυλώνας με επανάκτηση της ΔΕΗ από το κράτος. Θα υπάρξει δημόσιος πυλώνας στο τραπεζικό σύστημα, στις συστημικές τράπεζες, ώστε να υπάρξει έλεγχος της ροής των χρηματοδοτήσεων.
Πάνω σε αυτά θα κριθούμε. Ο διάλογος πρέπει να έχει ένα τέτοιο συγκεκριμένο και σαφές περιεχόμενο. Αυτό αφορά τόσο τη συζήτηση που είπατε με τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και με όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Εμείς δεν λειτουργούμε με αποκλεισμούς απέναντι σε κανέναν που κατανοεί την ανάγκη για ένα τέτοιο σχέδιο απέναντι στη Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αυτό αφορά, βεβαίως, και τις δημόσιες παρεμβάσεις του Αλέξη Τσίπρα, οι οποίες έχουν ενδιαφέρον. Το κρίσιμο, όμως, είναι πώς η πρόταση και η πολιτική που διαμορφώνεται θα έχει αυτές τις βασικές αιχμές που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία.
Γι’ αυτό λέμε ότι η λύση προέρχεται από την Αριστερά. Από την Αριστερά μπορεί να προκύψει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Δεν μπορεί να είναι η μετατόπιση στο κέντρο. Η λύση σε ένα θολό κέντρο, όπως έχουμε δει διεθνώς, έχει αποτύχει να προσφέρει εναλλακτική στη Δεξιά.
Άρης Κουτσιούκης (OPEN)
Κύριε Πρόεδρε, θα επιμείνω στο θέμα των συνεργασιών, γιατί καταλαβαίνω ότι υπάρχει ανάγκη για συνεργασίες και συνένωση δυνάμεων.
Θα ζητήσω λοιπόν μια πιο διευκρινιστική απάντηση: χθες, ο κ. Φάμελλος εδώ, από τη Θεσσαλονίκη, στην συνέντευξή του, χαρακτήρισε αδιανόητα τα σενάρια για δημιουργία νέου πολιτικού φορέα από τον Αλέξη Τσίπρα. Βέβαια, ο πρώην πρωθυπουργός δεν έχει διαψεύσει ακόμα αυτά που κυκλοφορούν. Εσείς, λοιπόν, συγκεκριμένα: θα συζητούσατε το ενδεχόμενο συμπόρευσης με τον κ. Τσίπρα υπό έναν νέο φορέα εκτός ΣΥΡΙΖΑ; Σας ευχαριστώ πολύ.
Αλ. Χαρίτσης
Κοιτάξτε, νομίζω ότι αυτό που πρέπει να είναι σαφές σε όλους είναι ότι το πρόσφατο παρελθόν έχει πολλά να μας διδάξει, και πολύ φοβάμαι ότι δεν έχουμε πάρει όλοι τα μαθήματά μας. Τι εννοώ με αυτό;
Το 2023 είχαμε εκλογές που οδήγησαν, από τη μία, στο περίφημο 41% της Δεξιάς, το οποίο κραδαίνει ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του στη Βουλή κάθε φορά που συζητάμε ένα νομοσχέδιο, ρωτώντας «τι θέλετε να ψήφισαν οι πολίτες;». Από την άλλη, οι εκλογές αυτές συνιστούν και μια στρατηγική ήττα της Αριστεράς. Κατά τη γνώμη μας, το μήνυμα που εκπέμφθηκε από την Αριστερά ήταν θολό. Η κατάρρευση στις λαϊκές γειτονιές και η αδυναμία εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων οδήγησαν σε αυτή τη στρατηγική ήττα.
Άρα το ζήτημα δεν είναι οι προσωπικές συνεννοήσεις – Χαρίτσης με Φάμελλο, Φάμελλος με Τσίπρα, Τσίπρας με Ανδρουλάκη – αλλά το πώς διαμορφώνεται μια πολιτική πρόταση που επανασυνδέεται με αυτά τα στρώματα, που ξέρει ποιον θέλει να εκπροσωπήσει και ποιες είναι οι βασικές της αιχμές, και πώς αυτές μπορούν να βελτιώσουν υλικά τη ζωή των ανθρώπων.
Εκεί θα μετρηθούμε όλοι. Η ουσία είναι ότι έχουμε μια κοινωνία που αυτή τη στιγμή νιώθει πλήρως απομονωμένη από το πολιτικό γίγνεσθαι, που δεν εκφράζεται και κανείς δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντά της. Και το μεγάλο στοίχημα για την Αριστερά είναι ακριβώς αυτό: να επανασυνδεθεί με τα υλικά συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας. Εκεί θα κριθούμε τελικά, και εκεί θα μπορέσει να ανασυνταχθεί, να ανασυγκροτηθεί και να ξαναγίνει πλειοψηφική Αριστερά στον τόπο μας.
Απόστολος Λυκεσσάς (Εφημερίδα των Συντακτών)
Κύριε Πρόεδρε, καλησπέρα. Θέλω να κάνω δύο παρατηρήσεις για να φτάσω στο ερώτημα γρήγορα. Αναφερθήκατε ξανά στο Λαϊκό Μέτωπο με το παράδειγμα της Γαλλίας και ασκήσατε πολύ αυστηρή κριτική στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Σήμερα στη Γαλλία, τουλάχιστον από την κυρίαρχη τάξη, κυριαρχούσε το σύνθημα «Μη γίνουμε Ελλάδα». Εσείς θέλετε να γίνουμε Γαλλία από την αντίθετη πλευρά; Θέλω να σας ρωτήσω απλά, επειδή έχετε και καλή γνώση των οικονομικών: υπάρχει περίπτωση να ξαναμπούμε σε μνημόνιο; Πάει τόσο χάλια η χώρα; Σε ποια φάση βρισκόμαστε; Και αν είμαστε σε τέτοια φάση, ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά ενός Λαϊκού Μετώπου;
Αλ. Χαρίτσης
Θα μου επιτρέψετε να κάνω δύο σχόλια απαντώντας στο ενδιαφέρον ερώτημά σας. Κατ’ αρχάς, σε σχέση με την Ελλάδα, νομίζω ότι η οικονομική πολιτική που ακολουθείται από την κυβέρνηση – το έχω πει και στη Βουλή κατ’ επανάληψη – είναι αναπαραγωγή του μοντέλου που μας οδήγησε στη χρεοκοπία του 2010, τόσο ως προς το αναπτυξιακό μοντέλο όσο και ως προς τα δημοσιονομικά μεγέθη. Πρόκειται για ένα μοντέλο που στηρίζεται στο real estate, στον τουρισμό, έχει συρρικνώσει την παραγωγική βάση και έχει υποβαθμίσει σε υπέρμετρο βαθμό τις δυνάμεις εργασίας.
Υπάρχει ρύθμιση του χρέους μέχρι το 2032, αλλά προφανώς μετά τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα, ειδικά υπό το φως του διεθνούς περιβάλλοντος.
Θέλω, επίσης, να κάνω ένα σχόλιο για τη Γαλλία, γιατί συνδέεται με αυτά που έλεγα πριν για το κέντρο. Θυμάστε ότι όταν εκλέχτηκε ο Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία, παρουσιάστηκε ως νίκη ενός μετριοπαθούς κοσμοπολίτικου κέντρου, το οποίο απέναντι στα άκρα της Δεξιάς και της Αριστεράς θα εφαρμόσει μια πολιτική που θα εκφράσει την κοινωνική πλειοψηφία.
Και είδαμε πού οδήγησε: σε μια σκληρά νεοφιλελεύθερη πολιτική, εχθρική προς τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας, και στην εκτόξευση της ακροδεξιάς. Αντίθετα, το Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς κατάφερε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στο Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν.
Ο Μακρονισμός, τελικά, είναι η προσωποποίηση της αποτυχίας αυτής της λογικής μετατόπισης προς το κέντρο, που υποτίθεται ότι θα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της κοινωνίας με πιο ήπιο τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν κοινωνική αναταραχή και πρωτοφανής πολιτική αστάθεια, με τους πρωθυπουργούς να εναλλάσσονται συνεχώς τα τελευταία δύο χρόνια.
Εκεί οδηγεί η πολιτική του κέντρου που συνενώνεται με τον νεοφιλελευθερισμό. Ευτυχώς που υπάρχει η Αριστερά, ισχυρή και στη Γαλλία, που λειτουργεί ως ανάχωμα στην ακροδεξιά.
Ανδρονίκη Ζαφειριού (ΑΝΤ1)
Πρόεδρε, καλησπέρα. Αναφέρατε πριν ότι τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ το περασμένο Σάββατο ήταν απλά ένας τρόπος να κερδίσει χρόνο. Εσείς, από τη δική σας πλευρά, τι θα θέλατε να ακούσετε ως μέτρα; Τι θα έπρεπε να είχε ανακοινωθεί για τον κόσμο, για όσα περίμενε να ακούσει ο ελληνικός λαός; Και, αντίθετα, τι πιστεύετε ότι δεν ακούστηκε;
Αλ. Χαρίτσης
Κοιτάξτε, για να το συνδέσω και με το προηγούμενο ερώτημα, γιατί νομίζω ότι αυτά τα δύο έχουν μία συνάφεια. Νομίζω ότι ο πρωθυπουργός επιβεβαίωσε αυτό που είπα και πριν στην τοποθέτησή μου, ότι εδώ η κρίση μετατρέπεται σε κανονικότητα, ότι είμαστε ουσιαστικά σε ένα διαρκές μνημόνιο για την κοινωνική πλειοψηφία, για τον κόσμο της εργασίας και για τη νεολαία, χωρίς να είμαστε τυπικά σε μνημόνιο. Αυτή είναι η πολιτική που ακολουθείται, την οποία εφαρμόζει με πολύ μεγάλη χαρά και με ένα πραγματικό σχέδιο. Εγώ δεν λέω ότι η κυβέρνηση έχει αποτύχει. Ποτέ δεν το λέω αυτό. Δεν μ’ αρέσει να λέω ότι η κυβέρνηση είναι ανεπαρκής. Η κυβέρνηση είναι πάρα πολύ καλή σε αυτό που κάνει.
Έχει ένα σχέδιο και το υλοποιεί κατά γράμμα. Ξέρει πολύ καλά τι κάνει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι λοιπόν ένα σχέδιο μνημονίου χωρίς μνημόνιο. Εγώ θα περίμενα, βέβαια, δεν είχα τέτοιες προσδοκίες από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η αλήθεια είναι, αλλά θα ήθελα μια κυβέρνηση που θα έχει μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, η οποία θα μιλήσει για την ανάγκη στήριξης των δυνάμεων της εργασίας, για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, για την αύξηση των μισθών, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η τεράστια καθίζηση του διαθέσιμου εισοδήματος, για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και για την επανίδρυση του ΕΣΥ, το οποίο αυτή τη στιγμή καταρρέει.
Για το γεγονός ότι δεν πρέπει να μπούμε σε αυτή την κούρσα των εξοπλισμών, να μειωθούν οι εξοπλιστικές δαπάνες για να εξοικονομηθούν πόροι για το κοινωνικό κράτος, για ένα άλλο φορολογικό σύστημα που θα έχει στο επίκεντρό του την ελάφρυνση των ασθενέστερων στρωμάτων και την ουσιαστική φορολόγηση του πλούτου. Εσύ μπορείς να κάνεις αναδιανομή. Εσύ μπορείς να στηρίξεις την κοινωνική πλειοψηφία, η οποία αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να βγάλει τον μήνα. Με τέτοιες πολιτικές προτάσεις, αυτό που κάνει ο κύριος Μητσοτάκης είναι δυστυχώς στον αντίποδα αυτού που εμείς και εγώ μόλις τώρα σας περιγράψαμε. Είναι μια πολιτική που έρχεται να χρησιμοποιήσει τις διαδοχικές κρίσεις ως ευκαιρία για να οξύνει τις ανισότητες, να οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του πλούτου και να τελειοποιήσει την οικονομία. Καρτέλ έχουμε, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, σε όλες τις βασικές αγορές σήμερα: στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στην ενέργεια, στις τράπεζες και στις κατασκευές. Αυτή είναι η πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Γιώργος Μπαϊραμόγλου (DNEWS)
Έχουν καταγραφεί και δημόσια οι διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της Νέας Αριστεράς σχετικά με τις στρατηγικές για τις συνεργασίες. Από τη μία, θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει ένα αδιέξοδο όσον αφορά τη συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο αδιέξοδο καταγράφεται και σε μια εν δυνάμει συνεργασία με το ΜέΡΑ25. Επιμένετε, και δικαίως, ότι πρέπει το βάρος να δοθεί σε επίπεδο περιεχομένου σε ό,τι αφορά τη συνεργασία. Ωστόσο, το αδιέξοδο είναι κάπως εμφανές. Πώς μπορείτε να το υπερβείτε; Ένα δεύτερο σκέλος: Πώς τοποθετείστε απέναντι στον κύριο Δούκα, δεδομένου ότι ο κύριος Ανδρουλάκης επιμένει σε μια αυτόνομη πορεία; Άρα, αυτό εξαιρεί τον εαυτό του από τα σενάρια συνεργασιών; Και πώς κρίνετε την έως τώρα πορεία του, σε μικρή και μεγάλη εικόνα;
Αλ. Χαρίτσης
Θα χρησιμοποιήσω ένα παλιό κλισέ: θα σας πω ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Θεωρώ ότι, ναι, βρισκόμαστε—κακά τα ψέματα—σε μια πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση, κυρίως σε μια πολύ δύσκολη κοινωνική πραγματικότητα. Από εκεί πρέπει να ξεκινάμε πάντα. Πολλές φορές το ξεχνάμε και νομίζουμε ότι όλη η πολιτική συζήτηση διεξάγεται κάπου αλλού, εκτός κοινωνίας. Από εκεί πρέπει να ξεκινάμε πάντα, αλλά ναι, υπάρχουν πολύ μεγάλες δυσκολίες. Εγώ όμως επιμένω ότι υπάρχουν ταυτόχρονα και δυνατότητες και πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι, τον τελευταίο έναν χρόνο, από όταν εμείς ανοίξαμε αυτή τη συζήτηση περί Λαϊκού Μετώπου, έχουν υπάρξει πρωτοβουλίες—κοινές πρωτοβουλίες και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, σας υπενθυμίζω την κοινή πρόταση των τεσσάρων κομμάτων για το ζήτημα της Παλαιστίνης. Σας υπενθυμίζω το μέτωπο των δυνάμεων της προοδευτικής αντιπολίτευσης για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Σας υπενθυμίζω, πολύ πρόσφατα, την κοινή στάση της αντιπολίτευσης στο ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ και τις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης—αντιθεσμική, αντικοινοβουλευτική μεθόδευση για το ζήτημα της προανακριτικής. Υπάρχουν λοιπόν πρωτοβουλίες οι οποίες έχουν αναληφθεί. Δεν είναι αρκετές, προφανώς, και κυρίως εγώ επιμένω.
Οι πρωτοβουλίες έχουν νόημα όταν έχουν ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο. Πρέπει εδώ να πω, μιας και αναφερθήκατε, ότι η στάση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ στο ζήτημα της Παλαιστίνης είναι, κατά τη γνώμη μου, ακατανόητη. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορεί να συμμετέχει και να πρωταγωνιστήσει, αν θέλετε, και το ΠΑΣΟΚ σε μια τέτοια προσπάθεια για τη συμπόρευση όσο δυνατόν περισσότερων δυνάμεων σε ένα ζήτημα που αποτελεί το ηθικό όριο της ανθρωπότητας σήμερα. Τίποτα λιγότερο από αυτό.
Και, μιας και αναφερθήκατε, θεωρώ ότι η στάση του δημάρχου Αθηναίων προχθές, μάλιστα στη Βουλή—είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε, μαζί με πρωτοβουλία του δημάρχου, τον Δήμαρχο της Βηθλεέμ από τη Δυτική Όχθη—ήταν πολύ θετική. Μας περιέγραψε όλη αυτή την αδιανόητη πραγματικότητα που βιώνουν οι Παλαιστίνιοι, όχι μόνο στη Γάζα με τη γενοκτονία, αλλά και στη Δυτική Όχθη. Το καθεστώς απαρτχάιντ, στο οποίο ζουν σήμερα, και η πρωτοβουλία του δημάρχου ήταν πολύ θετική, ιδιαίτερα απέναντι σε ένα κυβερνητικό σύστημα που τον πολεμάει. Θέλουμε η αυτοδιοίκηση να παίζει έναν τέτοιο πολιτικό ρόλο και να μην κάθεται στα αυγά της.
Θωμάς Καραδήμος (Ράδιο Θεσσαλονίκη)
Τα τελευταία 15 χρόνια, όλο και περισσότεροι νέοι σε παραγωγικές ηλικίες φεύγουν στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, το δημογραφικό τείνει να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα. Ποια είναι η πρότασή σας; Υπάρχει κάποιο σχέδιο στην Αριστερά για αυτά τα δύο προβλήματα και τι πρέπει να γίνει;
Αλ. Χαρίτσης
Έχετε απόλυτο δίκιο και χαίρομαι που ανοίγετε τέτοια ζητήματα, τα οποία είναι τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα. Πολλές φορές εγκλωβιζόμαστε σε μια μικροπολιτική συζήτηση για το ποιος θα τα βρει, με ποιον, ποιος βρίσκεται απέναντι σε ποιον. Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε για τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Αυτή τη στιγμή, όσο και αν η κυβέρνηση προσπαθεί να εξωραΐσει την πραγματικότητα, όσο και αν παρουσιάζει στη Βουλή —και το λέω μετά λόγου γνώσεως, το έχω πει και στη Βουλή— ψευδή στοιχεία, το brain drain ζει και βασιλεύει. Οι νέοι της χώρας προσπαθούν να φύγουν στο εξωτερικό.
Όσον αφορά το δημογραφικό, επειδή πολλές φορές τίθεται με όρους κινδυνολογίας ή με όρους που παραπέμπουν σε μια ακροδεξιά προσέγγιση, εγώ θα πω ότι υπάρχει τεράστιο ζήτημα με την ερημοποίηση της υπαίθρου. Υπάρχει τεράστιο ζήτημα με το γεγονός ότι ξεκίνησε η νέα σχολική χρονιά και έχουν κλείσει εκατοντάδες σχολεία στην επαρχία. Υπάρχει τεράστιο ζήτημα με τη γήρανση του πληθυσμού. Και όλα αυτά δεν είναι φυσικό φαινόμενο· είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών.
Όσον αφορά τις προτάσεις, εμείς είπαμε στη Βουλή ότι η μεγάλη ιστορική ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, για να φέρω ένα μόνο παράδειγμα όπως το έκανε η Γαλλία, θα έπρεπε να διαρθρωθεί έτσι ώστε οι πόροι να διανεμηθούν σε περιφερειακό επίπεδο και να υπάρχει διαφορετικό σχέδιο για κάθε περιφέρεια. Άλλες ανάγκες έχει η Δυτική Μακεδονία με την απολιγνιτοποίηση, άλλες τα νησιά του Αιγαίου, άλλες η Θράκη. Έπρεπε λοιπόν να υπάρχει διαφορετικό σχέδιο για κάθε περιοχή, για το πώς θα αναπτυχθούν νέες παραγωγικές δραστηριότητες και για το πώς θα μπορέσουν οι νέοι να μείνουν στον τόπο τους και να δημιουργήσουν.
Εδώ έχουμε τη μεγάλη πρόκληση της στεγαστικής κρίσης. Όπως ανέφερα και πριν, μια κυβέρνηση η οποία όχι απλώς δεν κάνει κάτι για τη στεγαστική κρίση που πλήττει κυρίως τους νέους, τα νέα ζευγάρια και τους φοιτητές, αλλά τη βαθαίνει με την πολιτική της, οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερο ράλι τιμών. Μια αγορά η οποία τείνει να γίνει φούσκα, η αγορά του real estate. Εδώ είναι ζήτημα πολιτικών επιλογών: κατά πόσο θα συγκρουστείς με τα συμφέροντα στο real estate, στον κατασκευαστικό κλάδο και σε μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, για να εξυπηρετήσεις τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Εμείς μιλήσαμε για την ανάγκη δημιουργίας Τράπεζας Κοινωνικής Κατοικίας, για τον περιορισμό του Airbnb και την κατάργησή του από νομικά πρόσωπα, και για την κατάργηση της Golden Visa. Συγκεκριμένες προτάσεις, λοιπόν, για να μπει ένα φρένο σε αυτήν τη μεγάλη στεγαστική κρίση. Και βεβαίως, επειδή ο κ. Μητσοτάκης παρουσίασε ως μεγάλη παροχή το αφορολόγητο για τους νέους μέχρι 25 ετών —20.000 ευρώ— αυτός που τους στερεί το μέλλον, πρέπει να είναι απολύτως σαφές.
Το μεγάλο φιάσκο με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και η εξαπάτηση της ελληνικής κοινωνίας —να βαφτίζονται πανεπιστήμια αίθουσες στον πρώτο όροφο της Ιπποκράτους— στερεί το μέλλον από τους νέους και τις νέες στη χώρα μας και τους ωθεί να αναζητήσουν λύση στο εξωτερικό, όπως έγινε και το 2010 με τη μεγάλη κρίση.
Είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα, το οποίο θα ανοίξουμε με πραγματικούς όρους στο επόμενο προγραμματικό συνέδριο της Νέας Αριστεράς, τον επόμενο μήνα. Θα το συνδέσουμε με τη μετανάστευση, που μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τρόπο αναζωογόνησης της υπαίθρου και στήριξης των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες αυτή τη στιγμή απειλούνται με ερημοποίηση.
Βαγγέλης Στολάκης (Μακεδονία της Κυριακής)
Κύριε Πρόεδρε, καλησπέρα. Από τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2015–2019 έχουν προκύψει, αν μετράω σωστά, έξι κόμματα, και φημολογείται ένα έβδομο, υπό τον κ. Τσίπρα. Των κομμάτων αυτών ηγούνται πρωτοκλασάτα στελέχη της περιόδου εκείνης. Πού αποδίδετε εσείς αυτόν τον κατακερματισμό; Και θέλω να ρωτήσω: μήπως τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν απλώς ένας συγκολλητικός φορέας διαφορετικών και ασύμβατων στρατηγικών και προσώπων, που απλώς στην πορεία διαλύθηκε;
Αλ. Χαρίτσης
Καταρχάς, επιτρέψτε μου να πω ότι, κατά τη γνώμη μου, ο κατακερματισμός στον οποίο αναφερθήκατε δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα. Η αιτία είναι ακριβώς η στρατηγική ήττα της Αριστεράς το 2023. Η αιτία είναι το γεγονός ότι το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπεται, αυτό το θολό μήνυμα προς το κέντρο, αποξένωσε τα λαϊκά στρώματα. Η αιτία είναι επίσης η εξασθένιση των συλλογικών και δημοκρατικών διαδικασιών, που οδήγησε σε φαινόμενα ευτελισμού και απαξίωσης, όπως είδαμε με την περίπτωση Κασελάκη του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2023. Αυτά είναι που οδήγησαν στον κατακερματισμό.
Εγώ θεωρώ ότι βρισκόμαστε τώρα σε μια φάση ανασυγκρότησης, σε μια φάση ανασύνθεσης. Και αυτό είναι ζητούμενο, όχι μόνο για την ίδια την Αριστερά, αλλά και για την ελληνική κοινωνία: να ξαναϋπάρξει μια ισχυρή Αριστερά στον τόπο μας. Μια Αριστερά που θα ξέρει ποιους θέλει να εκπροσωπήσει, που θα λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, χωρίς να στρογγυλεύει την πολύ δύσκολη πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε. Μια Αριστερά που θα μπορέσει να αντιπαρατεθεί με πειστικό και αξιόπιστο τρόπο στην επελαύνουσα Δεξιά.
Αυτός είναι ο στόχος, και γι’ αυτό θέλουμε να παλέψουμε. Όχι μόνοι μας—κανένας δεν μπορεί μόνος του—αλλά με ένα πολιτικό πρόγραμμα και μια πολιτική πρόταση που θα ξαναφέρει την Αριστερά πρωταγωνιστή στις πολιτικές εξελίξεις στον τόπο μας.
Σπύρος Ραπανάκης (Rosa)
Το περιεχόμενο και οι προγραμματικές συγκλίσεις δεν αφορούν προφανώς μόνο τα οικονομικά ζητήματα. Εκεί, φαντάζομαι, όλα τα κόμματα του προοδευτικού ευρύτερου χώρου έχουν κοινές διαπιστώσεις και, λίγο πολύ, κοινές θέσεις και συγκλίνουσες προτάσεις. Θα πάω σε ένα άλλο ζήτημα και κάνω προκαταβολικά το ερώτημα αν αυτό μπορεί να αποτελέσει μια κόκκινη γραμμή στο θέμα της προγραμματικής συνεργασίας και σύγκλισης. Πρόκειται για το ζήτημα του προσφυγικού–μεταναστευτικού. Από την ανάληψη του υπουργείου από τον κύριο Πλεύρη, η Ελλάδα έχει εφαρμόσει μια πολύ σκληρή, στην ουσία της, ακροδεξιά πολιτική στο προσφυγικό. Κορωνίδα ήταν το πάγωμα του ασύλου για ένα τρίμηνο, που δέχτηκε πολλές κριτικές. Υπήρχε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κ.ά. Ο κύριος Πλεύρης απαντά ότι είναι σεβαστές οι δικαστικές αποφάσεις, αλλά τα δικαστήρια δεν κάνουν πολιτική, ούτε οι ΜΚΟ. Ο κύριος Μητσοτάκης, πριν από μια βδομάδα στη Θεσσαλονίκη, έκανε λόγο για μια αυστηρή αλλά δίκαιη πολιτική. Το ερώτημα λοιπόν είναι: ποια είναι η δική σας θέση στο προσφυγικό–μεταναστευτικό; Μπορεί να υπάρξει μια άλλη πολιτική στο γενικότερο ευρωπαϊκό πλαίσιο; Και αποτελεί η δική σας θέση μια κόκκινη γραμμή στο θέμα των συνεργασιών με τις άλλες δυνάμεις του όμορου χώρου;
Αλ. Χαρίτσης
Ο κύριος Πλεύρης μπορεί σήμερα να ζει τον μύθο του, γιατί ο Μητσοτάκης του έχει δώσει το ελευθέρας να εφαρμόσει την πιο ακροδεξιά πολιτική που ασκείται σήμερα στο μεταναστευτικό στην Ευρώπη. Και δεν το λέω τυχαία αυτό. Γίνονται, τα μαθαίνουμε, σύνοδοι, υπουργικές σύνοδοι για το ζήτημα της μετανάστευσης, και η Ελλάδα είναι αυτή που σήμερα κρατάει την πιο σκληρή αντιμεταναστευτική στάση.
Χθες, το είπα σε μια συνέντευξή μου: περιόδευσα στα περίπτερα της ΔΕΘ, πέρασα από το περίπτερο του υπουργείου Μετανάστευσης και είδα να προβάλλονται σλόγκαν στα video wall, δηλώσεις του κυρίου Μητσοτάκη και του κυρίου Πλεύρη, οι οποίες, όταν τις βλέπεις μπροστά σου, συνειδητοποιείς πόσο ανατριχιαστικές είναι, παραπέμποντας σε έναν ευθέως ακροδεξιό λόγο. Εκεί έχουμε φτάσει σήμερα.
Να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας: ναι, προφανώς για εμάς είναι κόκκινη γραμμή. Θεωρούμε ότι η Αριστερά και ο προοδευτικός χώρος συνολικότερα πρέπει να μιλήσουν με ευθύτητα και παρρησία για το μεταναστευτικό. Πρέπει να το θέσουν με όρους κράτους δικαίου, σεβασμού των δικαιωμάτων όλων των πολιτών και όλων των ανθρώπων – μεταναστών και προσφύγων.
Και πρέπει να το συνδέσουν με τη μεγάλη συζήτηση που γίνεται για το αναπτυξιακό μέλλον της χώρας μας και για την οικονομία, αυτά που είπαμε πριν σχετικά με την ύπαιθρο, την ερημοποίηση και το δημογραφικό. Είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα και ελπίζω ότι όλες οι προοδευτικές δυνάμεις θα έχουν μια πάρα πολύ καθαρή θέση απέναντι σε αυτό.
Αυτό το ζήτημα δημιουργεί μια διαιρετική τομή, πάρα πολύ ισχυρή διεθνώς. Επιτρέψτε μου και ένα τελευταίο σχόλιο: όσες δυνάμεις, προερχόμενες από την Αριστερά, προσπάθησαν να θολώσουν το μήνυμά τους σε αυτό το ζήτημα, όπως στη Γερμανία με το γνωστό κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτ, οδηγήθηκαν τελικά σε πλήρη αποτυχία. Ο ρόλος της Αριστεράς είναι ακριβώς να θέσει το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις και να απαντήσει με ευθύτητα και πολιτικό θάρρος απέναντι στην προσβλητική και προκλητική επελαύνουσα ακροδεξιά ρητορική.
Σάββας Γουλόπουλος (Newsbeast)
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Καραμέρος, από το στούντιο του Newbeast, μας είπε ότι τα κόμματα του προοδευτικού τόξου θα κριθούν στις επόμενες δημοσκοπήσεις και όχι στις επόμενες εθνικές εκλογές, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρέπει να υπάρξει μια μεγάλη προοδευτική παράταξη υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, με βάση και τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι δεν πιάνετε το όριο για είσοδο στη Βουλή. Πιστεύετε ότι έχετε κριθεί; Και δεύτερον, πού τοποθετείστε πολιτικά: αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ή αριστερά του ΠΑΣΟΚ;
Aλ. Χαρίτσης
Αυτή η προσπάθεια τοποθέτησης με όρους πολιτικής γεωγραφίας, νομίζω, δεν έχει πολύ νόημα. Τοποθετούμαστε στην Αριστερά, και αυτό έχει να κάνει με το περιεχόμενο της πολιτικής μας πρότασης. Δεν είναι ζήτημα ιδεοληψίας, ούτε αφορά μόνο ταυτοτική εκπροσώπηση. Έχει να κάνει με τις πολιτικές που προτείνει η ελληνική κοινωνία σήμερα.
Νομίζω ότι ήμουν πολύ αναλυτικός πριν στο ποιες είναι αυτές οι πολιτικές και γιατί πρέπει να έχουν σαφές πολιτικό στίγμα και περιεχόμενο. Από κει και πέρα, προφανώς βλέπουμε και τις δημοσκοπήσεις. Υπάρχει αυτή τη στιγμή μια συνολική απαξίωση του χώρου της Αριστεράς, κάτι που μας ανησυχεί και δημιουργεί εύλογη αγωνία. Παρ’ όλα αυτά, δουλεύουμε πάνω σε αυτό και προσπαθούμε ώστε η Αριστερά στη χώρα μας να ξαναγίνει αξιόπιστη και να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Σε αυτή την κατεύθυνση θέλουμε να συνεργαστούμε και με άλλους και άλλες. Δεν διεκδικούμε το αλάθητο, ούτε θεωρούμε ότι στις σημερινές συνθήκες μπορεί κανείς να περιχαρακώνει την πολιτική του παρέμβαση. Αυτός είναι ο στόχος της Νέας Αριστεράς και έτσι θα προχωρήσουμε στο άμεσο μέλλον.
Κώστας Κεχαγιάς (voria)
Καλησπέρα σας. Θα ήθελα να σας ρωτήσω σχετικά με την αποχή των πολιτών από τις εκλογές. Αρχικά, θα ήθελα να μου πείτε πού την αποδίδετε, την αποστασιοποίηση αυτού του κόσμου και ειδικότερα των νέων από τα κόμματα. Ειδικότερα, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποια είναι τα αίτια για τα οποία τα κόμματα της Αριστεράς δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να μπορούν να προσελκύσουν τους νέους, οι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι από τις κυβερνητικές πολιτικές.
Αλ. Χαρίτσης
Πολύ ωραίο ερώτημα. Σας ευχαριστώ πολύ, ειλικρινά, γιατί αυτό είναι κάτι που μας απασχολεί και με απασχολεί πάρα πολύ. Το ζήτημα αυτής της αποστασιοποίησης, που λέτε, το ανέφερα και χθες σε μια εκδήλωση που οργανώσαμε ως Νέα Αριστερά εδώ στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη γνώμη μου, είναι τεράστιο ζήτημα το πώς αυτή τη στιγμή έχουμε ένα πολιτικό σύστημα και ένα πολιτικό-δημοσιογραφικό σύμπλεγμα που ασχολείται με την τρέχουσα πολιτική καθημερινότητα, ενώ η κοινωνία μένει απομακρυσμένη, και η απόσταση μεταξύ των δύο κόσμων ολοένα και διευρύνεται.
Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα, ειδικά για τις δυνάμεις της Αριστεράς. Γιατί και αυτό ακόμα είναι νίκη της Δεξιάς. Είναι νίκη της Δεξιάς να θεωρεί η κοινωνία ότι η πολιτική δεν μπορεί να της αλλάξει τη ζωή. Είναι νίκη της Δεξιάς να θεωρούν οι νέοι άνθρωποι ότι όποιος κι αν είναι στα πράγματα, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση, όποιοι κι αν είναι οι πολιτικοί συσχετισμοί, η καθημερινότητά τους θα παραμένει ζοφερή, όπως είναι σήμερα. Εδώ, λοιπόν, είναι τεράστια η ευθύνη των δυνάμεων της Αριστεράς, και αυτό είναι διεθνές φαινόμενο.
Δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα έχουμε και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η στρατηγική του 2023, ο ευτελισμός και ο κατακερματισμός, κ.ά. Αλλά είναι ένα φαινόμενο στο οποίο μπορείς να απαντήσεις με έναν και μόνο τρόπο: να πεις τα πράγματα με το όνομά τους και να μιλήσεις με τη γλώσσα που θέλουν να ακουστούν τα κοινωνικά στρώματα που θέλεις να εκπροσωπήσεις. Πρέπει να μιλήσεις στον άνθρωπο που αυτή τη στιγμή ζορίζεται να πληρώσει το νοίκι του και να του πεις ότι υπάρχει άλλος δρόμος. Μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος αν μπει πλαφόν στα ενοίκια. Πρέπει να μιλήσεις στον άνθρωπο που πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ και βλέπει ότι σε σχέση με πριν τρία χρόνια πληρώνει διπλάσια για τα ίδια βασικά είδη διατροφής για την οικογένειά του, και να του πεις ότι αν δεν σπάσει το καρτέλ στα σούπερ μάρκετ, δεν θα μειωθούν οι τιμές. Πρέπει να μιλήσεις στον νέο άνθρωπο, ο οποίος αυτή τη στιγμή δεν βλέπει καμία προοπτική, και η κυβέρνηση του λέει: «Μην πας στη Νομική Κομοτηνής, γιατί είναι μακριά και η οικογένειά σου δεν μπορεί να αντεπεξέλθει». Πρέπει να του πεις ότι μπορεί να πάει στο δημόσιο πανεπιστήμιο και ότι η στήριξη του δημόσιου πανεπιστημίου, μαζί με πολιτικές που διασφαλίζουν στέγη και ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα της οικογένειάς του, είναι το μέλλον αυτής της χώρας.
Πρέπει να μιλήσεις στους ανθρώπους για τα πραγματικά τους προβλήματα με πραγματικούς όρους. Αυτή είναι η δουλειά της Αριστεράς, και αυτή είναι η δουλειά και της Νέας Αριστεράς. Και το λέω αυτοκριτικά: πρέπει να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι σε αυτά που λέμε, να μιλήσουμε συγκεκριμένα στους ανθρώπους που μας ενδιαφέρουν και να τους εντάξουμε στις γραμμές μας, δουλεύοντας μαζί τους. Δεν πρόκειται μόνο για εκπροσώπηση. Δεν είμαστε κάποιοι πεφωτισμένοι που θα εκπροσωπήσουμε την κοινωνία. Η ίδια η κοινωνία πρέπει να ενεργοποιηθεί και να συμμετάσχει στη διαδικασία.
Αυτό είναι, για μένα, το βασικό στοίχημα αυτής της περιόδου. Μια κοινωνία που αποστασιοποιείται και δεν συμμετέχει στα πολιτικά πράγματα δεν μπορεί να στηρίξει μια ισχυρή Αριστερά. Η κοινωνία πρέπει να είναι παρούσα, ενεργή και δραστήρια, πρωταγωνίστρια σε αυτή την προσπάθεια.
Ευτυχία Βατάλη (The Opinion)
Πριν λίγες μέρες ακούσαμε εδώ, από τη Θεσσαλονίκη, τον πρωθυπουργό να προχωρά σε αλλαγή σχεδίων για την ανάπλαση της σημερινής έκτασης της ΔΕΘ. Φεύγουν το ξενοδοχείο και το εμπορικό κέντρο. Μιλάμε πλέον για ένα εκθεσιακό κέντρο και για την ανάπλαση, την ανακατασκευή του Βελλίδειου Συνεδριακού Κέντρου. Την ίδια ώρα, υπάρχει σε εξέλιξη συγκέντρωση υπογραφών: 20.000 υπογραφές πολιτών έχουν ήδη μαζευτεί, ζητώντας ένα μεγάλο, μητροπολιτικό —καθαρό να το πω έτσι— Μητροπολιτικό Πάρκο. Θεωρείτε ότι αυτή η αλλαγή σχεδίων αποτελεί νίκη των κινημάτων ή πρόκειται για απροθυμία επενδυτική στο προηγούμενο πρότζεκτ;
Aλ. Χαρίτσης
Θα προσπαθήσω να το συνδέσω με το προηγούμενο ερώτημα του συναδέλφου σας, γιατί νομίζω ότι συνδέονται και έχει ενδιαφέρον να τα δούμε μαζί. Κοιτάξτε, είπαμε πριν ότι η κοινωνία είναι αποστασιοποιημένη. Και εδώ, στη Θεσσαλονίκη, βλέπουμε μια εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Είδαμε πολίτες, χωρίς κομματική καθοδήγηση, να ενεργοποιούνται, να κινητοποιούνται, να ενώνουν δυνάμεις —ακόμα και πολίτες που προέρχονταν από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους ή δεν είχαν κάποια πολιτική ένταξη— και να διαμορφώνουν ένα κίνημα. Ένα κίνημα το οποίο διεκδικεί τα αυτονόητα: καλύτερη ποιότητα ζωής στην πόλη τους, πράσινο, ελεύθερους δημόσιους χώρους. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό που συμβαίνει εδώ στη Θεσσαλονίκη.
Βεβαίως, η αναδίπλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει να κάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό και με την πίεση που άσκησε και συνεχίζει να ασκεί αυτό το κίνημα. Άρα, κάθε μικρή νίκη ενός τέτοιου κινήματος είναι τελικά και μια μεγάλη νίκη για την ενεργοποίηση της κοινωνίας και τη διεκδίκηση του δίκιου της. Θα ήθελα αυτή η ιστορία να φτάσει μέχρι τέλους και να γίνει δημοψήφισμα, ώστε οι ίδιοι οι πολίτες της Θεσσαλονίκης να αποφασίσουν πώς θέλουν να διαμορφωθεί ο χώρος της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Είναι δημοκρατία στην πράξη αυτό που συμβαίνει και, βεβαίως, εμείς στηρίζουμε αυτή την προσπάθεια.
Χρήστος Αβραμίδης (Jacobin)
Καλησπέρα σας. Δηλώσατε χθες ότι η λύση είναι μια Αριστερά που θα λέει τα πράγματα με το όνομά τους, αλλιώς ο κόσμος οδηγείται σπίτι του. Αυτό θα σας ζητήσουμε να κάνετε και εσείς. Θα μας επιτρέψετε να σας κάνουμε την ίδια ερώτηση που κάναμε και στον κ. Φάμελλο, ακριβώς επειδή είναι κρίσιμο το ερώτημα για το αν ένα κόμμα είναι αριστερό ή όχι, αλλά κυρίως επειδή είναι κρίσιμο για τη μοίρα των ανθρώπων που ζουν σε αυτή τη χώρα. Όπως γνωρίζετε, λιμάνια, τρένα, αεροδρόμια, ενέργεια και τηλεπικοινωνίες έχουν ξεπουληθεί, και ζούμε σε έναν τόπο που, νομίζω, θα αποτελούσε φαντασίωση της Θάτσερ αν ζούσε. Η Νέα Αριστερά θέτει στόχο να επιστρέψουν τα παραπάνω στο Δημόσιο;
Αλ. Χαρίτσης
Κύριε Αβραμίδη, νομίζω ότι το είπα και πριν στην τοποθέτησή μου και έδωσα και δύο πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα. Ναι, πρέπει να επανέλθουν στο δημόσιο βασικές υποδομές και βασικοί, αν θέλετε, πυλώνες χάραξης εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, με όρους προστασίας των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Το πρώτο παράδειγμα αφορά την ενέργεια, ένα κομβικό ζήτημα, και ειδικότερα τον ρόλο του κράτους και της ΔΕΗ. Την προηγούμενη εβδομάδα, παρενθετικά, υπέβαλα επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή προς τον Υπουργό Ενέργειας για το ζήτημα του ΔΕΔΔΗΕ, ο οποίος κατά 49% έχει ιδιωτικοποιηθεί και δεν παρέχει κανέναν απολογισμό για τις επιπτώσεις που έχει στο ζήτημα των πυρκαγιών. Το δίκτυο δεν έχει συντηρηθεί επαρκώς, δεν έχει υπογειοποίηση, και ο Διαχειριστής Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας δεν ανταποκρίνεται σε βασικές του υποχρεώσεις. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης, καθώς ο ιδιώτης δεν νιώθει υπόλογος απέναντι στην κοινωνία για το τι έχει ή δεν έχει κάνει σε σχέση με τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Το δεύτερο κομβικό ζήτημα είναι το τραπεζικό σύστημα. Αν δεν υπάρξει ισχυρή δημόσια παρουσία, δεν μπορούμε να μιλάμε για διαφορετική πολιτική χρηματοδοτήσεων, για στήριξη των μικρομεσαίων ή για ενίσχυση των εργαζόμενων και των δυνάμεων της εργασίας. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει αντιστροφή αυτής της πορείας ιδιωτικοποίησης, αντιστροφή της εκποίησης σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα βασικών πυλώνων της ελληνικής οικονομίας.
Χρήστος Αβραμίδης (Jacobin)
Μια διευκρινιστική ερώτηση: αναφέρετε ότι η ΔΕΗ, τα τρένα και ενδεχομένως ένα μέρος του τραπεζικού τομέα θα πρέπει να παραμείνουν δημόσια, κάτι που αποτελεί μετατόπιση του κόμματος σε σχέση με την αρχική του θέση και πιθανότατα θετική μετατόπιση, με βάση και τα αιτήματα του κόσμου στους δρόμους. Θέλουμε να σας ρωτήσουμε το εξής: αν αυτά τα βασικά δίκτυα και υπηρεσίες παραμείνουν δημόσια γιατί, αντίθετα, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια και οι τηλεπικοινωνίες να ανήκουν σε ιδιώτες; Η Νέα Αριστερά μιλάει για κρατικοποίηση/εθνικοποίηση;
Και σε περίπτωση πιθανής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ ή με ένα κόμμα υπό τον Αλέξη Τσίπρα, είναι αυτά τα ζητήματα κόκκινες γραμμές; Δηλαδή, αν το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέτουν θέμα δημόσιου σιδηρόδρομου ή δημόσιας ΔΕΗ, θα συνεχίσετε να συμμαχήσετε μαζί τους;
Αλ. Χαρίτσης
Για το σιδηρόδρομο, συγκεκριμένα, επειδή είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει την ελληνική κοινωνία περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τα τελευταία δύο χρόνια λόγω της τραγικότητας των Τεμπών, έχω πει και στη Βουλή ότι έχουμε δεσμευτεί γι’ αυτό. Μιλάμε για έναν δημόσιο ενιαίο φορέα σιδηροδρόμων. Από κει και πέρα, βεβαίως, η κατεύθυνση πρέπει να αφορά και όλους τους άλλους τομείς που αναφέρατε. Κατά τη γνώμη μου, το δημόσιο, το κράτος, με όρους αξιοπιστίας, αποτελεσματικότητας και προστασίας των συμφερόντων της κοινωνίας, πρέπει να ανακτήσει τον έλεγχο των πολύ βασικών υποδομών.
Αυτό ισχύει για το σύνολο των βασικών υποδομών και πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας μας. Επέλεξα, όμως, να σταθώ στα πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα που σας ανέφερα, γιατί θεωρώ ότι είναι εμβληματικά και δείχνουν την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθηθεί.
Είναι ζητήματα κρίσιμης σημασίας, στρατηγικής αξίας. Είναι ζητήματα στα οποία η Αριστερά και οι δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές πρέπει να έχουν μια πάρα πολύ σαφή θέση και να διδαχθούν από το παρελθόν. Οπότε, ναι, είναι ζητήματα στρατηγικά για εμάς και αποτελούν κόκκινες γραμμές.
Γιάννης Συμεωνίδης (politic)
Στη σημερινή σας τοποθέτηση αναφερθήκατε πολλές φορές στην Αριστερά και τοποθετήσατε εκεί και το κόμμα σας. Ωστόσο, κανείς δεν προέρχεται από παρθενογένεση, έτσι δεν είναι; Ήσασταν υπουργός μιας κυβέρνησης που υλοποίησε το τρίτο μνημόνιο, τον εφαρμοσμένο νεοφιλελευθερισμό και το δίκαιο της ανάγκης, όπως μπορεί να ισχυριστεί κάποιος. Από την άλλη, άλλος μπορεί να πει ότι κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν να κυβερνά και ότι το TINA δεν είναι και πολύ αριστερό· είναι μάλλον κεντρώο και νεοφιλελεύθερο. Την ίδια ώρα, ενώ έχετε αποχωρήσει από ένα κόμμα στο οποίο ήσασταν ενεργό μέλος και κορυφαίο στέλεχος, όταν αυτό αποφάσισε τη διεύρυνσή του στο προοδευτικό κέντρο, συνεχίζετε να μιλάτε για Λαϊκό Μέτωπο. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να συμπεριλαμβάνει και το συγκεκριμένο κόμμα, το οποίο, με συνεδριακή του απόφαση, έχει μετατοπιστεί στο προοδευτικό κέντρο· όπως γνωρίζουμε, το ΠΑΣΟΚ ανήκει στην Κεντροαριστερά και το Κίνημα Δημοκρατίας προφανώς επίσης. Από την άλλη, υπάρχουν κόμματα που δεν έχουν ψηφίσει ή στηρίξει μνημόνια, όπως το ΜέΡΑ25 και η Πλεύση Ελευθερίας, τα οποία στις δημοσκοπήσεις τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα από εσάς. Επομένως, δεν έχουν λόγο να συμμαχήσουν με ένα κόμμα που εμφανίζει δημοσκοπική αδυναμία. Θέλω να πω, πώς γίνεται σήμερα να μιλάτε για Λαϊκό Μέτωπο, όταν έχετε διασπάσει ένα κόμμα που ανήκε στο προοδευτικό κέντρο και, ακόμα και με τη μετατόπιση του στο κέντρο, θεωρείται δεξιά; Πώς περιμένετε οι δικές σας πολιτικές να αποκτήσουν κοινωνική πλειοψηφία και να δώσουν απάντηση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές;
Αλ. Χαρίτσης
Κύριε Συμεωνίδη, καταρχάς, δεν μιλάμε σήμερα για Λαϊκό Μέτωπο χωρίς λόγο. Το λέμε εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, και όχι επειδή μας ήρθε μια ωραία ιδέα· το λέμε γιατί ανταποκρίνεται σε μια βαθιά κοινωνική ανάγκη. Το λέει η κοινωνία: χρειάζεται μια πειστική εναλλακτική απέναντι στον ζόφο που βιώνουμε σήμερα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Δεν αποχωρήσαμε από το κόμμα όπως υπονοείτε· αποχωρήσαμε για να κάνουμε μια πράξη διάσωσης της αξιοπρέπειας της Αριστεράς και μιας ολόκληρης παράταξης απέναντι στον ευτελισμό και στην αντιπολιτική, απέναντι σε μια πολιτική λογική ξένη προς τις παραδόσεις, τις αξίες και τις αρχές της Αριστεράς.
Όσον αφορά συγκεκριμένες δυνάμεις όπως το ΜέΡΑ25 ή η Πλεύση Ελευθερίας, έχουμε καταστήσει σαφές – και είναι και συνεδριακή μας απόφαση – ότι απευθυνόμαστε σε δυνάμεις που σημαίνουν μέτωπο. Μέτωπο δεν είναι μόνο το κόμμα σου· μέτωπο σημαίνει συνένωση δυνάμεων και συνεργασία και με άλλους που δεν ανήκουν στο κόμμα σου.
Μιλάμε λοιπόν για δυνάμεις που εκτείνονται από τη ριζοσπαστική Αριστερά μέχρι την αριστερή σοσιαλδημοκρατία, καθώς και για τις δυνάμεις της πολιτικής οικολογίας. Το μείζον αυτή τη στιγμή, αν οι δυνάμεις αυτές το αντιλαμβάνονται, είναι να μην υπάρξει τρίτη ευκαιρία για τη Δεξιά του Μητσοτάκη, και η απάντηση να έρθει από την Αριστερά με τρόπο ευθέως αντιπαραθετικό στο σημερινό πολιτικό πλαίσιο. Εκεί θα κριθούμε όλοι, αν εννοούμε όσα λέμε και τα μετατρέπουμε σε πολιτική πράξη.
Η Νέα Αριστερά, κατά τη γνώμη μου, είναι εξαιρετικά χρήσιμη γιατί πολιτικοποιεί τη συζήτηση και δίνει ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο, χωρίς να περιορίζεται σε παραπολιτικές διαρροές ή στον ευτελισμό της πολιτικής. Η πολιτική μετράει και αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων – προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, όπως βλέπουμε σήμερα.
Εμείς θέλουμε να παρέμβουμε σε αυτό το επίπεδο και καλούμε όλες τις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς σε μια ειλικρινή συζήτηση για το μέλλον ενός ολόκληρου χώρου, που η ελληνική κοινωνία έχει σήμερα απόλυτη ανάγκη.
Χρήστος Τσούτσης (Δημοκρατική Φωνή - Prisma Radio)
Τα περιφερειακά πανεπιστημιακά τμήματα υποβαθμίζονται. Στην Ήπειρο, και πιο συγκεκριμένα στην Πρέβεζα, καταργείται το μεταπτυχιακό του τμήματος Λογιστικής, ενώ με απόφαση της Συγκλήτου και με στήριξη της κυβέρνησης προωθείται η μεταφορά ολόκληρου του τμήματος στα Ιωάννινα. Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στην Άρτα, στον τομέα της υποβάθμισης, παρότι μιλάμε για τμήματα με ουσιαστική προσφορά και αναπτυξιακή προοπτική για τον τόπο. Πώς τοποθετείται η Νέα Αριστερά απέναντι στην αποδυνάμωση της περιφερειακής ανώτατης εκπαίδευσης και την ταυτόχρονη ενίσχυση των ιδιωτικών κολεγίων; Και, αν μπορείτε, παρακαλώ να μας κάνετε ένα σχόλιο, γιατί αναφερθήκατε πολλές φορές στην Παλαιστίνη. Σε λίγες ώρες φεύγει ένα καράβι από το λιμάνι της Σύρου για να ενωθεί με μια ανθρωπιστική αποστολή και για ένα ταξίδι ανθρωπιάς. Το κόμμα σας συμμετέχει σε αυτήν την αποστολή. Σε τυχόν παρέμβαση του κράτους του Ισραήλ, έχετε σκεφτεί κάποιες πρωτοβουλίες που μπορείτε να πάρετε; Ευχαριστώ πολύ.
Αλ. Χαρίτσης
Ξεκινώντας με το τελευταίο, ναι, το κόμμα μας στηρίζει προφανώς το Global Sumud Flotilla, αυτόν τον διεθνή στόλο αλληλεγγύης που πλέει σήμερα στα νερά της Μεσογείου με κατεύθυνση τη Γάζα. Στο ελληνικό πλοίο συμμετέχει η γραμματέας της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας, η Πέτη Πέρκα, η μόνη εκπρόσωπος του ελληνικού Κοινοβουλίου σε αυτή την αποστολή. Και αυτό είναι κάτι για το οποίο είμαστε περήφανοι. Πρέπει να σας πω, μιας και το αναφέρατε, ότι ήδη έχουμε, και έχω προσωπικά, ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ασφαλής διέλευση των πλοίων και να μην υπάρξει κανένα ζήτημα ως προς τη σωματική ακεραιότητα των επιβαινόντων. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ευθύνη να το διασφαλίσει αυτό για όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες πολίτες που συμμετέχουν σε αυτήν την αποστολή.
Τώρα, για το πρώτο ερώτημα που θέσατε, θα το θέσω λίγο ευρύτερα. Αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα, όπως είπα και πριν, είναι μια πλήρης ερημοποίηση της υπαίθρου. Και βεβαίως, το ζήτημα του πώς η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μέρος αυτής της πολιτικής, που οδηγεί στην ερημοποίηση.
Προηγουμένως ανέφερα το παράδειγμα της αρμόδιας υπουργού Παιδείας, με την απίστευτη δήλωση ότι «μην πάτε στη Νομική Κομοτηνής, είναι μακριά, είναι ακριβά. Πηγαίνετε στο πανεπιστήμιο της γειτονιάς σας, στο κέντρο της Αθήνας». Αυτή ακριβώς η λογική οδηγεί στην πλήρη αποδυνάμωση των περιφερειακών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και ευνοεί την ανάπτυξη των ιδιωτικών κολεγίων, τα οποία, βεβαίως, δεν θα λειτουργήσουν στην Πρέβεζα ή στην Άρτα, καθώς η πελατεία τους βρίσκεται στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.
Έτσι, σήμερα βλέπουμε κολέγια αμφίβολης, για να μην πω χειρότερης, ποιότητας να βαφτίζονται πανεπιστήμια μέσα σε μία νύχτα, χωρίς προγράμματα σπουδών, χωρίς διδάσκοντες και χωρίς αξιολόγηση του εκπαιδευτικού τους έργου. Αυτή είναι η αντίληψη της κυβέρνησης για την αξιολόγηση, όταν τη συμφέρει.
Προσωπικά, ως άτομο που προέρχεται από την περιφέρεια, γνωρίζω πολύ καλά τι σημαίνει για μια τοπική κοινωνία η ύπαρξη ενός πανεπιστημίου: πόση οικονομική, αναπτυξιακή και πολιτισμική ώθηση μπορεί να δώσει.
Είναι ένα ζήτημα που πρέπει να δούμε συνολικά, στο πλαίσιο ενός άλλου σχεδιασμού, ο οποίος θα στηρίζει το δημόσιο πανεπιστήμιο και θα του δίνει τη δυνατότητα να εκφραστεί και να συνδεθεί με τις τοπικές κοινωνίες μέσω των περιφερειακών ιδρυμάτων, αντί να κλείνει το ένα τμήμα μετά το άλλο σε όλη την περιφέρεια, ευνοώντας παράλληλα τη δημιουργία ολοένα και περισσότερων ιδιωτικών κολεγίων.
Δήμητρα Μάκρη (Διον Τηλεόραση)
Θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση, η οποία είναι και εσωτερική και εξωτερική. Αναφερθήκατε και στην τοποθέτησή σας για το μεταναστευτικό και τη σκληρή στάση που έχουμε ως Ελλάδα και για το πρόγραμμα, το οποίο όμως είναι επίσης ευρωπαϊκό και, στην ουσία, σε αυτό μπορεί να πρωτοστατούμε σε κάποια σημεία, αλλά ακολουθούμε την ευρωπαϊκή πολιτική που ασκείται. Και θα ήθελα να ρωτήσω αν είναι μέσα, αν σας φοβίζει ή αν σας τρομάζει η νέα κατεύθυνση που φαίνεται πως παίρνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως σε ό,τι αφορά το ουκρανικό, που είναι σαν να συρόμαστε προς κάτι το οποίο δεν είναι και τόσο δεδομένο.
Αλ. Χαρίτσης
Έχετε απόλυτο δίκιο που χρησιμοποιήσατε αυτή τη λέξη. Το ρήμα «συρόμαστε» όντως αποδίδει ότι η χώρα μας, μαζί και με άλλες χώρες, κινείται σε μια πολιτική η οποία είναι ξένη και εχθρική προς τα συμφέροντά μας και προς τα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Το ζήτημα της ειρήνης επανέρχεται ως κεντρικό ζήτημα, κατά τη γνώμη μου, και ως μια πολύ μεγάλη διαιρετική τομή αυτή τη στιγμή διεθνώς. Επιτρέψτε μου, όμως, να πω ότι και τα πράγματα στην Ευρώπη δεν είναι δεδομένα. Είναι δυναμικά. Δηλαδή, ναι, υπάρχει άνοδος της ακροδεξιάς. Κακά τα ψέματα, υπάρχει μια κυρίαρχη πολιτική αυτή τη στιγμή στην Κομισιόν, η οποία, ακριβώς επειδή κλείνει το μάτι στην ακροδεξιά, γίνεται ολοένα και πιο σκληρή στο μεταναστευτικό και στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τους εξοπλισμούς και την πολεμική βιομηχανία. Υπάρχουν, όμως, και τα αντιπαραδείγματα αυτά, όπως η κυβέρνηση Σοσιαλιστών και Αριστεράς στην Ισπανία, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η κυβέρνηση Σάντσεθ αρνήθηκε να φτάσει στον στόχο του 5% των δαπανών του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες. Είναι ακριβώς το αντιπαράδειγμα του πώς μπορεί να ασκηθεί μια διαφορετική πολιτική.
Αν υπάρχει πολιτική βούληση να το κάνει κανείς, αυτό το παράδειγμα θέλουμε να ακολουθήσουμε κι εμείς, και αυτός, νομίζω, είναι και ο οδηγός για το πώς μπορούν οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη να ακολουθήσουν μια διαφορετική πολιτική σύγκρουσης. Με αυτή τη λογική του «μονόδρομου» της πολεμικής βιομηχανίας, της μετατροπής και πάλι της Ευρώπης σε ένα θέατρο πολεμικών συρράξεων και της μετατροπής της Ευρώπης σε ένα φρούριο που θα αποκλείει τους μετανάστες.
Σταύρος Αλχατζίδης (Εφημερίδα Πολιτική)
Θα ήθελα να σας ρωτήσω για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Είμαι υποχρεωμένος να σας ρωτήσω αν έχετε κάποια ενημέρωση, γιατί πολλά ακούγονται. Περάσαμε το πρώτο κύμα. Υπάρχουν πληροφορίες ότι θα υπάρξει και ένα δεύτερο κύμα. Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν έχετε κάποιες πληροφορίες παραπάνω, αφενός μεν, αφετέρου δε, πώς βλέπετε να καταλήγει αυτή η ιστορία. Και μια διευκρίνιση: γιατί το είπατε τρεις-τέσσερις φορές; Είπατε ότι η λύση πρέπει να έρθει από τα αριστερά. Όταν λέτε «η λύση πρέπει να έρθει από τα αριστερά», περιλαμβάνει και το ΠΑΣΟΚ;
Αλ. Χαρίτσης
Κατ’ αρχάς, σε σχέση με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, πρέπει να σας πω ότι είμαι υπερήφανος για τη Νέα Αριστερά. Όχι μόνο όταν έσκασε το σκάνδαλο, αλλά πολύ πριν, με τη δουλειά που έκαναν η Κοινοβουλευτική μας ομάδα και το αρμόδιο Τμήμα Αγροτικής Πολιτικής. Είχαμε επισημάνει κοινοβουλευτικά όλα αυτά τα ζητήματα, τα οποία στη συνέχεια κάποιοι είδαν ως έκπληξη. Αφορούν τα κοπάδια, τα βοσκοτόπια, το εθνικό απόθεμα, τα παράτυπα ΑΦΜ και τις επιδοτήσεις. Όλα αυτά τα ζητήματα τα είχαμε επισημάνει έναν χρόνο πριν, μέσα από οκτώ διαδοχικές κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις. Άρα δεν αιφνιδιαστήκαμε από όσα αποκαλύφθηκαν τους τελευταίους μήνες και παρατηρήσαμε μία ακόμη προσπάθεια συγκάλυψης ευθυνών από την κυβέρνηση και τα μέλη της, περιλαμβανομένων των υπουργών.
Αυτό που έγινε στη Βουλή, τις τελευταίες ημέρες πριν το κλείσιμό της για τις θερινές διακοπές, στις 31 Ιουλίου, ήταν – να το πούμε με σαφήνεια – μια κοινοβουλευτική εκτροπή. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποχώρησε από την ψηφοφορία, φοβούμενη διαρροές από τους ίδιους τους βουλευτές της. Δεν μπόρεσε να ελέγξει την κοινοβουλευτική της ομάδα και προσέβαλε τη Βουλή, στέλνοντας 75 επιστολές ψήφου. Οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας δεν γνώριζαν καν μεταξύ τους ποιανού η ψήφος είχε σταλεί στο προεδρείο. Είναι ντροπή.
Διαβάζουμε τα δημοσιεύματα, δεν έχω άλλη πληροφόρηση για να απαντήσω ευθέως, και περιμένουμε τις εξελίξεις, καθώς υπάρχει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία που ερευνά την υπόθεση. Γι’ αυτό ο κύριος Μητσοτάκης αγωνιά και τρέμει για τις επόμενες αποκαλύψεις. Εμείς θα επιμείνουμε. Και, όπως είπα προηγουμένως, υπήρξε κοινή στάση της αντιπολίτευσης. Βρέθηκε ένας κοινός βηματισμός. Εμείς με τον ΣΥΡΙΖΑ καταθέσαμε κοινή πρόταση για την Προανακριτική για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, και η στάση στην Ολομέλεια των δυνάμεων της προοδευτικής αντιπολίτευσης ήταν ενιαία. Αυτό αποτελεί ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για το μέλλον.
Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά: μίλησα προηγουμένως για την αριστερή σοσιαλδημοκρατία. Στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή, υπάρχει η σοσιαλδημοκρατία του Σολτς στη Γερμανία. Υπάρχει η υποτιθέμενη σοσιαλδημοκρατία του Στάρμερ που ακολουθεί τα χνάρια της Μάργκαρετ Θάτσερ και θεωρείται ο «καλύτερος μαθητής» της. Υπάρχει η σοσιαλδημοκρατία του Πέδρο Σάντσεθ στην Ισπανία. Το ΠΑΣΟΚ και η ηγεσία του πρέπει να επιλέξουν ποια κατεύθυνση θέλουν να ακολουθήσουν. Εκεί θα κριθεί αν αποτελούν μέρος αυτής της λύσης που λέω ότι πρέπει να προέρχεται από τα αριστερά ή όχι.
Λάμπρος Παπαδής (thesstoday)
Θα σταθώ σε ένα από τα σημεία που αναφέρατε εισαγωγικά στον πρόλογό σας. Μιλήσατε για την αύξηση της φορολόγησης των μεγάλων εισοδημάτων, κυρίως των πλουσίων, και για την κατάργηση των φοροαπαλλαγών που αφορούν αυτή τη συγκεκριμένη οικονομική τάξη. Τι απαντάτε στην κριτική που αναφέρει ότι ένα τέτοιο μέτρο, αν εφαρμοστεί οριζόντια, θα ενισχύσει τη φυγή κεφαλαίων και θα δημιουργήσει μεγάλη βλάβη στην ανταγωνιστικότητα της χώρας;
Αλ. Χαρίτσης
Ξέρετε, αυτή η συζήτηση δεν γίνεται μόνο εδώ· γίνεται διεθνώς. Και είναι ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι νεοφιλελεύθεροι. Αλλά, επιτρέψτε μου να πω, επειδή το έβλεπα προχθές, ότι η ίδια συζήτηση γίνεται και στη Γαλλία αυτές τις μέρες, με την αλλαγή της κυβέρνησης, όπου οι δισεκατομμυριούχοι χρησιμοποιούν τα ίδια επιχειρήματα, καθώς έχει μπει το ζήτημα της φορολόγησης του πλούτου τους, ο οποίος εκεί δεν φορολογείται και απαλλάσσεται.
Λοιπόν, εδώ πρόκειται για ζήτημα πολιτικών επιλογών. Όχι, εμείς δεν θα τσιμπήσουμε σε αυτήν την κινδυνολογία. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και δεν μπορεί η κυβέρνηση να χρησιμοποιεί ως δικαιολογία τις απειλές των ολιγαρχών ότι θα πάρουν τα κεφάλαιά τους και θα φύγουν στο εξωτερικό. Αν ήταν έτσι, όλα τα κεφάλαιά τους θα ήταν στη Βουλγαρία ή στη Ρουμανία, που έχουν πολύ χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Δεν θα ήταν ούτε στη Γαλλία, ούτε στη Μεγάλη Βρετανία, ούτε στις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες. Υπάρχουν, μάλιστα, πολλοί σοβαρότεροι λόγοι που βρίσκονται εκεί· οι έδρες των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων.
Εγώ νομίζω, λοιπόν, ότι εδώ πρόκειται για ένα στρατηγικό ζήτημα: η φορολόγηση του πλούτου είναι ένα τεράστιο ζήτημα πολιτικής κατεύθυνσης και στρατηγικής. Εμείς θα επιμείνουμε μαζί με άλλες δυνάμεις στην Ευρώπη, οι οποίες αυτή τη στιγμή θέτουν το ζήτημα με πολύ σαφείς και επιτακτικούς όρους: η λύση για τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι ακριβώς μια πλήρης ανακατανομή του πλούτου, με φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας.
Φαιδρά Στυλιανού (dreamonline)
Παρά την κοινωνική ευαισθητοποίηση και τα νέα τεχνολογικά εργαλεία, όπως το «panic button», για την προστασία των γυναικών, παρατηρούμε ότι ο αριθμός των κακοποιήσεων παραμένει άκρως ανησυχητικός. Συχνά, δε, τα περιστατικά έχουν και τραγική κατάληξη, ακόμη και έξω από αστυνομικά τμήματα. Γιατί θεωρείτε ότι τα μέτρα της κυβέρνησης δεν έχουν αποδώσει σε αυτό το ζήτημα και τι προτείνετε εσείς ως Νέα Αριστερά;
Αλ. Χαρίτσης
Είπαμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Μιλάμε για τις γυναικοκτονίες. Εδώ, νομίζω ότι υπάρχουν — θα μπορούσα να αναφέρω δύο παραδείγματα, αν και είναι πολλά που θα μπορούσαμε να πούμε. Θα αναφέρω δύο διαστάσεις που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές.
Η πρώτη διάσταση αφορά το πώς καλλιεργείται μια κουλτούρα βίας και σεξισμού στην κοινωνία, τόσο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο και από τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο, η οποία εκτρέφει τέτοια φαινόμενα. Η δεύτερη διάσταση σχετίζεται με το γεγονός ότι αυτό που έχουμε ζητήσει και εμείς στη Βουλή, όπως και άλλες πολιτικές δυνάμεις —για να είμαι δίκαιος, δεν είναι μονοπώλιο μας—, δηλαδή η νομική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία», δεν έχει γίνει πράξη μέχρι σήμερα. Το κράτος πρέπει να παρέμβει, να αναγνωρίσει αυτά τα εγκλήματα ως αυτό που πραγματικά είναι και να διαμορφώσει ένα νομικό και θεσμικό πλαίσιο το οποίο θα προστατεύει τα θύματα και θα οδηγεί τους δράστες στη Δικαιοσύνη με τους πραγματικούς όρους του εγκλήματος που έχουν διαπράξει.
Επιμένω, όμως, και στο πρώτο σημείο. Είναι δουλειά, αν θέλετε, και δική μας, και της Αριστεράς, και των προοδευτικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα μέσα στην κοινωνία. Πρέπει να αντιπαρατεθούμε με τον σεξιστικό λόγο, με μια λογική που καλλιεργεί την κουλτούρα της βίας σε όλους μας και κυρίως στις νέες γενιές. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά κρίσιμο και εκεί έχουμε να δώσουμε μια πολύ σημαντική πολιτισμική μάχη.
Λάζαρος Γλούφτσης (PRS Radio & Radio Scarlet)
Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να σας γυρίσω λίγο στην κυβερνητική θητεία 2015–2019 του ΣΥΡΙΖΑ. Κάθε κυβέρνηση φυσιολογικά έχει μια φθορά. Η δική σας κυβέρνηση, όμως, δυστυχώς το 2019 υπέστη μια συντριπτική ήττα έναντι της Δεξιάς. Θα ήθελα να ρωτήσω το εξής: θεωρείτε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ένας από τους λόγους αυτής της ήττας; Ναι ή όχι; Και θα ήθελα μια διευκρίνιση πάνω σε αυτό.
Αλ. Χαρίτσης
Κατ’ αρχάς, δεν νομίζω ότι το 2019 υπήρξε συντριπτική ήττα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε σχεδόν 32%, έχοντας εφαρμόσει μνημόνια την προηγούμενη τετραετία. Προφανώς ήταν μια νίκη της Δεξιάς, αλλά δεν θα τη χαρακτήριζα συντριπτική ήττα. Γι’ αυτό μίλησα πριν για το πώς πρέπει να αξιολογήσουμε την πολιτική πρόταση που καταθέσαμε το 2023. Το ερώτημα είναι αν αυτή η πρόταση απαντά στις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας ή όχι. Εκ του αποτελέσματος, η απάντηση είναι προφανής.
Όσον αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών, όταν κάνεις πολιτική ή διακυβερνάς μια χώρα, υπάρχουν ζητήματα ιστορικής σημασίας και στρατηγικά, στα οποία το τελευταίο που πρέπει να λαμβάνεις υπόψη είναι το πολιτικό κόστος. Δεν μετανιώνουμε που στηρίξαμε αυτή την πρωτοβουλία. Ήταν μια τεράστια στιγμή στην εξωτερική πολιτική, για τις σχέσεις της χώρας μας με τους γείτονες.
Το γεγονός ότι καταφέραμε να φτάσουμε στη Συμφωνία των Πρεσπών, μια ιστορική συμφωνία που επίλυσε μια διαφορά με τη Βόρεια Μακεδονία, η οποία για δεκαετίες κρυβόταν κάτω από το χαλί του εθνικισμού και της πατριδοκαπηλίας, μας κάνει περήφανους που συμβάλαμε στην επίλυση αυτού του ζητήματος με αυτούς τους όρους. Ναι, μπορεί να επηρέασε πολιτικά, αλλά σε τέτοια ζητήματα, αν θέλεις να κάνεις πολιτική με ειλικρίνεια και επίγνωση του ιστορικού βάθους των αποφάσεών σου, το πολιτικό κόστος είναι το τελευταίο που πρέπει να σε απασχολεί.





























