Στοχευμένες μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές για τη μισθωτή εργασία, καθώς και περιορισμό των ασφαλιστικών εισφορών για εργαζόμενους και επιχειρήσεις, προτείνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στο πλαίσιο αξιοποίησης του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου, ο οποίος, σύμφωνα με τον συντονιστή του Γραφείου Ιωάννη Τσουκαλά, πρέπει να χρησιμοποιηθεί χωρίς καθυστερήσεις.
Κατά την παρουσίαση της Τριμηνιαίας Έκθεσης Μαρτίου 2025 στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ο κ. Τσουκαλάς δέχθηκε σειρά ερωτήσεων από βουλευτές για το πρωτογενές πλεόνασμα, τη δημοσιονομική στρατηγική, τη μελλοντική πορεία των μισθών και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, καθώς και για το τι αναμένεται να συμβεί όταν λήξει η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ο συντονιστής του Γραφείου χαρακτήρισε «πρωτοφανή» την αύξηση της φορολογητέας ύλης, αποδίδοντάς την στη συστηματική ψηφιοποίηση και διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ενώ εκτίμησε ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων από ΦΠΑ και δηλωμένα εισοδήματα είναι πλέον μόνιμη. Τόνισε επίσης πως το πλεόνασμα δεν προέρχεται από υπερφορολόγηση, αφού οι φορολογικοί συντελεστές έχουν παραμείνει σταθεροί ή και μειωθεί από το 2020, αλλά κυρίως από την οικονομική ανάπτυξη και τον περιορισμό των δαπανών.
Αναφερόμενος στη στρατηγική αξιοποίησης του δημοσιονομικού χώρου, ο κ. Τσουκαλάς υπογράμμισε την ανάγκη άμεσης εφαρμογής μέτρων για ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας και της επιχειρηματικότητας, με στοχευμένες παρεμβάσεις σε φορολογικούς συντελεστές και ασφαλιστικές εισφορές. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στους νέους εργαζόμενους, για τους οποίους τόνισε πως πρέπει να υπάρξει ειδική στήριξη μέσω του ασφαλιστικού συστήματος.
Ο ίδιος κατέδειξε δύο βασικές στρεβλώσεις στη φορολόγηση φυσικών προσώπων: την απότομη αύξηση του φορολογικού συντελεστή από 9% σε 22% για εισοδήματα άνω των 10.000 ευρώ και τη χαμηλή βάση φορολόγησης με συντελεστή 44% από τις 40.000 ευρώ και πάνω. Όπως επισήμανε, αυτές οι στρεβλώσεις λειτουργούν αποτρεπτικά για την εργασία υψηλής εξειδίκευσης και δυσχεραίνουν την επιστροφή καταρτισμένων επαγγελματιών από το εξωτερικό.
Εκτιμώντας τη μεσοπρόθεσμη πορεία της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Τσουκαλάς ανέφερε ότι μετά το 2027 προβλέπεται επιβράδυνση της ανάπτυξης, λόγω της ολοκλήρωσης της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης, με ρυθμούς ανάπτυξης που ενδεχομένως θα περιοριστούν στο 1% με 1,5%. Τόνισε ότι, παρά τις τρέχουσες επενδύσεις, οι οποίες ίσως αυξήσουν την παραγωγικότητα, απαιτούνται υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να μειωθεί ταχύτερα το δημόσιο χρέος, το οποίο σήμερα φτάνει το 153% του ΑΕΠ.
Προειδοποίησε, τέλος, ότι όσο το χρέος μετασχηματίζεται σταδιακά από επίσημο σε αγοραίο, η χώρα γίνεται περισσότερο ευάλωτη σε διακυμάνσεις των αγορών, γεγονός που καθιστά κρίσιμη την επιτάχυνση της αποκλιμάκωσης του χρέους. Παράλληλα, επισήμανε την ανάγκη για διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας, με ενίσχυση τομέων όπως η μεταποίηση, ώστε να εξασφαλιστεί βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική μετά το πέρας των ενισχύσεων από ευρωπαϊκά ταμεία.






























